Εκτός από την αντιπαράθεση στο Ντοκλάμ, ένταση σημειώθηκε στις 15 Αυγούστου και στη συνοριακή γραμμή κοντά στη λίμνη Πανγκόνγκ στα Ιμαλάια, στην περιοχή του Λαντάκ, με τους στρατιώτες των δύο πλευρών να έρχονται στα χέρια και να πετούν πέτρες, όπως αποτυπώθηκε και σε βίντεο.
Όμοια με το Ντοκλάμ έτσι και εδώ είναι μακρόχρονη η διένεξη ως προς τη χάραξη των συνόρων, ενώ η περιοχή υπήρξε και θέατρο στρατιωτικών συγκρούσεων στον σινο-ινδικό πόλεμο του 1962.
Παρότι και δύο πλευρές εξέφρασαν λύπη για το συγκεκριμένο περιστατικό, εντούτοις (και είναι αυτό χαρακτηριστικό μιας κλιμακούμενης έντασης) το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών κάλεσε την Ινδία να σεβαστεί τα συμπεφωνημένα για την διατήρηση της σταθερότητας στις συνοριακές ζώνες.
Η ένταση στο Ντοκλάμ αφορά την αντίθεση της Ινδίας στα κινεζικά σχέδια για κατασκευή δρόμων σε διαφιλονικούμενο έδαφος, που διεκδικείται από το βασίλειο του Μπουτάν, με τη συνηγορία και της Ινδίας. Η επέκταση του κινεζικού οδικού δικτύου ερμηνεύεται συνεπώς ως στρατηγική επιθετική κίνηση για τον έλεγχο της περιοχής και τη δυνατότητα επέμβασης. Το αποτέλεσμα είναι μερικές εκατοντάδες στρατιωτών εκατέρωθεν να βρίσκονται σε διαρκή πολεμική ετοιμότητα σε πολύ μικρή απόσταση μεταξύ τους. Παρότι στο αμιγώς στρατιωτικό επίπεδο δεν έχει υπάρξει ιδιαίτερη κλιμάκωση (λ.χ. δεν έχει υπάρξει μετακίνηση του ινδικού πυροβολικού), κινεζικές πηγές υπογραμμίζουν την επιτάχυνση της κατασκευής του οδικού δικτύου από την ινδική πλευρά – κίνηση που παραπέμπει σε μελλοντική ετοιμότητα για τη μετακίνηση μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων.
Οι ινδικές ένοπλες δυνάμεις διατρανώνουν την ετοιμότητά τους για πόλεμο, όμως οι καθαρά στρατιωτικοί συσχετισμοί σαφώς ευνοούν την κινεζική πλευρά, λόγω της υπεροπλίας της, ως αποτέλεσμα και του εκτεταμένου εκσυγχρονισμού του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού. Η Ινδία, παρά την αύξηση των αμυντικών δαπανών της δύσκολα θα μπορούσε να αντέξει μια πολεμική αντιπαράθεση, ενώ αντιμετωπίζει προβλήματα, όπως έλλειψη μεγάλων πυραυλικών συστημάτων, γερασμένο στόλο αεροσκαφών και μικρά αποθέματα πυρομαχικών, όπως ανέφερε και επίσημη έκθεση που συζητήθηκε στο ινδικό κοινοβούλιο τον περασμένο μήνα.
Ωστόσο, δεν μπορεί να εφησυχάζει κανείς ως προς την πιθανότητα μιας ένοπλης σύγκρουσης ανάμεσα στους δύο δημογραφικούς κολοσσούς του πλανήτη, που συν τοις άλλοις αποτελούν πυρηνικές δυνάμεις.
Προς το παρόν, η αντιπαράθεση διεξάγεται στο πολιτικό επίπεδο. Άλλωστε, έχει γίνει σαφές ότι η ένταση στα Ιμαλάια δεν είναι άσχετη με τις ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή. Η οικονομική και πολιτική ανάδυση της Κίνας (είτε με τον “νέο δρόμο του μεταξιού” είτε με τη διεκδίκηση αποφασιστικότερου ρόλου στην Νότια Σινική Θάλασσα ή την Κορεατική χερσόνησο) διασταυρώνεται με την τρέχουσα αμερικανική επιθετικότητα και μεταφράζεται σε συσπειρώσεις και αντισυσπειρώσεις στην ευρύτερη περιοχή. Έτσι, οι ΗΠΑ να προσπαθούν να αναβαθμίσουν τις σχέσεις τους με την Ινδία και εξαγγέλλουν την κλιμάκωση της παρουσίας τους στο Αφγανιστάν, ενώ η Κίνα προσεγγίζει το Πακιστάν για τη δημιουργία ενός φιλόδοξου οικονομικού “διαδρόμου”, βαθαίνει τη σύμπραξή της με τη Ρωσία και αναλαμβάνει ρητορικά τον ρόλο του εγγυητή της “συμπεριληπτικής παγκοσμιοποίησης” έναντι του “αμερικανικού προστατευτισμού”.
Από αυτή την άποψη, είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η Ιαπωνία αποτελεί τη μόνη μεγάλη δύναμη που μέχρις στιγμής έχει πάρει θέση στην σινο-ινδική αντιπαράθεση. Σε συνέντευξή του ο πρεσβευτής της Ιαπωνίας στην Ινδία Kenji Hiramatsu τάχθηκε σαφώς υπέρ των ινδικών θέσεων, υποστηρίζοντας ότι η ιαπωνική κυβέρνηση κατανοεί γιατί τοι Δελχί αποφάσισε να εμπλακεί στην αντιπαράθεση. Η Ιαπωνία σε μεγάλο βαθμό ευθυγραμμίζεται με την αμερικανική πολιτική στην κορεατική κρίση και γενικώς, ανταγωνίζεται την Κίνα στην Ανατολική Σινική Θάλασσα, επιχειρεί την επαναστρατιωτικοποίησή της, εγκαταλείποντας το μεταπολεμικό πασιφιστικό της Σύνταγμα, ενώ διεκδικεί και αυξημένη οικονομική παρουσία στην Ινδία, την οποία πρόκειτια να επισκεφθεί ο Ιάπωνας πρωθυπουργόις Shinzo Abe τον Σεπτέμβριο.
Τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης επιμένουν ότι η Ιαπωνία δύσκολα μπορεί να υποκαταστήσει το ρόλο της Κίνας στην ινδική οικονομία. Από τη μια, γιατί οι όποιες επενδύσεις θα προσκρούσουν στα προβλήματα του ινδικού προστατευτισμού και της έλλειψης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και από την άλλη, διότι η Κίνα δύναται να τροφοδοτεί το λιανεμπόριο της Ινδίας με προϊόντα πολύ φτηνότερα των ιαπωνικών και άρα περισσότερο προσαρμοσμένα στην αγοραστική δύναμη των Ινδών καταναλωτών. Για αυτό άλλωστε και οι σινο-ινδικές εμπορικές συναλλαγές είναι πέντε φορές μεγαλύτερες από τις ιαπωνο-ινδικές.
Ο υπουργός Εσωτερικών της Ινδίας Rajnath Singh εξέφρασε την περασμένη Δευτέρα την αισιοδοξία του ότι σύντομα θα λυθεί η εμπλοκή με το Ντοκλάμ, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι η Ινδία δεν θα διστάσει να υπερασπιστεί τα σύνορά της εάν χρειαστεί. Τα επίσημα κινεζικά μέσα ενημέρωσης, πάλι, δεν παραλείπουν να τονίσουν το τελευταίο διάστημα την εθνικιστική ρητορική της κυβέρνησης Modi αλλά και την προσπάθεια διεύρυνσης της ινδικής επιρροής σε χώρες όπως το Μπουτάν. Προειδοποιούν δε την Ινδία να μην παρασυρθεί από τον εθνικισμό σε μια στρατηγική αντιπαράθεση με την Κίνα την οποία δεν μπορέσει να ελέγξει.
Σε αυτό το φόντο, έχει ενδιαφέρον η πρόσφατη εκτεταμένη αναδιάρθρωση όλων των διοικήσεων των 13 στρατιών του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, με αποτέλεσμα να μην παραμείνει στην προηγούμενη θέση του ούτε ένας διοικητής. Παρότι η κίνηση σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την απόκτηση μεγαλύτερου ελέγχου στις κινεζικές ένοπλες δυνάμεις από τον Κινέζο ηγέτη Xi Jinping ενόψει και του 19ου Συνεδρίου του ΚΚΚ το Νοέμβριο και την αποφυγή φατριαστικών πρακτικών, είναι προφανής και η προσπάθεια της κινεζικής ηγεσίας για αναβάθμιση με στενότερο πολιτικό έλεγχο της ικανότητας ένοπλης απάντησης.
Κώστας Ράπτης