Macro

Διδάγματα αμερικανικής ιστορίας

Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είναι από τη σύστασή τους ένα κράτος με βαθιές και ιστορικές διαιρέσεις. Απότοκο της ίδιας του τής δημιουργίας και της πολυφυλετικότητας που το χαρακτήρισε και το χαρακτηρίζει στα σχεδόν 250 χρόνια ύπαρξής του.

Υπάρχουν πολλά να αναζητηθούν πίσω από δύο υπεραπλουστεύσεις για το τι είναι τελικά οι Ηνωμένες Πολιτείας της Αμερικής. Η μία ότι οι ΗΠΑ είναι το σύμβολο και η απόδειξη για την απόλυτη υπεροχή του καπιταλισμού, ο οποίος συνιστά μονόδρομο για την ανθρωπότητα και τις κοινωνίες. Η άλλη ότι οι ΗΠΑ ήταν, είναι και θα είναι εσαεί μια ιμπεριαλιστική υπερδύναμη στην οποία οι πολιτικές συγκρούσεις είναι αμελητέες και εντελώς ακίνδυνες για το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο που κυριαρχεί στη χώρα και συνεπαγόμενα, στον πλανήτη.

Αυτά τα σχήματα λίγο μας βοηθούν στο να κατανοήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ, με αποκορύφωμα την εποχή Τραμπ. Στην πραγματικότητα συσκοτίζουν την πολιτική και κοινωνική σύγκρουση που βρίσκεται σε εξέλιξη, υποβαθμίζουν τους λόγους και τις βαθύτερες αιτίες πίσω από γεγονότα όπως οι φυλετικές συγκρούσεις στο Φέργκιουσον και τη Βαλτιμόρη, η εκλογή Τραμπ, η αύξηση της επιθετικότητας της Kου Κλουξ Κλαν και των άλλων νεοφασιστικών ομάδων και τέλος το πρόσφατο μακελειό στο Σάρλοτσβιλ της Βιρτζίνια.

Still spell Amerikkka with the triple K;*

Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι χρειαζόμαστε την ιστορία για να βρούμε τις απαντήσεις πίσω από τον βαθύτατο φυλετικό διαχωρισμό στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας. Η ανωτερότητα της λευκής φυλής δεν υπήρξε απλά μια άποψη στο πολιτικό φάσμα των ΗΠΑ. Υπήρξε ως θεσμική αρχή, εγγεγραμμένη στις αποφάσεις των Πολιτειακών Οργάνων τόσο στον Νότο όσο όμως και στον Βορρά πριν από τον Εμφύλιο το 1861, ενώ η δουλεία αποτελούσε κομμάτι του πρώτου Συντάγματος των ΗΠΑ από το 1776. Όταν ο υπόλοιπος πλανήτης βίωνε την άνοδο και τη φρίκη του ναζισμού, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, η εκμετάλλευση, οι διώξεις, οι διακρίσεις κατά των μαύρων ήταν ο κανόνας, για ήδη σχεδόν 150 χρόνια.

Ο άνθρωπος που αποπειράθηκε να αλλάξει τον ρου της ιστορίας ήταν ο Πρόεδρος Λίνκολν. Πήγε μέχρις εσχάτων τη σύγκρουση με τους δουλοκτήτες του Νότου, γεγονός που οδήγησε στον Εμφύλιο Πόλεμο που διήρκεσε τέσσερα ολόκληρα χρόνια, μέχρι την ήττα των Νοτίων και τη συνταγματική κατάργηση της δουλείας.

Η πορεία των πραγμάτων όμως μέχρι και εκατό χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου ήταν γεμάτη διακρίσεις, φυλετικό μίσος και διώξεις απέναντι στη μαύρη κοινότητα. Μια περίοδος που οριοθετείται από τις δολοφονίες δύο συμβόλων του αγώνα για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων. Η πρώτη, η δολοφονία του Λίνκολν το 1865, στέρησε τη δυναμική της νίκης του Εμφυλίου καθώς, με εξαίρεση την περίοδο της Ανοικοδόμησης από το 1867 ώς το 1877, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση των ΗΠΑ φάνηκε είτε ανήμπορη είτε απρόθυμη να βάλει φρένο στον εγγενή ρατσισμό των ηγετών του Νότου.

Η δεύτερη δολοφονία, αυτή του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, το 1968, έκλεισε με τραγικό τρόπο μια περίοδο συγκρούσεων και αγώνων που κράτησαν πάνω από μια δεκαετία, ξεκινώντας συμβολικά από το 1955 και το Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, καταλήγοντας σε δύο εμβληματικά νομοθετήματα που εξασφάλιζαν την ισονομία για κάθε πολίτη ανεξαρτήτως χρώματος και καταγωγής: Το Civil Rights Act του 1964 και το Voting Rights Act του 1965.

Η ανάλυση αυτής της μετεμφυλιακής εκατονταετίας των ΗΠΑ έχει ταυτιστεί με τις αναφορές στους δύο παγκοσμίους πολέμους και τον σημαντικό ρόλο που έπαιξαν οι ΗΠΑ σε αυτούς, την κρίση του ’29 και τα σημαντικά επιτεύγματα της περιόδου Ρούσβελτ αλλά και την αυγή του ψυχρού πολέμου. Την περίοδο αυτή που οι ΗΠΑ κατορθώνουν να γίνουν ο κυρίαρχος παίχτης στον μεταπολεμικό κόσμο, στο εσωτερικό της υπάρχει έντονο το στοιχείο του συστημικού ρατσισμού.

Ήδη από το 1896, το Ανώτατο Δικαστήριο θεσμοποιεί τον διαχωρισμό λευκών και «έγχρωμων» στους χώρους εργασίας, στα εστιατόρια, τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, στις βιβλιοθήκες, στα νοσοκομεία, ακόμα και στα σχολεία. Το δόγμα “separate but equal” (χωριστά αλλά ίσοι), που εγγράφηκε για πρώτη φορά στην απόφαση εκείνη, χρειάστηκε 60 χρόνια για να αναιρεθεί, το 1964.

Σε όλη αυτή την περίοδο, οι Αφροαμερικανοί πολίτες του Νότου ζουν σε καθεστώς απαρτχάιντ. Άνθρωποι που ακόμα και αν κατά 1/8 είχαν αφροαμερικανική καταγωγή, βρέθηκαν κατηγορούμενοι, διώχθηκαν ή φυλακίστηκαν γιατί κάθισαν στη «λάθος» θέση στο τρένο. Ακόμα πιο αυστηρές ποινές αντιμετώπιζαν τα διαφυλετικά ζευγάρια που αναγκάζονταν να ζουν στα κρυφά υπό την απειλή σκληρών κυρώσεων. Την ίδια περίοδο, ακόμα και ομάδες του ΝΒΑ ή των κολεγίων, που αποτελούνταν ως επί το πλείστον από Αφροαμερικανούς αθλητές, δεν γίνονταν καν δεκτές σε ξενοδοχεία ή εστιατόρια με βάση τον νόμο σε συγκεκριμένες πολιτείες του Νότου, όπως η Βόρεια Καρολίνα ή η Λουιζιάνα.

Αυτή η χώρα λοιπόν, που μέχρι μισό αιώνα, στο ένα τρίτο της έκτασής της ίσχυαν οι διά του νόμου φυλετικές διακρίσεις, είναι προφανές ότι πολύ δύσκολα μπορεί να ξεμπερδεύει με το ρατσιστικό δηλητήριο. Μπορεί οι πρόσφατες δεκαετίες της οικονομικής ευημερίας να έκρυψαν αυτή την πτυχή των ΗΠΑ, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, την ίδια περίοδο, έγινε καθεστώς η γκετοποίηση ολόκληρων περιοχών στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ τα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα είχαν ως αποτέλεσμα την περιθωριοποίηση ενός μεγάλου κομματιού της μαύρης νεολαίας. Και φυσικά η κρίση του 2007 έφερε στο προσκήνιο με εμφατικό τρόπο τις αντιθέσεις.

Η υπόθεση Τραμπ

Η εκλογή Ομπάμα έδωσε μια τεράστια ανάσα και ώθηση στη μάχη ενάντια στις διακρίσεις. Αποδείχθηκε όμως ότι όσο σημαντική είναι η φυλετική πτυχή, είναι και η ταξική. Εκτός από ορισμένες εμβληματικές παρεμβάσεις, όπως στον τομέα της περίθαλψης και την καταπολέμηση της ανεργίας, η αδυναμία ρήξης με το επιχειρηματικό, τραπεζικό και πολιτικό κατεστημένο -που έχει δύναμη και στα δύο κόμματα-, και που ευθύνεται για τα αδιέξοδα σημαντικού μέρους της αμερικανικής κοινωνίας, έδωσε χώρο στους ακροδεξιούς σκελετούς του παρελθόντος να βγουν από τις ντουλάπες.

Η υποψηφιότητα Τραμπ και το μήνυμα που αυτή εξέπεμπε συνένωσε ξανά όλες τις μισαλλόδοξες και ρατσιστικές φωνές. Περιθωριακά media έγιναν ξαφνικά η φωνή της αντίστασης. Το Breitbart του μετέπειτα chief strategist του Τραμπ, Στηβ Μπάνον, οι παράφρονες συνωμοσιολόγοι του Διαδικτύου με αρχηγό τον Άλεξ Τζόουνς του Infowars και φυσικά τα διάφορα φόρουμ που ελέγχει η Κου Κλούξ Κλαν. Η νίκη του Tραμπ αποθράσυνε αυτές τις φωνές.

Το πρώτο επτάμηνο της θητείας Τραμπ διέλυσε δύο μύθους. Ο ένας ήταν ότι θα συμπεριφερθεί στα συνηθισμένα πλαίσια του Προέδρου των ΗΠΑ. Ο δεύτερος ήταν ότι θα προκαλέσει πανικό στις ελίτ και το κατεστημένο που έχουν δημιουργήσει Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί. Αυτό που τελικά ισχύει είναι μια τρίτη επιλογή. Ο Τραμπ λειτουργεί ταυτόχρονα ως το σημείο αναφοράς του ακροδεξιού και ρατσιστικού στρατοπέδου αλλά και ως προστάτης των ελίτ.

Απόδειξη αυτού του επικίνδυνου διττού ρόλου που έχει είναι τα γεγονότα της προηγούμενης εβδομάδας. Μετά το δολοφονικό χτύπημα στο Σάρλοτσβιλ, o Τραμπ, στην τρίτη του δήλωση, εξίσωσε τους νεοναζί δολοφόνους με τους αντιφασίστες διαδηλωτές. Λίγες ώρες μετά, ανακοινώθηκε το νέο φορολογικό νομοσχέδιο που προβλέπει φοροαπαλλαγές 7,8 τρισ. δολαρίων και μείωση κατά 20 μονάδες του φορολογικού συντελεστή, για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Συνδυαστικά με ένα σχέδιο περικοπών στις κοινωνικές δαπάνες, εκ των οποίων 2,1 τρισ. για την υγειονομική περίθαλψη, την πρόνοια και τη στεγαστική πολιτική.

Η άλλη Αμερική

Είναι σαφές ότι αυτό που συμβολίζει η περίοδος Τραμπ εκφεύγει κατά πολύ της περσόνας του ίδιου. Η ουσία δεν βρίσκεται ούτε στις γκάφες, ούτε στους βυζαντινισμούς του επιτελείου του στον Λευκό Οίκο, ούτε στα προκλητικά του tweets. Στις ΗΠΑ συντελείται μια απόπειρα παλινόρθωσης ενός αναχρονιστικού, ρατσιστικού, μισαλλόδοξου πολιτικού στρατοπέδου που απειλεί τόσο την κοινωνική πλειοψηφία της χώρας όσο και την ειρήνη και τη σταθερότητα στον πλανήτη.

Μέσα σε αυτή τη ζοφερή κατάσταση, το ενθαρρυντικό είναι ότι υπάρχει αντίπαλο δέος. Ετερόκλητο, πολυσυλλεκτικό, ασυντόνιστο πολλές φορές, όμως απολύτως υπαρκτό. Τόσο σε επίπεδο κινήματος, όπου η σπορά του Occupy, των φοιτητικών αγώνων, του Black Lives Matter αλλά και το ριζοσπαστικό κύμα πολιτών που στρατεύθηκε με την καμπάνια του Μπέρνι Σάντερς. Όσο όμως και στο επίπεδο του δημόσιου λόγου, με πανεπιστημιακούς, καλλιτέχνες, αθλητές, δημοσιογράφους, συγγραφείς και κάθε λογής στοιχειωδώς προοδευτικό άνθρωπο που έχει βήμα και η δημόσια τοποθέτησή του προσθέτει στον αγώνα ενάντια στην ακροδεξιά λαίλαπα. Αυτοί που συνεχίζουν να διολισθαίνουν στην ανυποληψία είναι τα ηγετικά στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος που μένουν να σχολιάζουν την ανικανότητα ή τις γκάφες του Τραμπ και αδυνατούν να κατανοήσουν ότι είναι και αυτοί μέρος του προβλήματος.

Το 2018 είναι εκλογική χρονιά για τις ΗΠΑ. Τον Νοέμβριο, θα διεξαχθούν οι εκλογές για τη Βουλή των Αντιπροσώπων, για το 1/3 του Κογκρέσου, ενώ υπάρχουν και εκλογές σε ορισμένες πολιτείες για την ανάδειξη των κυβερνητών. Εκεί θα κριθεί το κατά πόσο το προοδευτικό στρατόπεδο θα έχει τη δυνατότητα να σταθεί και σε θεσμικό επίπεδο ως ο πραγματικός αντίπαλος πόλος απέναντι στην ακροδεξιά παλινόρθωση. Με δεδομένη την απροθυμία των Δημοκρατικών να αλλάξουν έστω και κατ’ ελάχιστο την καταστροφική τους γραμμή, που διευκόλυνε την επικράτηση Τραμπ, τα πράγματα μοιάζουν δύσκολα.

Υπάρχει όμως πλέον η εμπειρία της εκλογικής μάχης υπό τον Σάντερς, από τον κόσμο που οραματίζεται μια Αμερική της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Το σημαντικότερο όμως όλων είναι ότι διευρύνεται διαρκώς διαθεσιμότητα από πλειοψηφικά ρεύματα στην αμερικανική κοινωνία, να ενισχυθεί ο ριζοσπαστικός και προοδευτικός πόλος που θα βάλει φραγμό στους βρυκόλακες του ρατσισμού και του μίσους που απειλούν τις κοινότητες και τη χώρα τους.

* Στίχος των Run The Jewels

Δημήτρης Καραμάνης

Πηγή: Η Αυγή