Είκοσι χρόνια περίμεναν οι αναγνώστες της ανήσυχης και απαιτητικής λογοτεχνίας για να διαβάσουν το δεύτερο μυθιστόρημα της Ινδής Αρουντάτι Ρόι, που μόλις κυκλοφόρησε στα αγγλικά με τον ειρωνικό τίτλο Το Υπουργείο της έσχατης ευτυχίας (εκδ. Hamish Hamilton).
Είκοσι χρόνια πέρασαν μετά τον Θεό των μικρών πραγμάτων (Ψυχογιός, μτφρ. Μαρία Αγγελίδου), το πρώτο της λογοτεχνικό έργο, που της χάρισε το κορυφαίο αγγλικό βραβείο Μπούκερ, πούλησε 6 εκατομμύρια αντίτυπα και συνέπεσε με τα 50ά γενέθλια του ανεξάρτητου ινδικού κράτους στο οποίο η συγγραφέας επιμένει να ασκεί ανελέητη κριτική.
Κι όμως, αυτές τις δύο δεκαετίες κατά τις οποίες απουσίαζε από τη διεθνή λογοτεχνική σκηνή, η Αρουντάτι Ρόι υπήρξε εξαιρετικά δραστήρια στη χώρα της ως δημόσια διανοούμενη, γράφοντας πολιτικά άρθρα, συμμετέχοντας σε ακτιβιστικές δράσεις και εκδίδοντας οκτώ οργισμένα βιβλία για τα άπλυτα της Ινδικής Δημοκρατίας που, όπως σημειώνει, «έχτισε την ανάπτυξή της στις πλάτες των φτωχών».
Τώρα, οι απόκληροι της «νέας», μεταποικιακής Ινδίας, αυτά τα 800 εκατομμύρια που συγκροτούν τις ευπαθείς, φτωχοποιημένες, αποστερημένες και ετερόδοξες κοινωνικές ομάδες της υπο-ηπείρου, βρίσκονται στην καρδιά του καινούργιου μυθιστορήματός της.
Στο Υπουργείο της έσχατης ευτυχίας δεν υπάρχουν πρωταγωνιστές, αλλά πληθώρα από ιστορίες και χαρακτήρες. Ούτε αναπτύσσονται σκέψεις, αλλά η συγγραφέας παρακολουθεί απόψεις, συνειδήσεις και φωνές.
Κι έτσι προκύπτει μια αφήγηση σύνθετη, κάπου κάπου μπερδεμένη ή σχοινοτενής, εδώ όμως πιο σημαντική κι από την πλοκή -όπως επισημαίνει ο Nakul Krishna στο «Literary Review»- είναι η αίσθηση την οποία κατορθώνει να μεταδώσει η Ρόι, ενός κόσμου που αλλοτριώνεται εντός, και εξαιτίας, της Ινδίας.
Η συγγραφέας εμφανίζεται και η ίδια στο προσκήνιο, αφού ο κεντρικός χαρακτήρας στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος είναι μια γυναίκα με αναφορές παρόμοιες με τις δικές της.
Η Τιλοτάμα έχει μεγαλώσει σε μια κωμόπολη της «κόκκινης» Κεράλα, όπως η Ρόι, και είναι κόρη μιας αντισυμβατικής χριστιανής από τη Συρία, όπως η μάνα της Ρόι, που χώρισε τον ινδουιστή πατέρα της και ίδρυσε ένα σχολείο στην Κεράλα.
Η Ρόι μεγάλωσε με ρύζι, φασόλια και την ελεημοσύνη των συγγενών, και στα 16 της έφυγε για το Δελχί, όπου παρακολούθησε ένα κολέγιο αρχιτεκτονικής κατοικώντας στην παραγκούπολη δίπλα στις αριστερές συνοικίες της πρωτεύουσας, κι έπειτα περιπλανήθηκε με τον τότε σύντροφό της στην Γκόα πουλώντας κέικ στις παραλίες.
Κάπως έτσι και η αρχιτεκτόνισσα «Τίλο» ζει μποέμικη ζωή το ’80 και το ’90, και εντάσσεται σε μια ομάδα μαχητών υπέρ της απόσχισης του Κασμίρ. Αυτή η υπόθεση έχει απασχολήσει τη Ρόι σε πρόσφατο δοκίμιό της, όπου καταγγέλλει τη στυγνή στρατιωτική «κατοχή» (sic) ενάντια στον, μουσουλμανικό στην πλειονότητά του, πληθυσμό του ομόσπονδου κρατιδίου του Κασμίρ.
Εκεί ακριβώς εκτυλίσσεται το δεύτερο μέρος του Υπουργείου…, όπου η Ρόι γίνεται σαρκαστική και περιγράφει εφιαλτικές, αιματηρές σκηνές, εστιάζοντας στον πόνο, στην αγριότητα και στην καταστολή που σημαδεύουν τη σύγχρονη πολιτική ιστορία της πατρίδας της.
Στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, κεντρικός χαρακτήρας είναι η διεμφυλική Αντζούμ, που γεννήθηκε με ανδρικά και γυναικεία γεννητικά όργανα, έκανε μια αποτυχημένη εγχείρηση αλλαγής φύλου και εργάζεται σε πορνείο. Εκφράζει την υποκουλτούρα των hijras, που εκπροσωπούνται πλέον στο ινδικό Κοινοβούλιο, και λειτουργεί ως μεταφορά για την ταυτότητα της Ινδίας, παραπέμποντας στον ακρωτηριασμό του 1947.
Η Ινδία, μας λέει, γεννήθηκε ως σύγχρονο κράτος μέσα από τη διαίρεση με το Πακιστάν και ένα αδελφοκτόνο μίσος που προκάλεσε ένα εκατομμύριο θύματα…
Οι χαρακτήρες του Υπουργείου…, η Αντζούμ, η Τίλο, ο μαοϊκός αντάρτης, ο ινδουιστής «σεκιουριτάς» που παριστάνει τον μουσουλμάνο-ο οποίος-παριστάνει-τον ινδουιστή, ο ακτιβιστής κ.ά., θα καταλήξουν τελικά να συγκατοικήσουν σαν ετερόκλιτη οικογένεια καταλαμβάνοντας τα παράνομα καταλύματα που έχουν διαμορφωθεί μέσα σε ένα νεκροταφείο στο Δελχί.
Αυτή η «άλλη» Ινδία που υφίσταται τη βία της «νέας» Ινδίας είναι το μεγάλο θέμα της Αρουντάτι Ρόι, η οποία περιγράφει το συγγραφικό της ζητούμενο ως εξής: «Πώς να αφηγηθείς μια θρυμματισμένη πραγματικότητα; Με το να γίνεσαι ο καθένας; Οχι! Αυτό που χρειάζεται είναι να γίνεσαι σταδιακά το καθετί».
Εξοργισμένη με τη «νέα Ινδία» και λογοτεχνικά τολμηρή
Στις αρχές του 2010, η 51χρονη τότε Αρουντάτι Ρόι έκανε μια κατάδυση στην καρδιά του ινδικού σκότους.
Διακινδυνεύοντας να συλληφθεί, ακολούθησε στη ζούγκλα της κεντρικής Ινδίας τους Ναξαλίτες μαχητές του μαοϊκού GPLA, που προσπαθούν να στήσουν ένα εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο για εκείνους που η Ρόι αποκαλεί «πρόσφυγες της προόδου».
Είναι οι εξαθλιωμένοι πληθυσμοί, περίπου 30 εκατομμύρια ακτήμονες χωρικοί και απομονωμένες ιθαγενικές φυλές, που με βάση τα λεγόμενα αναπτυξιακά «Μνημόνια κατανόησης» έχουν εξαναγκαστεί (με δίκες-παρωδίες, εμπρησμούς, βιασμούς, διώξεις και στερήσεις) να εγκαταλείψουν τα χωριά τους, προκειμένου να αξιοποιηθεί ο ορυκτός πλούτος της γης τους και να κατασκευαστούν τα φράγματα που απαίτησαν οι μεγάλες βιομηχανίες χάλυβα, αλουμίνας κ.ο.κ.
Αυτή η περιπέτεια πέρασε στο βιβλίο της Βαδίζοντας με τους συντρόφους Οι άγνωστες εξεγέρσεις, ο άγνωστος πόλεμος του 21ου αιώνα (Α/συνέχεια 2011, μτφρ. Αριάδνη Αλαβάνου), ως μαρτυρία για το ανθρώπινο κόστος της ανάπτυξης και για το κοινωνικό νόημα της λαϊκής ανυπακοής.
Τέτοια θέματα δεν θίγονταν στον Θεό των μικρών πραγμάτων, που επικεντρωνόταν σε μια οικογένεια κατά τη δεκαετία του ’60. Η θέση του ήταν αρκετά συντηρητική: ο κόσμος είναι όπως είναι, η τραγωδία είναι αναπόφευκτη, οι άνθρωποι βρίσκουν όση χαρά μπορούν στα μικρά πράγματα… Ομως, στα δοκιμιακά βιβλία της που ακολούθησαν, η Ρόι γινόταν όλο και περισσότερο ριζοσπαστική.
Σαν άλλη Τζέιν Φόντα στο Βιετνάμ, γράφει η Joan Acocella στον «New Yorker», η Ρόι μίλησε για τις πυρηνικές δοκιμές και για την κεντρική κυβέρνηση που φροντίζει περισσότερο την ηγεμονική εικόνα της παρά την αντιμετώπιση της επισφάλειας ενός δισεκατομμυρίου πολιτών της χώρας.
Επίσης κατήγγειλε την εξόντωση του αγροτικού πληθυσμού, τους αμερικανικούς ανθρωπιστικούς πολέμους, τον βίαιο εθνικισμό κατά των μουσουλμάνων, τη δαιμονοποίηση των Ναξαλιτών, τη φονική δράση των παραστρατιωτικών. Και για το Κασμίρ, υπήρξε καταπέλτης: «εκεί, οι ζωντανοί δεν είναι παρά νεκροί που καμώνονται τους ζωντανούς…».
Με τον ακτιβισμό της η Αρουντάτι Ρόι έκανε εχθρούς στο νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο, όμως αφύπνισε τη διεθνή κοινότητα, και ωρίμασε. Η καλύτερη απόδειξη είναι το καινούργιο της μυθιστόρημα, όπου καθιστά ξεκάθαρο πως, τελικά, το μέτρο για την αποτίμηση μιας ζωής δεν είναι η επιτυχία των πολιτικών της στόχων…
Μικέλα Χαρτουλάρη
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών