Ήταν 9 Οκτωβρίου 1967, και το ραδιόφωνο μετέδιδε ότι την προηγουμένη οι ειδικές δυνάμεις της Βολιβίας είχαν καταφέρει επιτέλους να σκοτώσουν, σε μια κοιλάδα χαμένη στις Άνδεις, τον άντρα που η ανάμνησή του δεν θα έσβηνε ποτέ ξανά από τη θύμησή τους.
Τις μέρες εκείνες, που αρνιόμαστε να το πιστέψουμε, που καθησυχάζαμε τον εαυτό μας, πλάθοντας με τη φαντασία μας εικόνες ενορχηστρωμένης παράνοιας, μοιραζόμασταν το προαίσθημα μιας απώλειας ανεπανόρθωτης, χωρίς να είμαστε ακόμη σε θέση να υπολογίσουμε τι σήμαινε η απώλεια αυτή. Μέσω του Τσε, μετά τον Λουμούμπα το 1961, τον Μάλκολμ Χ και τον Φανόν το 1965, τον Μπεν Μπαρκά πριν απ’ αυτούς, κι άλλους μετά από εκείνον (Καμπράλ), η γενιά αυτή είχε αποκεφαλιστεί. Αντικρίζοντας τη σύγχυση που επικρατεί σήμερα, είναι ευκολότερο να προσμετρήσουμε την έννοια και την έκταση αυτής της απώλειας.
Για μας, η πρωτοβουλία αυτή δεν αποτελεί όχημα για να βουλιάξουμε σε κάποιου είδους νοσταλγία ή να διατρανώσουμε τη λατρεία μας σ’ ένα είδωλο, αλλά για να αρνηθούμε ότι τα γεγονότα (όπως το ’68) και οι άνθρωποι (όπως ο Τσε), που υπήρξαν φορείς ενός υποθετικού, υπό εξαφάνιση στις μέρες μας, κομμουνιστικού μέλλοντος για την ανθρωπότητα, δεν θα σβήσουν από την αντίδραση στην ιστορική μνήμη που προσπαθεί να ξορκίσει σαράντα χρόνια μετά το φάντασμα του γαλλικού Μάη.
Θύματα ενός αδυσώπητου εχθρού
Ο Τσε, σύμβολο του θάρρους, όχι μονάχα ηθικού ή ανθρώπινου, μιας στάσης που αψηφά το αδύνατο, δεν υποκύπτει στη μοιρολατρία του κόσμου. Το θάρρος του είχε κόστος και εμπεριείχε έναν κίνδυνο τον οποίο γνώριζε: «Πολλοί θα χάσουν τη ζωή τους, θύματα των λαθών τους…». Ο κατάλογος εκείνων που έχασαν τη ζωή τους είναι, πράγματι, μακρύς, αρχής γενομένης απ’ τον ίδιο. Στη Λατινική Αμερική μόνο: Καμίλο Τόρες, Γιόν Σόσα, Κάρλος Φονσέκα, οι αδελφοί Περέδο, ο Νιγκέλ Ενρίκες (ακριβώς επτά χρόνια μετά τον Τσε), ο Μάριο Ρομπέρτο Σαντούτσο, η Μισέλ Φιρκ, αλλά και οι σύντροφοί μας Τομάς Τσάμπι, Λουίς Πουζάλς, Πέντρο Μπονέτ.
Θύματα των λαθών τους; Ίσως. Αναμφισβήτητα. Αλλά και πάλι, πρέπει να αποδώσουμε σωστά τις ευθύνες. Υπήρξαν, πρώτα απ’ όλα, θύματα ενός αδυσώπητου εχθρού, εκείνων που ενορχήστρωσαν την απόβαση του Κόλπου των Χοίρων και δεν επέτρεψαν ποτέ την ύπαρξη ενός κομματιού γης απαλλαγμένου από τον ιμπεριαλισμό της ηπείρου, εκείνων που υποκίνησαν το πραξικόπημα εναντίον του Άρμπεντς, που στήριξαν τις στρατιωτικές δικτατορίες, που κατέστρωσαν το σχέδιο Κόνδωρ στη Χιλή, που οργάνωσαν τη σφαγή της επιχείρησης Τζακάρτα, εκείνων που, την ίδια εποχή, βομβάρδιζαν με ναπάλμ το λαό του Βιετνάμ. Θύματα, στη συνέχεια, όσων αρνούνταν να ανάγουν το Βιετνάμ και την Ινδοκίνα σε πεδίο απαραβίαστο του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και αποδύονταν κακήν κακώς σ’ έναν καταστροφικό πόλεμο στην πλάτη τους.
Λάθη μιας νικηφόρας ήττας
Θύματα, τέλος, των ίδιων των λαθών τους. Ως ένα βαθμό και μέχρις ενός σημείου επιβάλλεται να τα διερευνήσουμε και διευκρινίσουμε. Γιατί είναι σχετικά εύκολο να απαριθμήσουμε τα λάθη τους και να παραδεχθούμε ότι ξεγελάστηκαν. Όπως σχετικά εύκολο είναι και να υποστηρίξουμε, παρ’ όλες τις αποδείξεις περί του αντιθέτου, ότι ποτέ δεν ξεγελάστηκαν. Εκείνο που είναι δύσκολο, είναι να παραδεχθούμε πως ξεγελάστηκαν, αλλά τα λάθη αυτά δεν ήταν μάταια, και πως, εν μέρει τουλάχιστον, είχαν δίκιο, έστω και αν η ιστορία, εκ πρώτης όψεως, τους δίνει άδικο.
Έκαναν λάθη, δίχως άλλο, λάθη στρατηγικής, τακτικής, λάθη οργανωτικά, όπως κι εμείς μαζί τους, όμως τουλάχιστον δεν ξεγελάστηκαν ποτέ για το ποιος ήταν ο εχθρός. Αυτό είναι που κάνει την ήττα τους να μην είναι ταπεινωτική, μα να μπορεί, ακόμη και τώρα, να μετατραπεί σε μια ήττα νικηφόρα, ανάλογα με τη συνέχεια που θα μπορέσουμε, αν μπορέσουμε, να της δώσουμε.
Υπάρχουν σήμερα δύο τρόποι να γκρεμίσουμε το φάντασμα του Τσε, ακόμη και προσποιούμενοι ότι του αποδίδουμε τιμές: μετατρέποντάς τον σε εμπορευματοποιημένο είδωλο ή παρουσιάζοντάς τον σαν αυτοκτονικό παράφρονα, που είχε παρασύρει πολλούς αθώους στη μακάβρια περιπέτειά του. Είτε μυθοποιώντας τον είτε αναλύοντας την πάλη του με ψυχολογικούς όρους, καταλήγουμε στο ίδιο σημείο, να ξεκινάμε μια επιχείρηση αποπολιτικοποίησης, να του αρνούμαστε το νόημα που θα περίμενε κανείς να του δώσουμε, δίχως δεύτερη σκέψη.
Μια στιγμή τόλμης
Επαναστατική από λογικής πλευράς, και λογική ως τα απώτατα όρια των συνεπειών, η πάλη αυτή έρχεται αντιμέτωπη μ’ εκείνο που η ίδια κατήγγειλε ως «μια στιγμή παραλογισμού στην ιστορία της ανθρωπότητας». Υπήρχε άμεση ανάγκη να δράσουν, ν’ αδράξουν τη στιγμή, χωρίς καμία βεβαιότητα ότι θα τα κατάφερναν. Αυτό το αίσθημα ανάγκης, αυτή η ανυπομονησία δικαιολογείται ακόμη περισσότερο, αν υπολογίσουμε το αντίτιμο που καλούμαστε να πληρώσουμε σήμερα για τις ευκαιρίες που χάθηκαν και τις επαναστάσεις που προδόθηκαν κατά τον 20ό αιώνα: τον πόλεμο δίχως τελειωμό, τα βασανιστήρια, το Ιράκ κ.α. Και, γενικότερα, την κοινωνική αντεκδίκηση των κατεχόντων και των κυρίαρχων, την αλαζονεία τους, το μακάβριο χορό του κεφαλαίου πάνω στα σώματα των ηττημένων
Δικαίως αναρωτιέται κανείς αν, το 1967, υπήρχε ακόμη καιρός ή αν ήταν ήδη αργά ν’ ανασύρουμε την κομμουνιστική ιδέα, που ήταν θαμμένη κάτω από τα εγκλήματα του σταλινισμού. Ο Τσε και οι όμοιοί του θα είχαν, τουλάχιστον, προσπαθήσει, θα είχαν τολμήσει —όπως έλεγε η Ρόζα Λούξεμπουργκ για τους μπολσεβίκους, πριν επιτρέψει στον εαυτό να τους ασκήσει κριτική. Ε, λοιπόν, όπως κι εκείνη, κάθε φορά που κάνουμε λόγο για τα λάθη αυτής της γενιάς επαναστατών, πρέπει να ξεκινάμε αναγνωρίζοντάς τους αυτό ακριβώς, ότι τόλμησαν. Τόλμησαν να αψηφήσουν τον ιμπεριαλισμό. Τόλμησαν να αμφισβητήσουν την αβάσταχτη τάξη πραγμάτων του κόσμου. Απέτυχαν, όπως αποτύχαμε κι εμείς, ωστόσο αυτή ακριβώς η αποτυχία μάς επιβάλλει να είμαστε ακριβείς στην κριτική μας.
Λάθη της νιότης, της ανυπομονησίας, της βιασύνης; Ναι, ο Τσε ήταν άνθρωπος βιαστικός. Η διαδρομή του ήταν ένα είδος περίληψης σε γοργούς ρυθμούς όσων διδαχτήκαμε στη διάρκεια ενός αιώνα. Εκείνος πέθανε στα 39 του χρόνια, ο Φανόν στα 36, ο Ενρίκες στα 30 (ο Σαιν-Ζυστ στα 26). Ανάμεσα στο ταξίδι μύησής του, κατά το οποίο διέσχισε τη Λατινική Αμερική, την εμπειρία του πραξικοπήματος στη Γουατεμάλα και το μοναχικό του θάνατο στο Νανκαχουάτσου, μεσολάβησαν λιγότερο από δεκαπέντε χρόνια. Σ’ αυτά τα δεκαπέντε χρόνια, όμως, έμαθε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι άλλοι σε δεκαετίες μακράς και ήρεμης κοινοβουλευτικής ζωής.(…)
Λάθη; Ναι, αλλά λάθη ενός ανθρώπου βιαστικού, με πίστη στην αρετή του παραδείγματος, τη σύγχυση της αναγκαίας βούλησης που φέρνει στην επιφάνεια τις αποτελεσματικότερες των πιθανοτήτων και το βολονταρισμό που θεωρεί ότι μπορεί να επιβληθεί στην πραγματικότητα, την ιδέα ότι η οικονομία μπορεί να διευθύνεται με μεθόδους γκουερίλα, ότι ο Γιου Κόνγκ μπορεί να μετακινήσει βουνά ολόκληρα. Η αποτυχία της Ζάφρα το 1968, της Βολιβίας η «κριτική των όπλων» (Ρεζί Ντεμπραί).
Βιαστικοί μαθητές
Αναζητώντας διαρκώς μια ετικέτα, έναν ορισμό, ο Τύπος μάς χαρακτήριζε τροτσκιστές, ενώ, χωρίς να απαρνιόμαστε στο ελάχιστο αυτό το κομμάτι της κληρονομιάς μας, πασχίζαμε να τους εξηγήσουμε ότι δεν μας καθόριζε ένας μόνο άντρας, ότι δεν θεωρούσαμε τους εαυτούς μας κληρονόμους ενός υπέρτατου σωτήρα, αλλά του συνόλου της ιστορίας των κινημάτων ανεξαρτησίας, άρα του Τρότσκι, αλλά ότι ο Τσε, αλλά και ο Σαιν-Ζυστ, ο Μπαμπέφ, του Μπλάνκι, ο Λένιν, η Ρόζα, ο Γκράμσι, ο Μαριατέγκι και ο Μέλλα, ακόμη και ο Ζωρές είναι εξίσου σημαντικές φυσιογνωμίες… Ήταν ο ίδιος Τύπος που έσπευσε να φορέσει σ’ εμάς και στο κόμμα που ονειρευόμασταν να φτιάξουμε την ετικέτα του «γκεβαρισμού». Τα Μέσα αρέσκονται στα απλά πράγματα και στις καλοβαλμένες ετικέτες.
Δεν είμαστε αποκλειστικά γκεβαριστές ούτε τροτσκιστές ούτε κάτι άλλο, αλλά απλούστατα επαναστάτες που προσμένουν να σταχυολογήσουν, στη διαφορετικότητά τους, τις καλύτερες των εμπειριών και των παραδειγμάτων του παρελθόντος. Ο Τσε είναι ένα από τα σημεία αναφοράς. Τη θεωρούμε ιδιαίτερα πολύτιμη. Ωστόσο, ο γκεβαρισμός δεν είναι θεωρία, πολλώ μάλλον δόγμα, αλλά ούτε και πολιτικός προσανατολισμός, ούτε καν στη Λατινική Αμερική, όπου η μνήμη του είναι αναντικατάστατο συστατικό μιας πολιτικής κουλτούρας που τροφοδοτήθηκε έκτοτε από τις εμπειρίες της Χιλής, της Κεντρικής Αμερικής (Νικαράγουα, Σαλβαδόρ), του βραζιλιάνικου Εργατικού Κόμματος και τώρα της Βενεζουέλας, της Βολιβίας κ.ο.κ.
Αν η πάλη και η σκέψη του Τσε είναι πολύτιμες για μας, είναι γιατί συνοψίζουν όλα τα παραπάνω. Και διότι υπήρξαμε κι εμείς βιαστικοί, και χρειάστηκε να μαθητεύσουμε στη σχολή της υπομονής, χωρίς να αφήσουμε την εξέγερση και το πάθος μας να σβήσουν. Κι ακόμη, για τους παλιότερους από μας, επειδή γνωρίσαμε σε διαφορετικά γεωγραφικά πλάτη, τη μετεξέλιξη μιας οπτικής παράλληλης προς τη δική του. Ενώ τη δεκαετία του ΄50 ο κομμουνισμός ήταν ακόμη, ή έδειχνε να είναι, ένα οικοδόμημα σε εξέλιξη, με το σταλινισμό, την εποποιία του Στάλινγκραντ και τη νίκη ενάντια στο ναζισμό, με τις επιδόσεις των σοβιετικών αθλητών ή τα τεχνολογικά επιτεύγματα του Σπούτνικ, συνειδητοποιήσαμε, με τις εξεγέρσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, μέσω της αλληλεγγύης στις επαναστάσεις της Αλγερίας, της Κούβας, του Βιετνάμ, με την άνοιξη της Πράγας και τη συντριβή της από τα τανκς, τον όλεθρο της γραφειοκρατικής αντεπανάστασης.
Και εκλάβαμε τη συνταγή, την τόσο κοινότοπη, του Τσε —«το καθήκον κάθε επαναστάτη…»— ως πρόκληση σ’ όλους εκείνους που παρίσταναν τους κληρονόμους ή τους «ενοικιαστές» επαναστάσεων του παρελθόντος, χωρίς να έχουν την παραμικρή πρόθεση να αναβιώσουν το κληροδότημά τους. Σαν διακήρυξη αντίθεσης στις τακτικές και το συντηρητισμό των γραφειοκρατών. Σαν απελευθέρωση, επομένως, και σαν ενθάρρυνση. Αλλά και πάλι, την εποχή εκείνη ίσως να ήταν της μόδας να αυτοανακηρύσσεται κάποιος επαναστάτης. Σήμερα, το πρόβλημά μας είναι διττό: να πείσουμε τους άλλους ότι είναι πιο αναγκαίο από ποτέ να αλλάξουμε τον κόσμο και να δράσουμε κατά τρόπο ώστε να καταστήσουμε εφικτή την αλλαγή.
Το μήνυμα της επαναφοράς
Αυτό που προξενεί εντύπωση στη μορφή του Τσε, δεν είναι αυτό που εκπροσωπεί για μια γενιά όπως η δική του, αλλά για τη νέα γενιά. Η ενόραση κάποιου που γλίτωσε από τη φθορά του χρόνου, από τη φθορά γενικότερα. Που πάλεψε να καταλάβει την εξουσία. Αλλά που δεν επικεντρώθηκε σ’ αυτήν. Το αντίθετο του κυνισμού και της διαφθοράς που πρυτανεύουν σήμερα. Ένας στοχαστής των πράξεων, όπως ο Σαιν-Ζυστ. Ένας επαγγελματίας της νεότητας, όπως εκείνος, όπως ο Μπαρά, όπως ο Βιαλά, όπως ο Γαβριάς, όπως οι έφηβοι της Ιντιφάντα.
Η επαναφορά του στην επικαιρότητα ισοδυναμεί με ένα μήνυμα. Βρισκόμαστε σε ανελέητο πόλεμο ενάντια σε μια τάξη που κήρυξε πόλεμο στους λαούς και στους φτωχούς. Πόλεμο των όπλων, δίχως όρια στον χρόνο και στο χώρο, και πόλεμο κοινωνικό ενάντια στα κεκτημένα δικαιώματα, την αλληλεγγύη. Δυο πραγμάτων που είναι αξεχώριστα.
Ο αιώνας παρήλθε. Με αυταπάτες, με ελπίδες που γκρεμίστηκαν. Και ο κόσμος δεν έγινε πιο δίκαιος, πιο πλούσιος, πιο ειρηνικός. Αντίθετα, οι ανισότητες βαθαίνουν, η βία —κοινωνική, προνοιακή, πολεμική— φθάνει στο απόγειό της. Με τέτοια τάξη πραγμάτων, είναι αδύνατον να συμβιβαστείς και να συμφιλιωθείς.
Τώρα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, είναι η ώρα της φωτιάς… Ας ακουστεί παντού η πολεμική ιαχή της, είναι ο μοναδικός φόρος τιμής που μπορούμε και οφείλουμε να του αποτίσουμε…
Daniel Bensaïd
Πηγή: Η Εποχή από danielbensaid.org
Μετάφραση: Βίκυ Δέμου