«Το αληθινό πολιτικό καθήκον σε μια κοινωνία σαν τη δική μας είναι να ασκήσουμε κριτική στη λειτουργία των θεσμών, που μοιάζουν να είναι ουδέτεροι και ανεξάρτητοι· να τους […] προσβάλουμε με τέτοιον τρόπο ώστε η πολιτική βία, η οποία πάντοτε ασκούταν συγκαλυμμένα μέσω αυτών, να αποκαλυφθεί για να μπορέσουμε στη συνέχεια να την πολεμήσουμε» (1974/1990: 44, «Ανθρώπινη φύση: Δικαιοσύνη εναντίον εξουσίας», στο Φουκώ, Μ., Η μικροφυσική της εξουσίας, Αθήνα: Ύψιλον, μετάφραση Λ. Τρουλινού)
Να διευκρινίσω ευθύς εξ αρχής ότι δεν με απασχολεί καθόλου η συγκεκριμένη σύνθεση του δικαστηρίου, διότι και αυτή η υπόθεση δεν αφορά άτομα αλλά θεσμούς, το ποινικό σύστημα στο σύνολό του, εντός του οποίου δρομολογούνται και παράγονται παρόμοιες αποφάσεις. Δεν έχει νόημα, με άλλα λόγια, να αναρωτιόμαστε πώς είναι δυνατόν να απορριφθεί και η δεύτερη αίτηση αναστολής της προφυλάκισης της Ηριάννας και του Περικλή, αγνοώντας ότι η δικαστική κρίση δεν είναι κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά αποστειρωμένη, αλλά εγγράφεται σ’ έναν νοηματικό χώρο στον οποίο ενεπλάκησαν τα δύο νεαρά άτομα ήδη από τη στιγμή της σύλληψής τους. Και αυτός ο νοηματικός χώρος έχει ως άξονα -και συνάμα νομιμοποιητικό λόγο- την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ενόψει της οποίας υποχωρεί και αυτό το ίδιο το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι ο κατηγορούμενος να κριθεί τελεσίδικα ένοχος. «Ούτε ο προβληματισμός της υπεράσπισης και της ιδίας ότι έχει ως κεκτημένο το τεκμήριο της αθωότητας ευσταθεί, αφού αυτό κάμπτεται όταν εκδοθεί πρωτόδικη απόφαση» είναι το λόγια του εισαγγελέα, όπως αναφέρονται στο TVXS (16/10/17). Τη δήλωση αυτή ενίσχυσε και το επιχείρημα περί «έντονης αντικοινωνικότητας» λόγω της κατηγορίας που αποδίδεται [documentonews.gr, 16/10/17]. Αξιωματικός και κατηγορηματικός ήταν κι ο λόγος με τον οποίο ακυρώθηκαν ως μη έγκυρες οι καταθέσεις των πανεπιστημιακών για την Ηριάννα και του γιατρού για την επιδείνωση της υγείας του Περικλή.
Ενεργητική λειτουργία
Στέκομαι μόνον σ’ αυτές τις ακυρώσεις, γιατί δεν έχει νόημα να καταμετρήσω άλλες, στο βαθμό που η εμπλοκή των κατηγορούμενων με την τρομοκρατία, ως θεσμικός λόγος, δεν αποτελεί εξεύρεση αλήθειας αλλά ερμηνεία της υπόθεσης, προβολή νοήματος μέσα από αυτήν. Έχοντας, όμως, την ισχύ θεσμικής αλήθειας, παράγει αποτελέσματα όχι μόνον σε σχέση με το μέλλον των δύο κατηγορούμενων αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας: ο θεσμικός Λόγος περί τρομοκρατίας.
Με δυο λόγια, οι λειτουργοί της δικαιοσύνης δεν υπερίπτανται της κοινωνικής και πολιτισμικής πραγματικότητας εντός της οποίας παράγουν «καθεστώτα αλήθειας», αλλά επηρεάζονται από τα κοινωνικά και πολιτισμικά δεδομένα. Δεν έχουν ανοσία απέναντι στα στερεότυπα, αντίθετα τα συντηρούν και τα αναπαράγουν μέσα από τη δράση τους. Πιο συγκεκριμένα και παραπέμποντας στον David Garland, (1990) [Punishment and modern society, Chicago: University of Chicago Press], συντελείται μια διττή διαδικασία: η σφαίρα των ποινικών πρακτικών συμβάλλει στο να μορφοποιηθεί η συνολική κοινωνική και πολιτισμική ατμόσφαιρα μιας κοινωνίας αλλά, την ίδια στιγμή, επηρεάζεται από αυτή. Με άλλα λόγια, οι ποινικές πρακτικές δεν είναι μια παθητική αντανάκλαση ήδη συγκροτημένων πολιτισμικών μοντέλων, αλλά έχουν μια πολύ πιο ενεργητική λειτουργία, αυτήν της παραγωγής νοημάτων και ορισμών της πραγματικότητας.
Απροϋπόθετη τιμωρία
Υπό το πρίσμα, κατ’ επέκταση, της ανάγκης να μην χάνουμε τηνμεγάλη εικόνα, θα έλεγα ότι η δίκη –η συγκεκριμένη αλλά και κάθε δίκη- είναι η κατάληξη μιας διαδικασίας που ξεκινά πριν ακόμα από την σύλληψη, από τους κοινωνικούς και πολιτικούς χώρους από τους οποίους αντλεί την πελατεία του το ποινικό σύστημα, δρομολογώντας έτσι το σπιράλ της αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Και το πρόβλημα είναι η φυσικοποίηση αυτής της διαδικασίας για να μην μιλάμε, επαναλαμβάνω, για εξαιρέσεις. Προκειμένου να αποσαφηνίσω τα παραπάνω, δανείζομαι από το κείμενο του Θωμά Παπακωνσταντίνου, Η προστασία του Πολίτη υπό τη σκιά του Δεκέμβρη [http://crimevssocialcontrol.blogspot.gr/2009/12/h-1.html]: [Η] « Προστασία του Πολίτη» ως θεσμικός τίτλος που μέσα από τα ιστορικά συμφραζόμενα αποκτά ισχύ ονόματος κατάστασης, εγκαινιάζει επίσημα και παράλληλα επικυρώνει μια προϊούσα σχέση με το πολιτικό. Κάθε ερμηνεία της πολιτικής σημασίας του όρου «πολίτης» οφείλει να περιλαμβάνει το σύνολο των πολιτών ως ενιαίο πολιτικό σώμα. Όμως, από τη στιγμή που η εν λόγω έννοια μαγνητίζεται και ανακτά το περιεχόμενο της από τις σημασίες της ασφάλειας και της προστασίας, τότε η «Προστασία του Πολίτη» αντιπαραθέτει υπαινικτικά τον Πολίτη στον πολίτη. Δηλαδή, το συμβολικό ψηφιδωτό κατασκευάζεται με τέτοιο τρόπο ώστε αυτό που αποκαλούμε «πολίτη» να μην αντιπροσωπεύει ένα ενιαίο πολιτικό υποκείμενο, αλλά να αμφιταλαντεύεται διαλεκτικά μεταξύ δύο αντιπαρατιθέμενων άκρων: από την μία πλευρά ο «Πολίτης» που αντιπροσωπεύει το «ενιαίο», «κανονικό», «υγιές» σώμα της πολιτικής κοινότητας. Από την άλλη ο «πολίτης» ως το διασκορπισμένο σύνολο στιγματισμένων ταυτοτήτων: των εξεγερμένων, των μεταναστών, των αθλίων, των φτωχών, των καταπιεσμένων, των άλλων. Από τη μία το κυρίαρχο κράτος των ενσωματωμένων Πολιτών, από την άλλη ο μιαρός τόπος των αποκλεισμένων σωμάτων. Εκεί τα δικαιώματα και το δίκαιο, εδώ η απροϋπόθετη τιμωρία.
Αφροδίτη Κουκουτσάκη
Πηγή: Η Εποχή