Μια ακραία και εν πολλοίς τεχνητή πολιτική πόλωση επικρατεί στη χώρα μας. Κύρια σήμερα αιτία η εμμονική προσπάθεια της αντιπολίτευσης να επανέλθει γρήγορα στην εξουσία. Όμως από την επίθεσή της στην κυβέρνηση σε όλα τα δυνατά μέτωπα, εξαιρείται ένας κρίσιμος τομέας: η εξωτερική πολιτική. Εδώ όχι μόνο πόλωση δεν παρατηρείται, αλλά, πράγμα ασυνήθιστο στη σύγχρονη ιστορία μας, συχνά διαπιστώνεται και ρητή συναίνεση, ο δε αρμόδιος υπουργός αποκομίζει επαίνους.
Ευχάριστο αυτό, θα έλεγε κανείς. Ο πολιτικός κόσμος αίρεται στο ύψος των περιστάσεων και τουλάχιστον στα εξωτερικά θέματα κατορθώνει να συνεννοηθεί προς όφελος της χώρας. Δυστυχώς δεν πρόκειται περί αυτού. Η συναίνεση αυτή οφείλεται στην κατά κράτος επικράτηση ενός διακομματικού εθνικιστικού λόμπι και μιας εθνικιστικής πολιτικής που, στην ουσία αν όχι στη μορφή, θυμίζει τις προ εικοσιπενταετίας ένδοξες μέρες του Αντώνη Σαμαρά. Όπως δε τότε, ασκείται ιδεολογική τρομοκρατία σε κάθε διαφωνία, καθώς ο διαφωνών αφήνεται εκτεθειμένος σε χυδαίες επιθέσεις του υπουργού άμυνας και του κόμματός του ή και άλλων ακραίων εθνικιστών, χωρίς κανένας –στην κυβέρνηση ή αντιπολίτευση– να τολμά να τον προστατεύσει.
Όταν προ οκταετίας ξέσπασε η κρίση, υπήρξε μια σιωπηρή συμφωνία να παραμεριστούν τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Η χώρα δεν είχε την πολυτέλεια να επικεντρωθεί σε θέματα πέραν της επιβίωσής της. Πολλοί επιμένουν σ’ αυτή την άποψη και σήμερα, καθώς βέβαια δεν έχουμε βγει από το τούνελ. Δυστυχώς όμως τα θέματα εξωτερικής πολιτικής δεν συγχρονίζονται με την ατζέντα των μνημονίων. Επτά χρόνια είναι πολλά για έναν εθνικό «αυτόματο πιλότο». Εξάλλου σιγά-σιγά συνειδητοποιούμε πως δεν έχουμε αυτόματο πιλότο, αλλά το σκάφος οδηγείται στα μουλωχτά, αλλά πολύ συνειδητά, σε επικίνδυνα αδιέξοδα από ένα «βαθύ κράτος» της εξωτερικής πολιτικής.
Από τα τρία σημαντικότερα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, στο ένα, το κυπριακό, επήλθε ήδη και μάλλον αμετάκλητα μείζων ζημία, ενώ στα άλλα δύο, τα ελληνο-τουρκικά και το μακεδονικό οι οιωνοί είναι κακοί.
Κυπριακό
Όλοι, κόμματα και ΜΜΕ, επαναλαμβάνουν σε όλους τους τόνους ότι η ευθύνη για το ναυάγιο των πρόσφατων διαπραγματεύσεων για το κυπριακό βαρύνει αποκλειστικά την τουρκική πλευρά. Για όσους δεν παροικούν τα διπλωματικά άδυτα είναι βέβαια δύσκολο να γνωρίζουμε τι ακριβώς συνέβη και ποιος ευθύνεται για τι. Και η σημερινή Τουρκία του Ερντογάν κάθε άλλο παρά εμπιστοσύνη εμπνέει, τόσο γενικότερα, όσο και στη στάση της απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Όμως σιγά-σιγά έχει αρχίσει να αναδύεται μια αρκετά σαφής εικόνα.(1) Η ελληνική πλευρά φαίνεται πως αγωνίστηκε εξαρχής για να αποτύχει η λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Σ’ αυτό συγκρούστηκε αρχικά με τον Αναστασιάδη. Κάποια στιγμή όμως ο Κύπριος πρόεδρος έκανε στροφή 180ο με αποτέλεσμα Ελλάδα και Κύπρος να θέτουν από κοινού όρους που ήταν βέβαιο πως θα απέρριπτε η Τουρκία. Στο πλαίσιο αυτό δεν αξιοποιήθηκαν και κάποιες ενδείξεις διαλλακτικότητας που έρχονταν από την άλλη πλευρά.
Μήπως άραγε η παραπάνω εικόνα οφείλεται σε εσφαλμένες, βλέπε σκόπιμα διαστρεβλωμένες, πληροφορίες που μάλιστα διαρρέει ο διεθνής παράγων; Δυστυχώς η ορθότητα των πληροφοριών επιβεβαιώνεται και από άλλα στοιχεία: η δημόσια ρητορική της ελληνικής πλευράς σ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων εξέπεμπε απαισιοδοξία. Η Αθήνα έθετε με απολυτότητα δύο μαξιμαλιστικούς όρους, την άμεση αποχώρηση όλων των στρατευμάτων και την κατάργηση κάθε διεθνούς εγγύησης. Δεν άφηνε κανένα περιθώριο ευελιξίας, έτσι που κάθε συμβιβασμός θα ακούγονταν ως προδοσία. Επίσης η ελληνική πλευρά κατήγγειλε επανειλημμένα και δημόσια τον απεσταλμένο του ΟΗΕ, τον άνθρωπο δηλαδή από τον οποίο υποτίθεται περιμέναμε να διευκολύνει μια λύση. Είχε μήπως ο κ. Κοτζιάς αυταπάτες, ανάλογες με αυτές του Τσίπρα το 2015; Αυτό αποκλείεται, καθώς οι τουρκικές θέσεις ήταν και είναι απόλυτα γνωστές τοις πάσι. Η ελληνική αδιαλλαξία ένα μόνο σκοπό μπορεί να εξυπηρετούσε, το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων.
Όμως και η ενορχηστρωμένη περιρρέουσα ατμόσφαιρα συνηγορεί με την υπόθεση πως η Αθήνα δεν επιθυμούσε λύση: τα ελληνικά κανάλια, δημόσια και ιδιωτικά, μονοπωλούσαν γνωστοί τουρκοφάγοι διεθνολόγοι που ομολογούσαν ευθαρσώς ότι δεν μας συμφέρει η λύση και πως ο χρόνος είναι με το μέρος μας, χωρίς κανείς να τους αντικρούει, ενώ υπέθαλπαν ένα κλίμα μίσους κατά της γείτονος που δύσκολα συμβιβάζονταν με προσεχή λύση. Πλάι δε στον υπουργό εξωτερικών φωτογραφίζονταν σύμβουλοι γνωστοί για τις πρωτόγονα απορριπτικές τους απόψεις.
Δεν θα εξετάσω εδώ τι προκάλεσε τη στροφή Αναστασιάδη, που θυμίζει την ανάλογη στροφή Χριστόφια το 2004. Ένα είναι βέβαιο: πως η εχθρότητα της ελληνικής πλευράς δεν τον βοήθησε να επιμείνει στην αναζήτηση λύσης.
Κανείς όμως δεν επέκρινε τη στάση της κυβέρνησης. Ούτε κόμμα, ούτε πολιτικός. Ούτε ο κ. Μητσοτάκης, ούτε η κα Γεννηματά, ούτε ο κ. Θεοδωράκης, κατά τα άλλα λαλίστατοι. Ούτε και ο κ. Σημίτης ή ο κ. Παπανδρέου. Ούτε και τόσα στελέχη της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ που δημόσια είχαν στηρίξει τη λύση Ανάν. Παρεμπιπτόντως, το σχέδιο Ανάν είναι σήμερα ταμπού. Κανείς δεν τολμά καν να το αναφέρει. Λες και οι Τούρκοι θα συμφωνούσαν να το σβήσουν μονοκονδυλιά και να ξαναδιαπραγματευτούν από πιο συμφέρουσες για μας θέσεις!
Έτσι λοιπόν, για να είμαστε ρεαλιστές και αφήνοντας κατά μέρος τις διπλωματικές περικοκλάδες, λύση στο κυπριακό που θα διατηρούσε με κάποια μορφή ενιαίο κράτος ματαιώθηκε μάλλον οριστικά, με εθνική συναίνεση. Επισφραγίστηκε ο θρίαμβος του Τάσσου Παπαδόπουλου. Η Κύπρος θα μείνει διαιρεμένη, με απροσδιόριστο καθεστώς και με δεκάδες χιλιάδες τουρκικό στρατό. Και κάθε φορά που η Λευκωσία θα θέλει να ασκήσει κυριαρχικά της δικαιώματα θα πρέπει προηγουμένως να κοιτάζει αν οι παραπλέοντες ξένοι πολεμικοί στόλοι είναι διατεθειμένοι να την υπερασπιστούν. Ένας ακόμη θρίαμβος του ελληνισμού.
Ελληνοτουρκικά
Η κατάσταση στις σχέσεις με την Τουρκία είναι πιο πολύπλοκη. Η χώρα μας είναι υποχρεωμένη να σχοινοβατεί ανάμεσα στη διατήρηση σχέσεων καλής γειτονίας, από την οποία εξαρτάται η ειρήνη και η τήρηση της κρίσιμης για μας συμφωνίας για τους πρόσφυγες, και στην καταγγελία ενός αυξανόμενα αυταρχικού καθεστώτος, την αλληλεγγύη προς τα θύματά του, αλλά και την αντιμετώπιση σειράς επιθετικών δηλώσεων ή και ενεργειών της Άγκυρας για το Αιγαίο. Η ισορροπία είναι δύσκολη και σε γενικές γραμμές η κυβέρνηση χειρίζεται το θέμα με σωφροσύνη, αν και ενδεχομένως ενίοτε γίνονται λάθη προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Δυστυχώς όμως και εδώ υπάρχουν επικίνδυνες τάσεις. Καταρχάς το ναυάγιο στο κυπριακό και η στάση της Αθήνας δεν θα αφήσουν ανεπηρέαστες τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Είναι προφανές πως θα υπάρξει επιδείνωση του κλίματος, με κίνδυνο κλιμάκωσης της έντασης στις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες.
Έπειτα έχουμε τον υπουργό άμυνας και τον προπαγανδιστικό μηχανισμό που αυτός ελέγχει. Δεν περνάει σχεδόν μέρα που να μην κάνει μια αμετροεπή δήλωση, με υβριστικούς χαρακτηρισμούς κατά της γείτονος. Καλλιεργείται συνεχώς ένα πολεμικό κλίμα, με επίδειξη πολεμικών πλοίων, ελικοπτέρων και στρατιωτικών γυμνασίων. Τα ΜΜΕ προβάλλουν πιστά τα φιλμάκια και αναπαράγουν τον λόγο του υπουργείου, ενώ οι γνωστοί τουρκοφάγοι διεθνολόγοι και σχολιαστές μονοπωλούν και εδώ τα κανάλια με τις «αναλύσεις» τους, που καλύπτουν όλο το φάσμα των θεμάτων, από την μειονότητα της Θράκης, μέχρι το κουρδικό. Η λέξη «πρόκληση» χρησιμοποιείται από τα ΜΜΕ αμέτρητες φορές για να χαρακτηρίσει κάθε δήλωση ή κίνηση της Άγκυρας, από τις πιο επιθετικές μέχρι τις πιο ανώδυνες. Μέχρι και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας μπαίνει στον χορό, με συχνές και κατά κανόνα οπερετικές δηλώσεις τύπου «Μολών λαβέ». Η προφανώς ενορχηστρωμένη αυτή καμπάνια έρχεται σε κραυγαλέα αντίθεση και αναιρεί την επίσημη γραμμή περί ψυχραιμίας και αποφυγής εμπλοκής σε ένα σπιράλ κλιμάκωσης.
Σ’ όλα αυτά, όπως και στο κυπριακό, κανείς από την αντιπολίτευση δεν αντιλέγει. Η ΝΔ –ή κάποια στελέχη της– κατά καιρούς κάτι ψέλλισαν εναντίον της ρητορείας του κ. Καμμένου, αλλά χωρίς να γίνουν συγκεκριμένοι. Ταυτόχρονα, κανάλια που πρόσκεινται στη ΝΔ πλειοδοτούν σε εθνικιστική αντιτουρκική προπαγάνδα.
Εννοείται πως κανείς δεν υποστηρίζει η χώρα μας να αδιαφορεί ή να αφήνει αναπάντητες τις όποιες πράγματι προκλητικές ενέργειες της Άγκυρας, όπως λ.χ. τις αμφισβητήσεις της κυριαρχίας σε νησιά μας ή τις υπερπτήσεις νησιών. Όμως όλοι γνωρίζουμε –και οι διπλωμάτες και στρατιωτικοί ακόμη καλύτερα– τη διαφορά ανάμεσα στην ψύχραιμη επαναβεβαίωση της εθνικής μας κυριαρχίας, λόγω και έργω, και με τους απαραίτητους διπλωματικούς χειρισμούς, και την πλειοδοσία εθνικισμού, που προφανώς προορίζεται για εσωτερική κατανάλωση.
Οι λεονταρισμοί δεν είναι όσο ακίνδυνοι θέλει να μας κάνει να πιστεύουμε το γνωστό λόμπι. Η θεωρία πως η Τουρκία, με τα προβλήματα που έχει στα ανατολικά της σύνορα και τις εσωτερικές αναστατώσεις, δεν είναι σε θέση να δράσει προς Δυσμάς (ή Νότο), παραβλέπει πως και εμείς έχουμε προβλήματα που επηρεάζουν αρνητικά τους συσχετισμούς ισχύος με τη γείτονα. Αρκεί να σκεφτούμε τι θα σήμαινε για την ανάκαμψη της οικονομίας μας μια ολιγοήμερη έστω πολεμική σύγκρουση. Κυρίως όμως παραβλέπει τον απρόβλεπτο και τυχοδιωκτικό χαρακτήρα του καθεστώτος Ερντογάν. Έχουμε λοιπόν κάθε λόγο να αποφεύγουμε τα παιχνίδια με τη φωτιά.
Μακεδονικό
Στο μακεδονικό η σημερινή κυβέρνηση, και πάλι σε αγαστή εθνική σύμπνοια, συνεχίζει την πολιτική που υιοθέτησε το 2008 η κυβέρνηση Καραμανλή με το βέτο του Βουκουρεστίου. Εδώ βέβαια η πολιτική αυτή δεν θέτει σε κίνδυνο την ακεραιότητα της χώρας, συνεχίζει όμως να λειτουργεί αποσταθεροποιητικά στη βαλκανική μας γειτονιά, ενώ βραχυκυκλώνει και κάθε εποικοδομητικό ενεργό ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή.
Ας θυμίσουμε πρώτα ότι το βέτο του Βουκουρεστίου αποτέλεσε κατάφωρη παραβίαση της διμερούς ενδιάμεσης συμφωνίας που είχαμε υπογράψει το 1995 με τα Σκόπια και η οποία ρητά προέβλεπε πως δεν θα προβάλουμε εμπόδια στην προσχώρηση της γείτονος σε διεθνείς οργανισμούς, εφ’ όσον αυτή γίνεται με το προσωρινό της όνομα «πρώην γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Για την παραβίαση αυτή καταδικαστήκαμε από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όμως όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις επέλεξαν να αγνοήσουν το Δικαστήριο (όπως εξάλλου και πολλές αποφάσεις του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την τουρκική και τη σλαβομακεδονική μειονότητα), σε πείσμα των διακηρύξεών μας περί σεβασμού του διεθνούς δικαίου και των όρκων πίστης στην «ευρωπαϊκή κανονικότητα».
Ωστόσο, η σκληρή μας στάση είχε μια δικαιολογία. Στα Σκόπια είχαμε μια κυβέρνηση ακραία εθνικιστική και αυξανόμενα αυταρχική. Βέβαια για την άνοδό της στην εξουσία και γενικότερα για την έξαρση του εθνικισμού στη γείτονα δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών. Η άφρων δική μας πολιτική, με τα εμπάργκο του Σαμαρά και των Παπανδρέου/Βενιζέλου, αναμφίβολα τα υπέθαλψε. Όμως, ανεξάρτητα από αυτό, πολλοί, και όχι μόνο στην Ελλάδα, έβλεπαν λογικό να εναντιωνόμαστε σε ένα καθεστώς που πολλαπλασίαζε τις προκλήσεις προς τη χώρα μας (με αποκορύφωμα την γελοία αρχαιοκαπηλεία), ενώ παράλληλα γκρέμιζε συστηματικά τη δική του δημοκρατία.
Να όμως που η κατάσταση άλλαξε. Η κυβέρνηση Γκρουέφσκι ανατράπηκε και στη θέση της έχουμε μια κυβέρνηση μετριοπαθή και δημοκρατική, που έχει ήδη δώσει δείγματα διαλλακτικότητας και αυτοκριτικής ως προς τις σχέσεις με την Ελλάδα. Μ’ άλλα λόγια, στα Σκόπια έχουμε την καλύτερη δυνατή κυβέρνηση. Όμως η Αθήνα, αντί να αδράξει την ευκαιρία (οι Βούλγαροι το έκαναν ήδη) για να προχωρήσουμε σε ομαλοποίηση, απαντά με άκρα επιφυλακτικότητα και αλαζονικό ύφος.
Το Α και το Ω της θέσης μας είναι η κατά κόρον επανάληψη τής (αντίθετης προς τη διεθνή νομιμότητα) γραμμής του Βουκουρεστίου: καμία πρόοδος της γείτονος προς ευρωατλαντικές δομές πριν την οριστική λύση για το όνομα. Μάλιστα, ο υπουργός άμυνας άφησε να εννοηθεί πως ούτε η γραμμή του Βουκουρεστίου δεν του αρκεί, αφού εναντιώνεται σε κάθε χρήση του όρου Μακεδονία (απορρίπτει δηλαδή και την «εθνική» γραμμή περί σύνθετης ονομασίας). Τότε επιτέλους αντέδρασε προς στιγμήν η ΝΔ και επέκρινε τον κ. Καμμένο. Δεν πέρασαν όμως 24 ώρες (κατά τις οποίες η κυβέρνηση προσπάθησε να κουκουλώσει το ζήτημα) και η ΝΔ δήλωσε πως και αν ακόμη έρθει στη Βουλή λύση σύμφωνη με τη δική της γραμμή (για σύνθετη ονομασία), θα την καταψηφίσει, επειδή δεν θα εκφράζει το σύνολο της κυβέρνησης! Μιλάμε δηλαδή για θέατρο του παραλόγου κάτω από την ομηρεία του διακομματικού εθνικισμού.
Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως αρκετά προβλήματα έχουμε, γιατί να προσθέσουμε άλλο ένα με αναζήτηση λύσης για το «σκοπιανό», τη στιγμή που εμείς δεν κινδυνεύουμε από αυτό. Όμως τα πράγματα δεν έχουν έτσι. Έχουμε ουσιαστικό συμφέρον να βοηθήσουμε τη νέα μακεδονική κυβέρνηση. Η δημοκρατική στροφή στη γειτονική χώρα είναι εξαιρετικά εύθραυστη, καθώς επιτεύχθηκε με εξωτερική ενθάρρυνση προς τον αλβανικό παράγοντα, πράγμα που εμπεριέχει κινδύνους αναβίωσης της εθνοτικής διαμάχης. Η αποσταθεροποίηση της γείτονος, σε μια περίοδο που σύννεφα συσσωρεύονται και σε άλλες γωνιές της χερσονήσου και που η περιοχή μας γίνεται και πάλι θέατρο γεωπολιτικών ανταγωνισμών, δεν είναι αδιάφορη για τη χώρα μας. Ευχαριστημένοι από μια αποσταθεροποίηση μπορούν να είναι μόνον όσοι έχουν ως απώτερο στόχο τη διάλυση του κράτους της Μακεδονίας. Αλλά υποτίθεται πως υπάρχει εθνική συναίνεση πως κάτι τέτοιο δεν μας συμφέρει. Ή μήπως η κυριαρχούσα πια εθνικιστική συναίνεση έχει άλλες στοχεύσεις;
– – –
Στην πρόσφατη ομιλία του στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας υπερηφανεύθηκε πως η κυβέρνησή του διαχειρίζεται καλά την εξωτερική πολιτική, δεν αναφέρθηκε όμως συγκεκριμένα σε ποια ζητήματα, εκτός από το προσφυγικό. Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική. Είναι κατανοητό πως με την κρίση, ο πρωθυπουργός επικέντρωσε αλλού την προσοχή του. Όμως η επί τόσα χρόνια εκχώρηση της εξωτερικής πολιτικής στο εθνικιστικό λόμπι γίνεται επικίνδυνη. Ήδη η κυβέρνηση θα μείνει στην ιστορία ως αυτή που συνέβαλε ενεργά στον οριστικό ενταφιασμό της λύσης για το κυπριακό. Όμως και στα άλλα μέτωπα, Τουρκία και Βαλκάνια, συσσωρεύονται κίνδυνοι. Και βέβαια η παρατηρούμενη εθνικιστική εκτροπή καθόλου δεν συνάδει με μια αριστερή ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ. Επείγουν συνεπώς ουσιαστικές διορθωτικές κινήσεις.
Δεν παραγνωρίζω τα εμπόδια σε μια διορθωτική πορεία. Είναι εμφανείς οι εύθραυστες ενδοκυβερνητικές ισορροπίες που δυσχεραίνουν εκσυγχρονιστικές κινήσεις στην εξωτερική πολιτική όπως και σε άλλους τομείς. Είναι επίσης φανερό πως η αντιπολίτευση, μείζων και ελάσσων, προτάσσει τον στόχο της ανατροπής του Τσίπρα, μη διστάζοντας να υποταγεί στο εθνικιστικό λόμπι. Άλλο ένα δείγμα της αναξιοπιστίας των φιλοευρωπαϊκών και μεταρρυθμιστικών διακηρύξεων των κομμάτων αυτών που στην πραγματικότητα εκφράζουν, όσο κανείς άλλος τον παλαιοκομματισμό και τον οπορτουνισμό. Όμως οι δυσκολίες δεν αποτελούν δικαιολογία για να συνεχίσουμε την τυφλή και αδιέξοδη εθνικιστική πορεία, αγνοώντας σαν στρουθοκάμηλοι το πού οδηγούμαστε.
Περιμένει κανείς τουλάχιστον να δραστηριοποιηθεί το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ και να αναζητηθούν δίαυλοι επικοινωνίας με μετριοπαθείς δυνάμεις στα άλλα κόμματα και στην κοινωνία. Ώστε να τεθεί ένας φραγμός στην ασύστολη πατριδοκαπηλεία, να ακουστεί η φωνή της λογικής στα ΜΜΕ και να αποκρουστεί η ιδεολογική τρομοκρατία των εθνικιστών. Επείγει να επιστρέψουμε στις διεθνείς σχέσεις με τη γειτονιά μας, με όρους εποικοδομητικούς. Η αδράνεια του πρωθυπουργού στα θέματα αυτά όχι μόνο δεν βοηθά πια, αλλά κινδυνεύει να οδηγήσει την κυβέρνηση και τη χώρα σε περιπέτειες.
Σωτήρης Βαλντέν
Πηγή: Chronos