“Κάποιοι αποσιωπούν ότι το ναζιστικό κόμμα της Γερμανίας ήταν εθνικοσοσιαλιστικό και συνεπώς αριστερής προέλευσης”. Τάδε έφη Μαριέτα Γιαννάκου, πρώην Υπουργός Παιδείας. Οποιοσδήποτε μορφωμένος δεξιός μπορεί να την πληροφορήσει γιατί “κάποιοι αποσιωπούν” αυτό που η ίδια πιστεύει. Γιατί απλούστατα δεν ισχύει. Όλοι οι ιστορικοί και οι ιστορικά ενήμεροι πολίτες γνωρίζουν ότι οι εθνικοσοσιαλιστές ήταν αντιαριστεροί, δημιουργήθηκαν για να πολεμήσουν την άνοδο της Αριστεράς στη Γερμανία, την πολέμησαν λυσσαλέα και χρηματοδοτήθηκαν από μεγάλους κεφαλαιοκράτες για να το κάνουν αυτό. Πολλοί/ές επίσης γνωρίζουν ότι σε μία χωρα όπως η Γερμανία, όπου η εργατική τάξη ήταν η πλειοψηφούσα τάξη της κοινωνίας, και σε μια εποχή όπου η σοσιαλιστική ιδέα ακόμα κέρδιζε έδαφος δεν ήταν νοητό να διεκδικήσει κανείς πλειοψηφική απήχηση χωρίς αναφορά σε αυτό που έτεινε να γίνει συνώνυμο των λαϊκών επιδιώξεων: το σοσιαλισμό. Ενώ λοιπόν ο σοσιαλισμός εντασσόταν όλο και πιο ηγεμονικά στη ρητορική της εποχής, η επιλογή του “εθνικοσοσιαλισμού” αντί του “σοσιαλισμού” εκ μέρους του Χίτλερ και των ομοίων του εξυπηρετούσε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που καταλαβαίνει η Μ. Γιαννάκου: τη διαφοροποίηση από τους εχθρούς κομμουνιστές, τη διαφοροποίηση δηλαδή της εθνικιστικής τους ατζέντας από την αντίστοιχη διεθνιστική και ταξική των κομμουνιστών. Όλα αυτά φαίνεται να τα αγνοεί η πρώην υπουργός Παιδείας. Σε αυτή την περίπτωση, το γεγονός ότι ένα τόσο αστοιχείωτο άτομο διετέλεσε υπουργός Παιδείας θα πρέπει να προβληματίσει τη ΝΔ που τη διόρισε.
Βέβαια μπορεί να συμβαίνει και κάτι άλλο, διόλου απίθανο και αυτό. Από τη στιγμή που τα φιλικά της ΜΜΕ δεν μπορούν πλέον να της εξασφαλίσουν το μονοπώλιο του λόγου, ο νεοφιλελευθερισμός είναι πλέον επάρατος όσο και η ιστορική Δεξιά, η ακροδεξιά ρητορική ενεργοποιεί τα δημοκρατικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας και ο εναγκαλισμός με τον θρησκευτικό σκοταδισμό και τον εθνικισμό ακυρώνει το εκσυγχρονιστικό, φιλελεύθερο και φιλοευρωπαϊκό προφίλ της, τα στελέχη της ΝΔ αδυνατούν να βρουν στέρεο ιδεολογικό έδαφος για να αντιπαρατεθούν με την κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να κάνουν αντιπολίτευση με έναν και μόνο γνώμονα: να συνδέσουν την κυβέρνηση με οτιδήποτε είναι πανθομολογουμένως κακό (το σταλινισμό, το ναζισμό, τον αυταρχισμό, τη διαφθορά, τα ανθελληνικά σχέδια για έξοδο από το ευρώ, την ιδεοληψία κλπ.). Η ευκολία με την οποία διαδίδουν fake news, εγκαταλείπουν την αστική τους ευγένεια στο κοινοβούλιο, αμολάνε κοτσάνες σαν αυτή της Μ. Γιαννάκου, δείχνουν ανοχή σε Μπογδάνους και Πάγκαλους, κατηγορούν την κυβέρνηση για ανεπάρκεια σε ζητήματα που “δεν τους παίρνει” (πυρκαγιές, ανεργία, σκάνδαλα κλπ.), αποδεικνύει ότι λείπει μια δική τους ευρύχωρη ιδεολογική δεξαμενή απο την οποία θα μπορούσαν με άνεση να αντλούν έναν πειστικό δημόσιο λόγο. Σε αυτές τις συνθήκες όλα τα ζητήματα γίνονται σημαίες ευκαιρίας για μια επείγουσα, αγχώδη –και γι αυτό χοντροκομμένη και ανεπεξέργαστη– αντιπολίτευση.
Μετά τον γέρο Καραμανλή η ΝΔ δεν κέρδισε ποτέ εκλογές με τις ιδέες της. Τις κέρδιζε ελεεινολογώντας την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (του Αντρέα, του Σημίτη, του Γιώργου Παπανδρέου). Έχει ενδιαφέρον να διαβάσετε την αφήγηση του Ανδρέα Ανριανόπουλου για το πώς στα τέλη της δεκαετίας του ’70 οι βαρώνοι της ΝΔ τον άφησαν να διδάξει νεοφιλελευθερισμό στη νεολαία του κόμματος, επειδή αυτοί δεν είχαν τίποτα να τους διδάξουν. Έχει ενδιαφέρον επίσης να αναρωτηθούμε για την ευκολία με την οποία δύο στελέχη ενός μικρού ακροδεξιού κόμματος βρέθηκαν να μεσουρανούν στη ΝΔ και επί ακροδεξιού Σαμαρά και επί νεοφιλελεύθερου Κυριάκου Μητσοτάκη. Ως γνωστόν η πολιτική απεχθάνεται τα κενά. Γεωργιάδης και Βορίδης γεμίζουν με τον παθιασμένο ψυχροπολεμικό λόγο τους ένα ιδεολογικό κενό που ενδημεί στη ΝΔ. Ο Σαμαράς και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έγιναν αρχηγοί με την είσοδό τους στη ΝΔ ακριβώς γιατί κόμιζαν μια ιδεολογική πλατφόρμα (ο ένας νεοφιλελεύθερη, ο άλλος ακροδεξιά) που έλειπε από τη ΝΔ. Το ίδιο συνέβη και με τους επιγόνους τους (Κυριάκο, Γεωργιάδη-Βορίδη). Η συμμαχία αυτών των τελευταίων κυριαρχεί στη σημερινή ΝΔ γιατί η λεγόμενη καραμανλική πτέρυγα δεν μπορεί να δώσει τη μάχη των ιδεών με προσίδια μέσα. Δεν διαθέτει τίποτε άλλο παρά το brand Καραμανλής. Όμως η φθαρμένη αυτή μάρκα δεν συγκροτεί πλέον ιδεολογικό επιχείρημα, μεγαλώνοντας έτσι το ιδεολογικό κενό που εμφανίζεται κάθε φορά που η ΝΔ περνά στην αντιπολίτευση. Ελλείψει όμως ενός ακτινοβόλου και ηγεμονικού ιδεολογικού κέντρου σε ένα κόμμα που έχει δώσει την ιδεολογική παραγωγή εργολαβία σε ιδιώτες (κανάλια και δημοσκοπικές εταιρείες), τα μαργαριτάρια τύπου Γιαννάκου είναι αδύνατο να αποτραπούν. Τουναντίον, κοσμούν όλο και περισσότερο το στέμμα της βασιλικής ένδειας ενός χώρου με παραδοσιακή έχθρα στη διανόηση.
Δημήτρης Παπανικολόπουλος