Το σκανδιναβικό κοινωνικό κράτος φάνταζε ως το φωτεινό παράδειγμα του φιλικού προς την οικογένεια καπιταλισμού. Χωρίς αμφιβολία, ωφέλησε τις εργαζόμενες και τις ανύπαντρες μητέρες. Ωστόσο, αν και αναγνωρίζει τα οφέλη της υψηλής ποιότητας παιδικής μέριμνας, της γονικής άδειας μετ’ αποδοχών και άλλων πολιτικών που διευκόλυναν την ένταξη των γυναικών στην αγορά της πληρωμένης εργασίας, μια φεμινιστική κριτική υπερασπίζεται ότι τα μέτρα αυτά ενέτειναν τις έμφυλες διακρίσεις στην αγορά εργασίας, περιορίζοντας την εργασία των γυναικών στον ιδιωτικό τομέα και αναπαράγοντας την έμφυλη διάκριση του καταμερισμού εργασίας στο νοικοκυριό. Αυτό ήταν πραγματικότητα ακόμα και στη Σουηδία, που παρέχονταν επιπλέον μέρες άδειας πατρότητας αν το επιθυμούσαν οι εργαζόμενοι.
Σίγουρα το κοινωνικό κράτος αξίζει της υπεράσπισής μας ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται τώρα. Αλλά ακόμα και στο απόγειό του το σκανδιναβικό μοντέλο ποτέ δεν προσέγγισε πραγματικά την κοινωνικοποίηση της παροχής κάθε είδους φροντίδας που χρειάζεται ο άνθρωπος στη ζωή του. Eργασίες όπως τα καθημερινά ψώνια, το μαγείρεμα, το καθάρισμα, παραμένουν ιδιωτική ευθύνη των νοικοκυριών και κυρίως των γυναικών.
Μπορούμε να συζητήσουμε για τις διακυμάνσεις της συμμετοχής των ανδρών στην οικιακή εργασία, αλλά ακόμα και η δημοκρατικότερη πυρηνική οικογένεια δεν μπορεί να ικανοποιήσεις τις ανάγκες της χωρίς να φορτώσει με πολλή δουλειά τα μέλη της ή να εκμεταλλεύεται χαμηλόμισθους εργαζόμενους στη βιομηχανία παροχής φροντίδας και υπηρεσιών.
Πολλά νοικοκυριά λύνουν το πρόβλημα των καβγάδων για το πλύσιμο των πιάτων προσλαμβάνοντας άλλες γυναίκες για τις δουλειές του σπιτιού. Η «λύση» αυτή βασίζεται στην εκμετάλλευση της μαύρης και άτυπης εργασίας των μεταναστριών. Λίγες οικογένειες στις ΗΠΑ θα μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά γκουβερνάντες, οικιακές βοηθούς ή εργαζόμενες στον τομέα της φροντίδας κατ’ οίκον, αν οι εργαζόμενες έπαιρναν ένα ημερομίσθιο που τους εξασφάλιζε την επιβίωσή τους ή έστω και τα 15 δολάρια/ώρα για τα οποία αγωνίζονται οι εργαζόμενοι στον τομέα της εστίασης και του γρήγορου φαγητού. Τα περισσότερα νοικοκυριά δεν αντέχουν οικονομικά ούτε την πρόσληψη χαμηλά αμειβόμενων οικιακών βοηθών και επομένως ισορροπούν τις υπηρεσίας φροντίδας και τη μισθωτή εργασία είτε με μερική απασχόληση είτε με την εργασία σε βάρδιες ή κάνοντας συνεννοήσεις με την οικογένεια και τους γείτονες. Επίσης, μπορεί να βασιστούν σε χαμηλόμισθους εργαζομένους και φθηνές υπηρεσίες.
Η εκμετάλλευση πληρωμένης και απλήρωτης εργασίας, η δυστυχία και η υπερβολική εργασία, ο φόβος των γηρατειών, οι ανησυχίες για τα παιδιά μας και η περιορισμένη οικειότητα λόγω του βάρους της παροχής φροντίδας διαπερνούν τις ζωές μας. Το σοσιαλδημοκρατικό κοινωνικό κράτος κατάφερε σύντομες και μοναδικές νίκες ενάντια στην τάση του κεφαλαίου να μεταφέρει το κόστος της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στους ίδιους τους εργαζόμενους. Η ιδιωτικοποίηση της ανθρωπίνως απαραίτητης παροχής φροντίδας είναι ενδημική, παρά το γεγονός ότι το κεφάλαιο χρειάζεται υγιείς εργαζόμενους για να εκμεταλλεύεται.
Χρειάζεται να οραματιστούμε ριζοσπαστικά δημοκρατικές εναλλακτικές που δεν θα βοηθούν απλά τα νοικοκυριά στη διεκπεραίωση των καθηκόντων τους στην παροχή φροντίδας. Για να κοινωνικοποιήσουμε πραγματικά το κόστος της παροχής φροντίδας, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μια μνημειώδης απομάκρυνση από τον κεφαλαιοκρατικό έλεγχο του κοινωνικού μας πλούτου.
Πέρα από τη δωρεάν παροχή ημερήσιας φροντίδας
Στην προσπάθεια να βρεθούν εναλλακτικές στην πυρηνική οικογένεια που είναι ο κύριος θεσμός παροχής φροντίδας, δημιουργήθηκαν συλλογικές μορφές διαβίωσης στις οποίες ένα ευρύτερο δίκτυο ανθρώπων φροντίζουν ο ένας για τον άλλο, ανταποκρινόμενοι στις καθημερινές φυσικές ανάγκες τους, ανατρέφοντας τα παιδιά τους και υποστηρίζοντας τους μεγαλύτερους σε ηλικία φίλους και συγγενείς. Παράλληλα στόχος είναι και η αποεμφυλοποίηση της παροχής φροντίδας, καθώς οι δύο στόχοι είναι αλληλένδετοι. Τα ιδανικά αυτά είναι συνδεδεμένα. Όσο η παροχή φροντίδας αποτελεί ευθύνη της γυναίκας θα παραμένει υποτιμημένη. Όσο θα παραμένει ευθύνη του ιδιωτικού τομέα θα είναι έμφυλη.
Η παροχή φροντίδας με συλλογικό τρόπο ευνοεί τη δημιουργία μιας κοινωνικής ταυτότητας που ξεπερνά τη στενή σφαίρα των άμεσων συγγενών. Η διεύρυνση των σχέσεων πέρα από τους στενούς κύκλους που ορίζονται από τη συγγένεια είναι σημαντικό κομμάτι κάθε χειραφετητικής διαδικασίας. Οι πόλεις είναι τόποι πολιτισμικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού. Αποτέλεσαν καταφύγιο από τον αστικό κομφορμισμό και κοιτίδα πολλών επιμέρους πολιτισμικών τάσεων από τις οποίες ξεπήδησαν νέες ταυτότητες και κοινωνικά κινήματα. Η πυκνότητα του αστικοποιημένου περιβάλλοντος και η ανάμιξη περιοχών κατοικίας και εμπορικών χρήσεων σε πολλές αστικές γειτονιές παρέχουν ένα περισσότερο υποστηρικτό οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον για τις γυναίκες τόσο ως εργαζόμενες όσο και ως παρόχους φροντίδας χωρίς πληρωμή.
Εξ ανάγκης, οι γυναίκες στις εργατικές γειτονιές δημιούργησαν δίκτυα διαμοιρασμού της εργασίας για παροχή φροντίδας. Αυτά τα δίκτυα φροντίδας με τη σειρά τους δημιούργησαν μια κοινωνική βάση για την οργάνωση των γυναικών απέναντι σε πολλά ζητήματα που σχετίζονταν με τις οικογένειες και τα νοικοκυριά: δικαιώματα ενοίκων, ζητήματα καταναλωτών, κοινωνικές πολιτικές, περιβαλλοντική δικαιοσύνη, και υγειονομική κάλυψη σε επίπεδο κοινότητας. Μερικά από τα κινήματα αυτά βασίζονται στην υπεράσπιση και την απαίτηση διεύρυνσης του δημόσιου χώρου. Οι εργαζόμενες γυναίκες είχαν προ πολλού αναγνωρίσει το «δικαίωμα στην πόλη» και αγωνίζονταν για πρόσβαση στον πλούτο και τους πόρους που κυκλοφορούν σ’ αυτή.
Από τις αρχές του εικοστού αιώνα, φεμινιστές πολεοδόμοι, αρχιτέκτονες και ακαδημαϊκοί επερωτούσαν τις αστικές πολιτικές που προϋπέθεταν την ύπαρξη των αντρών-κουβαλητών και της ιδιωτικοποιημένης παροχής φροντίδας. Οραματίστηκαν νέα είδη αστικοποιημένου περιβάλλοντος που προσφέρουν συλλογικές εναλλακτικές για την παροχή φροντίδας. Σε ένα άρθρο-τομή που δημοσιεύθηκε το 1980, η Ντολόρες Χέυντεν περιέγραψε προγράμματα εργατικής κατοικίας που ενσωμάτωναν παιδικούς σταθμούς, πλυντήρια, τραπεζαρίες και χώρους αναψυχής, έτσι ώστε να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των νοικοκυριών των ανύπαντρων μητέρων.
Οι εργατικές κατοικίες στις ΗΠΑ θα μπορούσαν να έχουν αναπτυχθεί με βάση τα παραπάνω. Αντίθετα, όμως, μετά από μια μεγάλη περίοδο αποεπένδυσης, τώρα κατεδαφίζονται σε πολλές πόλεις, αναγκάζοντας τις φτωχότερες οικογένειες να βασίζονται στην ιδιωτική αγορά στέγης, παγιδεύοντάς τες σε ένα περιβάλλον που εμποδίζει παρά ενθαρρύνει το συλλογικό χώρο. Οι μεταβολές αυτές τεκμηριώθηκαν από ριζοσπαστικές νεοφιλελεύθερες προσεγγίσεις που εμφορούν «κουλτούρας της φτώχειας». Οι προσεγγίσεις αυτές έχουν ενσωματωθεί στις νεοφιλελεύθερες αστικές πολιτικές που προσφέρουν την «επιλογή» και την «ευκαιρία» ως το σκεπτικό του αστικού εξευγενισμού, της διασποράς και της διάλυσης των δεσμών και των δικτύων των κοινοτήτων που χτίστηκαν τις προηγούμενες γενιές. Μαζί με τις μεταρρυθμίσεις του κοινωνικού κράτους, οι πολιτικές στέγης που βασίζονται στην συσσώρευση μέσω της υφαρπαγής αποτελούν σημαντική πρόκληση για τα γυναικεία κοινωνικά κινήματα.
Ο μετασχηματισμός του αστικού περιβάλλοντος
Την ίδια ώρα που οι εργατικές κατοικίες δέχονταν επίθεση, εύποροι πρωτοπόροι της μεσαίας τάξης οργάνωναν ένα νέο είδος δομημένου περιβάλλοντος: τη συλλογική κατοικία που ενθαρρύνει τις κοινότητες. Σε κάθε συλλογικό εγχείρημα υπάρχει μια ένταση μεταξύ των αναγκών του ατόμου και των απαιτήσεων της συλλογικής ζωής. Οι συλλογικές κατοικίες προσπαθούν να διαχειριστούν αυτή την ένταση ισορροπώντας μεταξύ ιδιωτικού και συλλογικού χώρου, έτσι ώστε οι κάτοικοι να μπορούν να συμμετέχουν στη συλλογική ζωή σε διάφορα επίπεδα. Η συλλογική κατοικία συνδυάζει ξεχωριστά ατομικά σπίτια με μια μεγάλη, άνετη, κοινή κατοικία που μπορεί να στεγάσει όλη την κοινότητα για γεύματα και κοινωνικές εκδηλώσεις. Ο κοινός χώρος μπορεί να έχει, εκτός από τραπεζαρία και κουζίνα, ένα χώρο για παιδιά, βιβλιοθήκη, χώρους αναψυχής, αίθουσες συσκέψεων, εργαστήρι, γραφείο, κοινά πλυντήρια και ξενώνες.
Το εγχείρημα αυτό προσφέρει μια υπόσχεση στρατηγικής για μια κοινωνικοποιημένη παροχή φροντίδας, καθώς οι ενήλικες μοιράζονται τις αντίστοιχες υποχρεώσεις μέσα σε ένα εκτεταμένο δίκτυο ανθρώπων. Στις κοινότητες που δημιουργούν οι συλλογικές κατοικίες οι ενήλικες μπορούν να συμμετέχουν στην ανατροφή των παιδιών, χωρίς απαραίτητα να έχουν δικά τους, και μοιράζονται τα βάρη και τις απολαύσεις της παροχής φροντίδας. Τα μέλη των κοινοτήτων αυτών οφείλουν να μοιράζονται τις ευθύνες της οργάνωσης της συλλογικής ζωής, της συμμετοχής σε επιτροπές και της λήψης αποφάσεων. Συμμετέχουν επίσης σε συλλογικά γεύματα, αν και η οργάνωσή και συχνότητά τους ποικίλει μεταξύ διαφορετικών συλλογικών κατοικιών.
Κοινότητες που νοιάζονται
Αυτού του είδους τα εγχειρήματα στο αστικοποιημένο περιβάλλον είναι μόνο μερικά απ’ αυτά που διαμορφώνουν προοπτικές κοινωνικοποιημένης παροχής φροντίδας. Η οργάνωση της παροχής φροντίδας με συλλογικότερο τρόπο αναπόφευκτα θέτει ερωτήματα σχετικά με τον έλεγχο της κοινότητας, την εξουσία και τα προνόμια που προκύπτουν. Ποιος βάζει τους κανόνες; Τι επιλογές θα έχουμε σχετικά με τον τρόπο παροχής φροντίδας και την επιλογή των ατόμων που θα τη δέχονται; Τι ακριβώς σημαίνει η μετατροπή της φροντίδας σε συλλογικό αγαθό. Ένα από τα πιο περίπλοκα ερωτήματα είναι ο ρόλος της δημοκρατίας, της κοινότητας και του κράτους.
Τα δημόσια αγαθά μπορούν να παραχθούν, να διαχειριστούν και να προσφερθούν με τρόπο είτε συμμετοχικό είτε γραφειοκρατικό, ιεραρχικό ή προσβάσιμο, με κεντρική διαχείριση ή αποκεντρωμένα. Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο, Πιέρ Μπουρντιέ, η προδιάθεσή μας διαμορφώνεται μέσω της πρακτικής, της συμμετοχής, έτσι ώστε η σχέση μας με τους άλλους να ενσωματώνεται στις ταυτότητές μας και τις συνήθειές μας. Όταν τα δημόσια αγαθά παράγονται και παρέχονται μέσω θεσμών που περιλαμβάνουν τη συλλογική διαχείριση και λήψη αποφάσεων, δημιουργούν ένα κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο οι άνθρωποι αναπτύσσουν μια προδιάθεση που είναι θεμελιώδης για την κοινωνική αλληλεγγύη. Ο τοπικός έλεγχος ενθαρρύνει μια ποικιλία διαφορετικών θεσμικών μορφών, έτσι ώστε οι συμμετέχοντες να πειραματιστούν με διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης της καθημερινότητάς τους. Η αποκέντρωση του κοινωνικού κράτους και της παροχής φροντίδας μέσω θεσμών που έχουν τη βάση τους στις γειτονιές μπορεί να βοηθήσει στην οικοδόμηση δημοκρατικότερων κοινοτήτων.
Μια παγίδα σ’ αυτή την προσέγγιση, ωστόσο, είναι ότι οι κοινότητες μπορούν να είναι καταπιεστικές και στενόμυαλες, διατηρώντας τη συνοχή τους μέσω αποκλεισμών και χωρίς να έχουν την ικανότητα να επιλύσουν συγκρούσεις μέσω διαπραγματεύσεων. Πρέπει να σκεφτούμε το είδος εκείνο οργάνωσης που θα ελαχιστοποιεί αυτούς τους δυνητικούς κινδύνους. Ο τοπικός έλεγχος είναι αναγκαία, αλλά μη ικανή συνθήκη για τη δημιουργία δημοκρατικών κοινοτήτων. Αν αυτές οι κοινότητες δεν αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με ουσιαστικούς τρόπους η τοπική αλληλεγγύη μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε έναν παρωχημένο προστατευτισμό. Η τοπική λήψη αποφάσεων επιτρέπει στις κοινότητες να αναπτύσσουν τις δικές τους στρατηγικές για τη χρήση των πόρων και την οργάνωση της παροχής φροντίδας. Αλλά η κατανομή των πόρων μεταξύ των κοινοτήτων και η θέσπιση ενός πλαισίου για τη λήψη τέτοιων αποφάσεων είναι ζήτημα ενός υψηλότερου επιπέδου διοίκησης. Η εκτεταμένη δημοκρατική λήψη αποφάσεων τοποθετεί τοπικές κοινότητες σε αλληλεπίδραση με ένα ευρύτερο κοινό.
Μια πιθανή λύση είναι ένα σύστημα δημόσια διοίκησης μέσω συμβουλίου, στο οποίο οι τοπικές κοινότητες στέλνουν αντιπροσώπους σε θεσμούς λήψης αποφάσεων ευρύτερων περιοχών. Για παράδειγμα, οι συνεργατικοί παιδικοί σταθμοί —που εδράζονται στις γειτονιές, συνδέονται με συγκροτήματα κατοικιών, και αντλούν εθελοντές από κάθε κοινότητα παιδικής φροντίδας, προσλαμβάνοντας υψηλής ειδίκευσης και καλοπληρωμένους εργαζομένους— θα στέλνουν αντιπροσώπους σε μια συνέλευση πόλης των συνεργατικών παιδικών σταθμών. Η λήψη αποφάσεων στο επίπεδο των συνεταιρισμών θα πραγματοποιείται από κοινού με τους εργαζόμενους σ’ αυτούς και τις τοπικές κοινότητες. Και μέσω των αντιπροσώπων που θα λογοδοτούν τακτικά στη βάση τους, θα συμμετέχουν και στο διάλογο σχετικά με τις πολιτικές και την κατανομή των πόρων σε περιφερειακό επίπεδο. Ο έλεγχος σε όσο το δυνατόν περισσότερες αποφάσεις θα παραμείνει τοπικός, αλλά η ενεργός συμμετοχή σε περιφερειακό επίπεδο θα είναι προϋπόθεση για τη λήψη πόρων.
Ζωντανά παραδείγματα
Υπάρχουν ήδη ενδείξεις του πώς θα μπορούσαν να λειτουργούν τέτοιοι θεσμοί. Οι παιδικοί σταθμοί του Κεμπέκ, δημόσια χρηματοδοτούμενοι, λειτουργούν από το σωματείο των εργαζομένων και τους γονείς, που συμμετέχουν σε εκλεγμένα συμβούλια. Οι εργαζόμενοι έχουν πολύ καλύτερους μισθούς από τους αντίστοιχους σε άλλες περιοχές του Καναδά. Τόσο αυτοί όσο και οι γονείς έχουν υπάρξει μια υπολογίσιμη δύναμη διατήρησης και επέκτασης του συστήματος και της χρηματοδότησής του μέσω αυξημένης φορολογίας στην περιοχή.
Τα συνεταιριστικά εγχειρήματα εργαζομένων στον τομέα παροχής φροντίδας αυξάνονται διαρκώς. Σύμφωνα με έναν υπολογισμό, το ένα τρίτο όλων των συνεταιριστικών επιχειρήσεων στις ΗΠΑ είναι πάροχοι υπηρεσιών. Οι περισσότερες είναι σχετικά μετρίου μεγέθους, αλλά υπάρχουν και παραδείγματα μεγάλων επιχειρήσεων παροχής φροντίδας. Στο Μπρονξ υπάρχει ένα τέτοιο εγχείρημα (Cooperative Home Care Associates) που παρέχει φροντίδα σε ηλικιωμένους και ανθρώπους με ειδικές ανάγκες και αποτελείται από 1600 εργαζόμενους, μέλη του σωματείου, που παίρνουν όλες τις καίριες αποφάσεις για την επένδυση των πόρων του συνεταιρισμού. Οι εργαζόμενοι συμμετέχουν επίσης στην ανάπτυξη εκπαιδευτικών προγραμμάτων και στη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Ένα άλλο παράδειγμα δημοκρατικής διαχείρισης πόρων είναι ο συμμετοχικός προϋπολογισμός του Πόρτο Αλέγκρε στη Βραζιλία, όπου μέσω συνελεύσεων ανοιχτών σε όλους τους κατοίκους στα δεκαέξι δημοτικά διαμερίσματα της πόλης, οι αξιωματούχοι ενημερώνουν τους κατοίκους για το δημοτικό προϋπολογισμό, ο οποίος μέσω συνελεύσεων γειτονιάς αποκτά προτεραιότητες σε ότι αφορά την κατανομή των κονδυλίων. Σε ένα δεύτερο γύρο διαμερισματικών συνελεύσεων, εκλέγονται αντιπρόσωποι από κάθε γειτονιά ανάλογα με τη συμμετοχή στις συνελεύσεις. Η αναλογική αυτή εκπροσώπηση εξασφαλίζει την ποικιλομορφία των εκλεγμένων αντιπροσώπων. Η διαμερισματική συνέλευση εκλέγει στη συνέχεια δύο αντιπροσώπους και δύο αναπληρωματικούς για την εκπροσώπηση του διαμερίσματος στη δημοτική επιτροπή προϋπολογισμού. Στο διάστημα των επόμενων μηνών οι αντιπρόσωποι συναντώνται για να συντάξουν λίστες προτεραιοτήτων σε επίπεδο διαμερισμάτων με τη δημοτική επιτροπή προϋπολογισμού να αποφασίζει στη συνέχεια πώς θα κατανείμει τα κεφάλαια μεταξύ των διαμερισμάτων.
Η διοίκηση του δήμου επένδυσε τεράστιους πόρους στην εμβάθυνση της δημοκρατικής συμμετοχής. Ενίσχυσε την παρουσία της στις εργατικές και φτωχές γειτονιές στην περιφέρεια της πόλης που μέχρι πρότινος ήταν αποκλεισμένες από τη λήψη πολιτικών αποφάσεων. Παράλληλα νέα διαμερισματικά γραφεία άνοιξαν εξασφαλίζοντας τη στενότερη επαφή της δημοτικής αρχής με τους πολιτες. Οι πολίτες συχνά συμμετείχαν στη διαδικασία με αφορμή συγκεκριμένες ανάγκες τους. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, άρχισαν να νιώθουν αλληλεγγύη για άλλες γειτονιές και είδαν τα δικά τους συμφέροντα μέσω ενός ευρύτερου πρίσματος.
Δημοκρατικοί και συνεργατικοί θεσμοί όπως ο συμμετοχικός προϋπολογισμός, οι συνεταιρισμοί παροχής φροντίδας και οι συλλογικές κατοικίες εμπνέουν κόσμο, αλλά η δυναμική τους γίνεται αντιληπτή μόνο εντός ενός πλαισίου άλλων θεμελιωδών αλλαγών. Πρώτον απαιτείται μικρότερη εργάσιμη μέρα και εβδομάδα που απελευθερώνει χρόνο για παροχή φροντίδας και πολιτική συμμετοχή. Δεύτερον χρειάζονται χώροι εργασίας που οι εργασιακές απαιτήσεις και οι ευκαιρίες ανέλιξης οργανώνονται γύρω από την υπόθεση ότι όλοι ο εργαζόμενοι θα παρέχουν φροντίδα έχοντας και αντίστοιχες δεσμεύσεις.
Ο καθολικός χαρακτήρας αυτών των εργασιακών χώρων είναι κρίσιμος. Ένας από τους λόγους που οι γυναίκες αμείβονται λιγότερο είναι ότι οι εργοδότες ανταμείβουν διαφορετικά εργαζόμενους με βάση την αφοσίωση τους στη δουλειά, τα χρόνια εμπειρίας και τη διαθεσιμότητα για υπερεργασία. Οι εργαζόμενοι πληρώνουν μια ποινή μακράς διαρκείας ακόμα και για σχετικά μικρά διαστήματα αποχής από το εργατικό δυναμικό. Οι γυναίκες είναι πολύ πιθανότερο να διαμορφώσουν τον εργασιακό τους βίο με άξονα τις απαιτήσεις της φροντίδας των παιδιών ή των γηραιότερων, και έτσι υστερούν. Μια γενναιόδωρη άδεια μετ’ αποδοχών έχει πολλά πλεονεκτήματα, αλλά δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα. Όσο οι εργοδότες ελέγχουν το χρόνο των εργαζομένων η σύγκρουση μεταξύ της αμειβόμενης εργασίας και της παροχής φροντίδας θα παραμένει. Όσο οι υπηρεσίες παροχής φροντίδας θα υποχρηματοδοτούνται ως δημόσια αγαθά ή θα ρίχνονται στην αρένα της αγοράς, τα νοικοκυριά και κυρίως οι γυναίκες σ’ αυτά θα εξαναγκάζονται να επιλέξουν την παροχή φροντίδας.
Η Johanna Brenner είναι ακτιβίστρια και συγγραφέας του βιβλιου «Women and the Politics of Class».
Μετάφραση: Πέτρος Κοντές