Κοσμάς Χαρπαντίδης, «Το άκυρο αύριο», εκδόσεις Πόλις, 2017
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Κοσμά Χαρπαντίδη «Το άκυρο αύριο» διατρέχει αρκετές δεκαετίες της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, με διαρκή άλματα στο χρόνο και κομβικά σημεία του την περίοδο 1941-44 και τη δράση της εθνικιστικής αντάρτικης ομάδας του Πρόδρομου Αρσλάνογλου στα βουνά της Ανατολικής Μακεδονίας, το 1982 (όταν ο Αρσλάνογλου εξαφανίζεται λίγο πριν τις δημοτικές εκλογές στις οποίες αναμένεται να ηττηθεί) και το σήμερα (όταν ανακαλύπτεται το λείψανο του εθνικιστή καπετάνιου και οργανώνεται η αγιοποίησή του), και κέντρο του τη Μικρόπολη (οικισμό του νομού Δράμας). Ενίοτε ο συγγραφέας μας πηγαίνει ακόμα πιο πίσω, στους Βαλκανικούς Πολέμους ή στους διωγμούς των Ελλήνων του Πόντου. Κι όμως το Άκυρο αύριο δεν είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά ένα πολιτικό μυθιστόρημα κι ένα μυθιστόρημα για την ιστορία, για την κατασκευή της μνήμης, για τις περίπλοκες διαδρομές ανθρώπων και ιδεών, για τον τρόπο που το παρόν κουβαλά ανεξίτηλα τα αιματοβαμμένα ίχνη του παρελθόντος και συχνά ορίζεται από αυτά.
Στη Μικρόπολη, ο βίος και η πολιτεία του Πρόδρομου Αρσλάνογλου ή Αρσλάν Αγά σφραγίζει τη ζωή της πόλης για πολλά χρόνια μετά τη μυστηριώδη εξαφάνισή του, και ο ακροδεξιός και βίαιος καπετάνιος, που για 37 χρόνια θα διοικήσει ως δήμαρχος την πόλη, που θα διατηρήσει άριστες σχέσεις όχι μόνο με τη δεξιά παράταξη αλλά και με τη δικτατορία, για να εξαφανιστεί το 1982, όταν πια το βάναυσο προφίλ του δεν θα συνάδει με τη νέα εποχή, θα επανέλθει στις αρχές του 21ου αιώνα ήρωας και πρότυπο μιας σκοτεινής νεοναζιστικής οργάνωσης, της «Σπαρτιατικής Λάβρυος», την ίδια στιγμή που η εκκλησία, το 2006, θα προχωρήσει στην αγιοποίησή του, αναγνωρίζοντας θαυματουργές ιδιότητες στο λείψανό του. Ο Χαρπαντίδης αντλεί υλικό από πραγματικά περιστατικά της γενέτειράς του και μεταπλάθει σε μυθιστορηματικούς ήρωες ιστορικά πρόσωπα που έδρασαν στην περιοχή. Έτσι, το πρότυπο για τον Αρσλάν Πασά είναι ο Αντών Τσαούς, επίσης Μπαφραλής, τουρκόφωνος του Πόντου δηλαδή, εθνικιστής καπετάνιος που πολέμησε εναντίον των Βούλγαρων και των Γερμανών, και στη συνέχεια εναντίον των ΕΑΜιτών και εν γένει των κομμουνιστών. Εξίσου ισχυρή είναι και η σύνδεσή του με τον τόπο, με τη γη και τα τοπία της Μακεδονίας. Η φύση, τα μακεδονικά βουνά, η ασφυκτική ατμόσφαιρα της μικρής επαρχιακής πόλης, τα μοναστήρια και η μάλλον αποτυχημένη προσπάθεια τουριστικής ανάπτυξης στην περιοχή περιγράφονται απολύτως ρεαλιστικά, χωρίς ωστόσο να χάνουν και μια συμβολική, ποιητική διάσταση.
Δύο κεντρικές συγκρούσεις
Το Άκυρο αύριο παρουσιάζεται ως μυθιστόρημα εντός του μυθιστορήματος, γραμμένο από την Αθηνά Παγκρατίδη, συγγραφέα ροζ μυθιστορημάτων, κόρη του πρωτοπαλίκαρου του Αρσλάνογλου, τον οποίο εκείνη θεωρεί ηθικό αυτουργό της αυτοκτονίας του πατέρα της. Για τη δικαίωση του πατέρα-προτύπου αποφασίζει να διερευνήσει την ιστορία του Αρσλάν Αγά, κάνοντας μια πραγματική στροφή στην καριέρα της. Με κεντρικές μορφές αυτούς τους δύο, δημιουργούνται δύο κόσμοι, ένας ανδρικός κι ένας γυναικείος, που διαρκώς αντιπαρατίθενται μέσα στο μυθιστόρημα. Ο κόσμος των γυναικών –είτε αντιτίθεται φανερά, είτε επιβιώνει λάθρα εντός του βάναυσου κόσμου των ανδρών– αποτελεί μες στην αφήγηση διαρκώς τον αντίποδα και την εναλλακτική του. Στη δεύτερη σύγκρουση του μυθιστορήματος, αυτή του παρελθόντος με το παρόν, της παλιάς βίαιης κοινωνίας με μια πιο εκσυγχρονιστική, μοντέρνα εκδοχή της, το παρόν ηττάται κατά κράτος, παραμένοντας δέσμιο όλων των πληγών του παρελθόντος, της βίας, της αρχαιολατρείας, της θρησκοληψίας, της μικροπολιτικής υστεροβουλίας. Το μόνο που καταφέρνει το παρόν είναι συχνά να υπονομεύει το παρελθόν στα πλέον κρίσιμα ταυτοτικά στοιχεία του.
Για παράδειγμα, ο κύκλος της βίας, που αποτελεί τον πυρήνα του μυθιστορήματος του Χαρπαντίδη, έχει στον πυρήνα του το αίμα και την καθαρότητα της φυλής, οδηγό της δράσης του Αρσλάνογλου, αλλά και της νεοναζιστικής «Σπαρτιατικής Λάβρεως», που οργανώνει επιθέσεις εναντίον των μεταναστών, αλλά και τρομοκρατικές ενέργειες ενάντια στα σχέδια τουριστικής ανάπτυξης της περιοχής. Όμως ο συγγραφέας θα υπονομεύσει αυτή την «καθαρότητα» προικίζοντας τον ήρωά του με ένα αυτοάνοσο που προδίδει το «μολυσμένο» από τούρκικη επιμειξία αίμα του, ενώ θα βάλει την Παγκρατίδη να διεκδικεί σε ένα παραλήρημα μεγαλείου την καταγωγή της από την Άννα Κομνηνή.
Μια άλλη ανάγνωση της ιστορίας
Ο τρόπος που το παρελθόν συνδέεται με το παρόν στο Άκυρο αύριο υπερβαίνει την πρώτη ανάγνωση, αυτή που θα αφορούσε μια εξήγηση της σημερινής ακροδεξιάς βασισμένη στο ιστορικό παρελθόν της, παρόλο που κι αυτή αποτελεί κεντρική θεματική του βιβλίου. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το ενδιαφέρον των πεζογράφων μας για την ιστορία της ακροδεξιάς στην Ελλάδα και η προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν μέσω του παρελθόντος τη σημερινή επανεμφάνιση της μέσα από τη Χρυσή Αυγή. (Παράξενη σύμπτωση, η λάβρυς που συναντάμε στο όνομα της νεοναζιστικής οργάνωσης στο Άκυρο αύριο είναι μια άλλη λέξη για τον «πέλεκυ», που δίνει το όνομα της στην αντίστοιχη οργάνωση των «Τυφλών» του Νίκου Μάντη, ενός εντελώς διαφορετικού μυθιστορήματος, που ωστόσο εξετάζει κι αυτό την ιστορία της ελληνικής ακροδεξιάς). Ωστόσο, αυτό που επιχειρεί ο Χαρπαντίδης είναι μια άλλη ανάγνωση της ιστορίας και των κατασκευών της· ο Αρσλάν Αγάς, παραδειγματική ενσάρκωση του Κακού στο μυθιστόρημα, κατασκευάζεται ταυτοχρόνως από την πολιτεία αρχικά και στη συνέχεια από την Εκκλησία ως ήρωας και άγιος. Η δράση του στο παρελθόν θα μπορούσε να θεωρηθεί τυπική ενός εθνικού ήρωα, που πολέμησε Βούλγαρους και Γερμανούς, που έκανε ό,τι μπορούσε για να μην ξεριζωθούν οι ελληνικοί πληθυσμοί από τον τόπο τους. Μόνο που όλα αυτά φέρουν τη σφραγίδα μιας δίχως όρια βίας κι ενός βάναυσου κόσμου ρώμης, πολεμικής αρετής, μηδενικής ανοχής όχι μόνο απέναντι στον οποιοδήποτε εχθρό, αλλά και σε κάθε ξένο, σε κάθε διαφορετικό. Το επεισόδιο με τον ομοφυλόφιλο αντάρτη της ομάδας του προκαλεί αντανακλάσεις στην εξέλιξη της ιστορίας, με αποκορύφωμα την γκροτέσκα ομοφυλοφιλική προσέγγιση που θα δεχτεί ο μακρινός συγγενής του Σίμος, μέλος της «Σπαρτιατικής Λάβρυος», όταν θα βρεθεί στην Αθήνα για το συνέδριο του νεοναζιστικού κόμματος, με δράστη τον τομεάρχη του. Η ιδέα της αρρενωπότητας και της ανδρικής ρώμης διατρέχει το μυθιστόρημα και υπονομεύεται επίσης διαρκώς, από τις μοιχαλίδες γυναίκες και τα νόθα παιδιά μέχρι την αναφορά στον κατάλογο των ευεργετών και των διάσημων προσκυνητών του αγίου πλέον Αρσλάνογλου («Όλοι είχαν προβλήματα με τον γάμο τους, κυρίως με τις γυναίκες τους», θα επισημάνει ο συγγραφέας).
Πειστικοί και ιδιαίτεροι χαρακτήρες
Σ’ αυτό το καλοπλεγμένο δίχτυ ιστορίας και γεωγραφίας, ο Χαρπαντίδης δείχνει την ικανότητά του να φτιάχνει πειστικούς και ιδιαίτερους χαρακτήρες, που υπηρετούν το συγγραφικό του σχέδιο και συνάμα εμπλουτίζουν τον κόσμο του. Ευνουχισμένοι και καταπιεσμένοι γιοι, γυναίκες που διαφεύγουν από την ασφυκτική ζωή τους μοιχεύοντας, η ανέραστη ηγουμένη που θα επιτύχει την αγιοποίηση του Αρσλάνογλου κάνοντας θαύματα με το λείψανό του και ικανοποιώντας έτσι έναν ματαιωμένο έρωτα, ο «διεθνής» ζωγράφος που μέσα από την αγάπη του για την «ειδυλλιακή» φύση συνδέεται με τα ιδεώδη της νεοναζιστικής οργάνωσης, πολιτικά πρόσωπα που κινούνται υστερόβουλα και πάντα με γνώμονα το εκάστοτε συμφέρον τους, δημιουργούν μεταξύ τους σχέσεις που υποστηρίζονται με ψυχαναλυτικές νύξεις και σφίγγουν τα δεσμά που κρατούν τους ήρωες του μυθιστορήματος αιχμάλωτους της Ιστορίας και των συνθηκών.
Το μυθιστόρημα κλείνει με μια ζοφερή σκηνή, την εκταφή των οστών των Γερμανών στρατιωτών που έπεσαν και θάφτηκαν στην περιοχή. Κι αν η σκηνή έχει ένα απολύτως ανθρώπινο υπόβαθρο, οι νεκροί θα αναγνωριστούν και θα ταφούν σε επώνυμους πλέον τάφους, η παρουσία των μαυροντυμένων μελών της «Σπαρτιατικής λάβρυος» που σιωπηλά αποδίδουν τιμές την μετατρέπει κυριολεκτικά σε εφιάλτη.
Έφη Γιαννοπούλου
Πηγή: Η Εποχή