Το κουρδικό ζήτημα ανακύπτει μετά το τέλος του Α ΄Παγκοσμίου Πολέμου και τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αφορά την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας ενός λαού, ο οποίος σήμερα βρίσκεται διαμοιρασμένος σε κυρίως τέσσερις χώρες, Τουρκία, Ιράκ, Συρία και Ιράν, και, από τη δεκαετία του ’20, υφίσταται στην καλύτερη περίπτωση διακριτική εις βάρος του μεταχείριση και στη χειρότερη ωμή καταστολή.
Το ζήτημα αυτό κάνει την έντονη εμφάνισή του κατά τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ (1980-1988), οπότε τα αντίστοιχα κουρδικά κινήματα χρησιμοποιήθηκαν από τη Βαγδάτη και την Τεχεράνη ως μοχλός πίεσης της μίας εναντίον της άλλης, ενώ, το 1984, ξεσπάει ο ακήρυκτος πόλεμος του τουρκικού στρατού εναντίον των μαχητών του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (ΡΚΚ).
Η «Καταιγίδα της Ερήμου» (1991) εναντίον του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν, δίνει νέα δυναμική στο κουρδικό ζήτημα, καθώς δημιουργείται στο Βόρειο Ιράκ ένας «θύλακας» για την προστασία των Κούρδων, οι οποίοι είχαν υποστεί ωμή καταστολή από το ιρακινό καθεστώς, στην οποία περιλαμβάνεται και η επίθεση με χημικά όπλα εναντίον της κουρδικής πόλης Χαλάμπσα. Η δεύτερη επίθεση εναντίον του Ιράκ («Σόκ και δέος», 2003) ενισχύει την τάση αυτονόμησης των Κούρδων του Ιράκ, τάση την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες αφήνουν να αναπτυχθεί, εφόσον το έδαφος των Κούρδων είναι στην πραγματικότητα το μόνο ασφαλές για τις αμερικανικές δυνάμεις στη χώρα.
Η κατάσταση αυτή ανησυχεί ιδιαιτέρως την Τουρκία, η οποία αδυνατεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον ένοπλο αγώνα των Κούρδων εντός των συνόρων της και η οποία ακολουθεί έναντι των Κούρδων του Ιράκ μια πολιτική στην οποία συνυπάρχουν οι απειλές, οι διεκδικήσεις (π.χ. προστασία των Τουρκομάνων) αλλά και η οικονομική συνεργασία.
Η μετατροπή της συριακής εξέγερσης σε εμφύλιο -και ταυτόχρονα σε πόλεμο δι’ αντιπροσώπων- δίνει νέα ώθηση στο Κουρδικό, καθώς υπάρχει μια άτυπη, αλλά πραγματική -καθώς φαίνεται- συμφωνία μη επίθεσης ανάμεσα στους Κούρδους της Συρίας και το καθεστώς Άσαντ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι Κούρδοι της Συρίας εξοπλίζονται και μάχονται αποτελεσματικά εναντίον των ισλαμιστών, με αποκορύφωμα τη μάχη στο Κομπάνι. Η μάχη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική αφενός διότι είναι η πρώτη ήττα που υπέστησαν οι δυνάμεις του λεγόμενου Ισλαμικού Χαλιφάτου (Ι.Χ.), αφετέρου διότι στη μάχη αυτή πολέμησαν μαζί Κούρδοι της Συρίας, του Ιράκ και της Τουρκίας, πράγμα που δηλώνει, αν όχι τη δημιουργία κοινής εθνικής συνείδησης, τουλάχιστον την ύπαρξη κοινών στόχων. Τέλος, διότι μη κρατικοί δρώντες, όπως τα κουρδικά κινήματα, διαδραματίζουν έναν τόσο σημαντικό ρόλο στην -ενοποιημένη πλέον- συροϊρακινή κρίση και κατ’ επέκταση έναν ρόλο που θα επηρεάσει τις μεταπολεμικές ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή, ενώ αποδεικνύονται πολύτιμοι σύμμαχοι στον αγώνα κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας.
Ως εκ τούτου, το Κουρδικό αποκτά μια έντονη περιφερειακή δυναμική η οποία όσο δύσκολο είναι να ανατραπεί, άλλο τόσο δύσκολο είναι και να οδηγήσει σε μια κοινά αποδεκτή λύση, δεδομένου ότι η σύγκρουση που αναπτύσσεται γύρω από αυτό εμπεριέχει πολλαπλές πολιτικές αλλά και νομικές αντιθέσεις, πρωτίστως τη σύγκρουση ανάμεσα στην αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών και την αρχή της διατήρησης των υπαρχόντων και διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων. Παράλληλα, η σύγκρουση για και στο Κουρδικό διεξάγεται ταυτόχρονα σε τοπικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.
Αναλύοντας το Κουρδικό σε τοπικό επίπεδο, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι δεν είναι δυνατόν -έπειτα από όλα όσα έχουν συμβεί- να επιστρέψουν οι Κούρδοι στην πρότερη κατάστασή τους, δηλαδή στη θέση του πολίτη δεύτερης κατηγορίας. Μετά τη λήξη του πολέμου, οι Κούρδοι της Συρίας θα ζητήσουν ενδεχομένως την αυτονόμηση τους ή ακόμα και την απόσχιση των εδαφών τους, όπως ήδη έκαναν οι Κούρδοι του Ιράκ πριν από λίγες εβδομάδες, έστω και ατελέσφορα. Μια τέτοια εξέλιξη θα ενδυναμώσει ακόμα περισσότερο τον αγώνα των Κούρδων της Τουρκίας και ενδέχεται να συμπαρασύρει και τους Κούρδους του Ιράν. Τέτοιου είδους εξελίξεις όμως αλλάζουν τον χάρτη της περιοχής και αποστερούν τα ενδιαφερόμενα κράτη από γεωπολιτικά πλεονεκτήματα αλλά και από σημαντικότατους φυσικούς πόρους, όπως πετρέλαιο και νερό.
Σε περιφερειακό επίπεδο, η συνέχιση της συνεργασίας μεταξύ των Κούρδων δημιουργεί προϋποθέσεις για μελλοντική τους ένωση, πράγμα που -αν και δεν είναι ορατό στο άμεσο μέλλον- έχει σοβαρές πιθανότητες να συμβεί. Κάτι τέτοιο, πέραν των περιφερειακών αναστατώσεων που θα προκαλέσουν οι αντιδράσεις της Άγκυρας, της Βαγδάτης, της Δαμασκού αλλά και της Τεχεράνης, θα δημιουργούσε είτε έναν νέο ισχυρό περιφερειακό δρώντα είτε αδύναμα κρατίδια. Σε κάθε περίπτωση, η περιφερειακή αστάθεια και η σύγκρουση θα συνεχιστούν, δίνοντας την ευκαιρία και σε άλλους περιφερειακούς δρώντες να επέμβουν, μέσω τοπικών ένοπλων ομάδων, ώστε να επηρεάσουν προς όφελός τους τις εξελίξεις.
Σε διεθνές επίπεδο, τέλος, οι κουρδικές διεκδικήσεις θα δημιουργήσουν σύγκρουση ανάμεσα στα κουρδικά κινήματα και στους σημερινούς υποστηρικτές τους, όπως η Ρωσία ή το Ιράν, ενώ θα περιπλέξουν ακόμα περισσότερο τις σχέσεις διεθνών δυνάμεων με περιφερειακούς τους συμμάχους. Ήδη, για παράδειγμα, η προσπάθεια καταπολέμησης του λεγόμενου Ισλαμικού Χαλιφάτου μετατράπηκε σε μείζονα δοκιμασία των σχέσεων Άγκυρας-Ουάσιγκτον, καθώς η Τουρκία θεωρεί το Κουρδικό πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο για τα συμφέροντά της από ό,τι την εδραίωση του Χαλιφάτου σε ιρακινά και συριακά εδάφη, όπως συνέβη το 2014.
Όπως προκύπτει, το διακύβευμα που αντιπροσωπεύει το κουρδικό ζήτημα στις νέες του διαστάσεις είναι πολλαπλό και κάθε άλλο παρά απλό. Ωστόσο, θα πρέπει να βρεθεί μια κοινά αποδεκτή λύση, αφού η διαιώνισή του θα είναι καταστροφική για τους ίδιους τους Κούρδους και τις άμεσα εμπλεκόμενες χώρες. Παράλληλα, η σύγκρουση και η αστάθεια που θα προκύψουν, αφού η αδυναμία εξεύρεσης λύσης σημαίνει διαιώνιση και των ένοπλων συγκρούσεων, θα επηρεάσει και την ασφάλεια των γειτονικών υποσυστημάτων είτε με τη μορφή νέων προσφυγικών ροών είτε με την ενδυνάμωση άλλων ασύμμετρων απειλών όπως η ισλαμική τρομοκρατία.
H Βιβή Κεφαλά είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Πηγή: Η Αυγή