Δεκαοκτώ μήνες μετά το δημοψήφισμα, στις 13 Δεκέμβρη, η Τερέζα Μέι (και μαζί της η ευρω-σκεπτικιστική πτέρυγα του κόμματος της) έχασε μια σημαντική ψήφο στο βρετανικό κοινοβούλιο: η όποια συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να εγκριθεί από το κοινοβούλιο ,αντίθετα από την επιθυμία της κυβέρνησης. Ουσιαστικά αυτή η απόφαση είναι το τελευταίο και πιο δεσμευτικό βήμα προς ένα ήπιο Μπρέξιτ, δεδομένης της μικρής πλειοψηφίας της κυβέρνησης Μέι.
Οι έντεκα Συντηρητικοί βουλευτές που αποστάτησαν από την κυβερνητική γραμμή, έχουν εξοργίσει τους οπαδούς του Μπρέξιτ και ο κίτρινος τύπος τους έχει «επικηρύξει» σαν «εχθρούς του λαού». Χαρακτηρισμός που έρχεται σε αντίθεση με τη ρητορική των ευρω-σκεπτικιστών για περισσότερη «δημοκρατία» εκτός ΕΕ. Με αυτό το βήμα, όχι η κυβέρνηση αλλά ολόκληρη η κοινοβουλευτική ομάδα θα αποφασίσει για το μέλλον της χώρας. Έτσι η πορεία προς την έξοδο, πορεία που για τους Συντηρητικούς ήταν ουσιαστικά η λύση για τις εσωκομματικές διαμάχες μεταξύ της ευρω-σκεπτικιστικής και της φιλοευρωπαϊκής πτέρυγας, καθώς και ένα τέλος στη διαρροή ψήφων προς το Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου, αρχίζει να παίρνει μια πιο συγκεκριμένη μορφή.
Μια σειρά προβλημάτων κατά την πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων, το κομμάτι δηλαδή που διαπραγματευόταν τους όρους του «διαζυγίου» πριν την ουσιαστικότερη συζήτηση για τη μελλοντική σχέση Βρετανίας-ΕΕ, καταδεικνύουν τόσο τις δυσκολίες της αποχωρήσεως όσο και την αδυναμία μιας κυβέρνησης χωρίς ουσιαστικό σχεδιασμό για το μέλλον.
Η πρώτη απογοήτευση για τους δεξιούς ευρω-σκεπτικιστές -απογοήτευση που ξεσκέπασε τη μάτσο φαμφαρολογία των κεντρικών προσωπικοτήτων της καμπάνιας εξόδου όπως ο Νάιντζελ Φάραζ (που τον τελευταίο καιρό είχε αφοσιωθεί στην προώθηση του υποψηφίου γερουσιαστή της Αλαμπάμα Ρόι Μουρ που κατηγορείται για σεξουαλικές επιθέσεις ) και του Μπόρις Τζόνσον (ο οποίος εξακολουθεί να επιδίδεται σε παροιμιώδεις γκάφες ως υπουργός Εξωτερικών)- ήταν το χρηματικό ποσό που θα καταβάλει η Μεγάλη Βρετανία στην ΕΕ. Η Βρετανία συναίνεσε στις απαιτήσεις της ΕΕ και ο λογαριασμός έκλεισε κάπου μεταξύ 60 με 65 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Τα σύνορα της Ιρλανδίας
Ακολούθησε μια δεύτερη απογοήτευση κατά το 48ωρο τελεσίγραφο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τη Βρετανία στις 7 Δεκεμβρίου, μετά την παρέμβαση του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος της Βορείου Ιρλανδίας (DUP) που απαιτούσε η συμφωνία που θα διαμορφώνει τις σχέσεις μεταξύ Βορείου Ιρλανδίας και Δημοκρατίας της Ιρλανδίας (και θα αποτρέπει τη δημιουργία ενός κλειστού συνόρου μεταξύ των δυο) να ισχύει και για την υπόλοιπη Μεγάλη Βρετανία. Αυτό συνεπάγεται ότι η «ευθυγράμμιση των ρυθμιστικών αρχών» μεταξύ Βορείου Ιρλανδίας και ΕΕ θα ισχύει και για την υπόλοιπη χώρα. Κάτι που για τους περισσότερους σχολιαστές ήδη σηματοδοτούσε μια πιο «ήπια» έξοδο. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να συμφωνήσει και έτσι να ανατρέψει την προηγούμενη ρητορική της, ότι δηλαδή η Βρετανία θα «απελευθερωθεί» από τις αρχές της ΕΕ. Και αυτό τόσο για να αποφύγει την σύγκρουση με το DUP, όσο και μια καθυστέρηση της συμφωνίας (που θα έπρεπε να αναβληθεί μέχρι τον Μάρτιο, που θα οδηγούσε πολλές επιχειρήσεις να φύγουν από τη χώρα). Ίσως ακόμα και γιατί αυτή η καθυστέρηση πιθανά να οδηγούσε στην κατάρρευση της συμφωνίας ειρήνης του 1998 μεταξύ Βόρειου Ιρλανδίας και Βρετάνιας (Good Friday Agreement) και να επανέφερε το αίτημα για μια ενωμένη Ιρλανδία.
Και οι απογοητεύσεις δεν σταματούν εδώ για τους ευρω-σκεπτικιστές. Ανάλογη μεταστροφή έγινε και σε σχέση με τα δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών που διαμένουν στη Βρετανία (και των Βρετανών κάτοικων σε χώρες της ΕΕ) και που η Τερέζα Μέι σκόπευε να χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικό χαρτί. Τόσο τα δικαιώματα των ιδίων, όσο και των παιδιών και των συντρόφων τους είναι εγγυημένα. Έτσι οι ευρωπαίοι μετανάστες, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις η πρωταρχική αιτία πίσω από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, όχι μόνο, τουλάχιστον στα χαρτιά, δεν διατρέχουν άμεσο κίνδυνο, αλλά και τυχών δικαστικές διαφωνίες θα παραπέμπονταν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ECJ).
Η δεύτερη φάση
H δεύτερη φάση της διαπραγμάτευσης, λοιπόν, για τις εμπορικές συμφωνίες μπορεί πλέον να προχωρήσει. Και από τα μέχρι στιγμής στοιχεία, θα είναι αρκετά οδυνηρή για όσους ήλπιζαν σε μια πιο ριζοσπαστική ρήξη με την ΕΕ. Τα σενάρια είναι λίγο-πολύ αναμενόμενα: μια συμφωνία που θα είναι καλύτερη της υπάρχουσας για τη Βρετανία θα έθετε υπό αμφισβήτηση τα πλεονεκτήματα της ένταξης στην Ένωση. Και ακόμα και αν η ΕΕ είναι διατεθειμένη να θυσιάσει διάφορα, ποτέ δεν θα συμφωνήσει στην αποδυνάμωση της συλλογικής της οικονομικής υπεροχής. Δεν είναι τυχαίο ότι στο βρετανικό Τύπο έχουν διαρρεύσει πληροφορίες που θέλουν κάποιες χώρες μέλη της ΕΕ να εκφράζουν ήδη τη δυσαρέσκεια τους προς μια μελλοντική συμφωνία, ευνοϊκή για τη Βρετανία. Αξιωματούχοι της ΕΕ σχολιάζουν στο βρετανικό Τύπο τις αντιφάσεις μιας ίδιας, ή παρόμοιας συμφωνίας με την υπάρχουσα. Στις επικείμενες δυσκολίες προστίθεται και το χρονικό πλαίσιο για την ολοκλήρωση μιας τελικής εμπορικής συμφωνίας. Παράταση της μεταβατικής περιόδου πέραν των δυο χρόνων είναι ανάθεμα για τους βουλευτές που τάσσονται υπέρ του Μπρέξιτ.
Έτσι, δεκαοκτώ μήνες μετά το δημοψήφισμα και καθώς η Βρετανία, και δη η κυβέρνηση Μέι, έρχεται αντιμέτωπη με την πραγματικότητα των διαπραγματεύσεων και του Μπρέξιτ, ακόμα και η στάση των Εργατικών φαίνεται πιο ανοιχτή σε μια στενή σχέση με την ΕΕ, ίσως ακόμη και στην παραμονή της χώρας στην κοινή αγορά και στην τελωνιακή ένωση. Σύμφωνα με τον Κέιρ Στάρμερ, σκιώδη υπουργό των Εργατικών, υπεύθυνο για την έξοδο της χώρας από την ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο θα βρίσκεται «διαρκώς» συνδεδεμένο με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά. Η γραμμή του Εργατικού κόμματος διαμορφώνεται υπέρ της υποστήριξης των στενότερων δυνατών εμπορικών σχέσεων μετά την έξοδο και υπέρ της αν όχι «ελεύθερης διακίνησης», μιας «εύκολης» διακίνησης πολιτών. Ακόμα και αν η θέση του Εργατικού κόμματος δεν είναι όσο ξεκάθαρη θα ήθελαν κάποιοι, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το Εργατικό κόμμα δεν έχει κανένα λόγο αυτή τη στιγμή να πάρει ξεκάθαρη θέση. Η μπάλα βρίσκεται στο στρατόπεδο της κυβέρνησης Μέι, μιας κυβέρνησης που έχει ουσιαστικά αναιρέσει πολλές από τις προεκλογικές της εξαγγελίες και αυτή τη στιγμή είναι διχασμένη. Το Εργατικό κόμμα μπορεί να παρακολουθεί την φθορά της κυβέρνησης από τη θέση της αντιπολίτευσης και να προετοιμάζεται.
Η Μαρίνα Πρεντουλή είναι επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικής και Πολιτικών Επικοινωνιών στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου.
Πηγή: Η Εποχή