Eνας στους 40. Αυτή είναι η τρομακτική αναλογία θανάτων που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες που επιχειρούν το επικίνδυνο πέρασμα από τη Λιβύη στην Ιταλία σε υπερφορτωμένα λαστιχένια φουσκωτά. Εχει εκτοξευτεί από τα τέλη του 2015, όταν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης στην κεντρική Μεσόγειο ήταν πολύ πιο οργανωμένες και συντονισμένες. Αυτή η αναλογία θανάτων, 1 στους 40, είναι το ντροπιαστικό αποτέλεσμα της θλιβερής απάντησης της Ευρώπης στην εντεινόμενη προσφυγική κρίση.
Η Ανγκελα Μέρκελ είχε δηλώσει: “Wir schaffen das” – “μπορούμε να τα καταφέρουμε” – όταν άνοιξε τις πόρτες της Γερμανίας στους πρόσφυγες από τη Συρία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ για έξι μήνες το 2015. Αλλά απέτυχε να πάρει με το μέρος της την κοινή γνώμη της Γερμανίας και τα λόγια της σύντομα αποδείχτηκαν κούφια. Αλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως η Βρετανία, προτίμησαν να βασιστούν στην γερμανική γενναιοδωρία παρά να ακολουθήσουν το παράδειγμά της. Υπό τη γερμανική ηγεσία, η προσέγγιση της Ευρώπης στο προσφυγικό τα τελευταία δύο χρόνια έχει εξελιχθεί από την άτοπη αισιοδοξία της Μέρκελ πως «μπορούμε να τα καταφέρουμε», στο ντροπιαστικό “out of sight, out of mind” – «δεν τους βλέπω, δεν με νοιάζουν».
Όλες οι ελπίδες για μια ενιαία ευρωπαϊκή απάντηση στην προσφυγική κρίση φαίνεται πως έχουν εκλείψει. Δεν υπάρχει ακόμα κανένα δίκτυο από κοινού χρηματοδοτούμενων κέντρων υποδοχής. Οι ηγέτες των κρατών αποφεύγουν τον ισομερή καταμερισμό των προσφύγων στις χώρες της ΕΕ. Ο «θεμέλιος λίθος» της ευρωπαϊκής προσέγγισης παραμένει ο ξεπερασμένος Κανονισμός του Δουβλίνου, που επιμένει πως οι πρόσφυγες πρέπει να καταγράφονται στην πρώτη χώρα της ΕΕ όπου καταφθάνουν και πρέπει να επιστρέφονται σε αυτή αν (καταφέρουν να) ταξιδέψουν παραπέρα. Και έτσι διατηρείται η αδικία εις βάρος των δύο φτωχότερων κρατών της Ευρώπης –Ιταλία και Ελλάδα – που εξακολουθούν να παλεύουν με τη διαχείριση μεγάλων αριθμών προσφύγων.
Την ίδια ώρα η ΕΕ, υπό την ηγεσία της Μέρκελ, έχει εντείνει ξανά τις προσπάθειες της για ν αποτρέψει τους πρόσφυγες να φτάνουν στις ακτές της. Κι αυτό απλώς μεταφέρει το επίκεντρο του προβλήματος κάπου αλλού, αλλά με βαρύ ανθρωπιστικό κόστος.
H προσφυγική κρίση δεν υπήρξε ποτέ μια «ευρωπαïκή» κρίση: ένα μικρό μόνο μέρος των προσφύγων παγκοσμίως καταφέρνει να φτάσει στην Ευρώπη. Αλλά τα τελευταία δύο χρόνια, καθώς ο αριθμος προσφύγων και μεταναστών που φτάνει στις ευρωπαϊκές ακτές έχει μειωθεί ως αποτέλεσμα της αλλαγής της προσέγγισης από τη μεριά της ΕΕ, γίνεται ακόμη λιγότερο «ευρωπαϊκή». Δεν τους βλέπουμε, δεν μας νοιάζουν.
Υπάρχουν δύο βασικοί δρόμοι που οι πρόσφυγες ακολουθούν προς την Ευρώπη: το πέρασμα του Αιγαίου, μέσω Τουρκίας, Ελλάδας και Βαλκανίων, και το πέρασμα της Μεσογείου, από τη Λιβύη στην Ιταλία.
Το πέρασμα του Αιγαίου είναι τώρα πια σχεδόν εντελώς κλειστό: εν μέρει λόγω των αυστηρότερων ελέγχων στα σύνορα των βαλκανικών χωρών και εν μέρει λόγω της Συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας με την οποία η Τουρκία αποδέχεται την επιστροφή όλων των μεταναστών που φτάνουν στην Ελλάδα με αντάλλαγμα δισεκατομμύρια οικονομικής βοήθειας και μείωση των περιορισμών για τη λήψη βίζας από τους Τούρκους πολίτες.
Αυτή η αμφιλεγόμενη συμφωνία έχει αφήσει χιλιάδες πρόσφυγες να ζουν σε νομικό κενό στην Ελλάδα, σε μη ανεκτές συνθήκες. Η βοήθεια του ΟΗΕ φτάνει μόνο στο 10% των 2,5 εκατ. Σύρων προσφύγων που ζουν στην Τουρκία. Η Ιορδανία έχει κλείσει τα σύνορά της λόγω φόβων για την ασφάλειά της, αφήνοντας δεκάδες χιλιάδες εσωτερικά εκτοπισμένους ανθρώπους στη Συρία χωρίς καμιά ανθρωπιστική βοήθεια.
Η κατάσταση στην κεντρική Μεσόγειο είναι ακόμη χειρότερη. Η ευρωπαϊκή απάντηση έχει μετακινηθεί, από την έμφαση στις αποστολές έρευνας και διάσωσης που είχαν αποτέλεσμα σημαντική πτώση των θανάτων από πνιγμό στα τέλη του 2015, στη συνεργασία με τη λιβυκή ακτοφυλακή για να σταματήσει εξ αρχής τις προσφυγικές ροές. Οι «καλοπροαίρετες» προσπάθειες να καταστραφούν τα ξύλινα πλοιάρια που χρησιμοποιούν οι διακινητές για το πέρασμα, οδήγησε τους πρόσφυγες να επιχειρούν το πέρασμα με ακόμη πιο επικίνδυνα λαστιχένια φουσκωτά.
Η ιταλική κυβέρνηση, που δεν λαμβάνει επαρκή βοήθεια από την ΕΕ, κατηγορεί τις ΜΚΟ που επιχειρούν στη Μεσόγειο με δικά τους πλοία έρευνας και διάσωσης κοντά στα λιβυκά χωρικά ύδατα ότι «ενθαρρύνουν» τη διακίνηση ανθρώπων. Αλλά οι πρόσφυγες είναι απελπισμένοι άνθρωποι, που έχουν επιζήσει από τρομακτικά ταξίδια ως τη Λιβύη και έχουν αντέξει βδομάδες και μήνες στα κέντρα κράτησης στη Λιβύη, όπου η καταναγκαστική εργασία, οι βιασμοί και τα βασανιστήρια είναι καθημερινότητα.
Δεν υπάρχει καμιά απόδειξη ότι το σταμάτημα των επιχειρήσεων διάσωσης θα πετύχει οτιδήποτε άλλο, εκτός από το να αυξήσει τον αριθμό των πνιγμένων. Πράγματι, οι ευρωπαϊκές προσπάθειες να παρεμποδιστούν τέτοιες επιχειρήσεις έχει ως τώρα κάνει χειρότερο το πρόβλημα. Οι υπηρεσίες του ΟΗΕ λένε πως υπάρχουν αποδείξεις πως η λιβυκή ακτοφυλακή συνεργάζεται με τους διακινητές, πουλώντας τους βάρκες που κατάσχει από άλλους διακινητές ενώ επιστρέφει τους μετανάστες στα ίδια απαίσια κέντρα κράτησης.
Να λοιπόν, πως έχει διαμορφωθεί η ευρωπαϊκή απάντηση στο προσφυγικό: σύναψη συμφωνιών με ημι-δικτατορικά καθεστώτα σαν αυτό της Τουρκίας και ό,τι έχει απομείνει από το κατεστραμμένο λιβυκό κράτος. Διοχέτευση ζεστού χρήματος και αύξηση της αξιοπιστίας καθεστώτων με τρομακτικό ιστορικό στην καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όλα στο βωμό του να γίνει το πρόβλημα, πρόβλημα κάποιων άλλων. Οποιο ηθικό πλεονέκτημα είχε ποτέ επικαλεστεί η Ευρώπη έχει εξαφανιστεί.
Η Βρετανία έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ευρωπαϊκή υποχώρηση, πιέζοντας για μονομερείς ενέργειες αντιμετωπίζοντας τα αιτήματα περισσότερης υποστήριξης που διατυπώνουν Ιταλία και Ελλάδα. Ο Ντ. Κάμερον συμφώνησε να δεχθεί στη χώρα μόλις 20.000 Σύρους πρόσφυγες σε διάστημα 5 χρόνων και αυτό μόνο μετά από τη μεγάλη πίεση από την κοινή γνώμη ύστερα από τη δημοσιοποίηση της φωτογραφίας της σορού του μικρού Αϊλάν Κουρντί το 2015, σε ακτή της Τουρκίας [σ.μ.: ο Ομπσέρβερ λανθασμένα αναφέρει “σε ελληνική ακτή”].
Κι αυτό το νούμερο δεν είναι τίποτα μπροστά στα εκατομμύρια προσφύγων που ζουν σε φτωχές ή μεσαίες χώρες που βρίσκονται κοντά στις ζώνες των συγκρούσεων, όπως το Λίβανο, η Ιορδανία, η Ουγκάντα ή η Κένυα. Στο Λίβανο, που τώρα έχει την υψηλότερη αναλογία προσφύγων-κατοίκων στον κόσμο, μερικά σχολεία δουλεύουν διπλές βάρδιες για να αντιμετωπίσουν τις πιεστικές ανάγκες. Η Ουγκάντα έχει μια από τις πιο προοδευτικές προσεγγίσεις στο ζήτημα, καθώς μεταξύ άλλων δίνει σε όλους τους πρόσφυγες το δικαίωμα αναζήτησης εργασίας. Η σύγκριση ντροπιάζει την πλούσια Ευρώπη.
Υπάρχουν λύσεις που μπορούν να βελτιώσουν τις συνθήκες σε αυτή την κρίση, όπως αναφέρουν και οι Alexander Betts και Paul Collier στο βιβλίο τους Καταφύγιο (Refuge).
Περισσότερη ανθρωπιστική βοήθεια να διοχετευθεί στις χώρες που φιλοξενούν την πλειοψηφία των προσφύγων παγκοσμίως. Αλλά να πάμε και ακόμη παραπέρα: τη χρηματοδότηση επενδύσεων και τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών χωρίς δασμούς για τόνωση της ανάπτυξης, σε αντάλλαγμα για την παροχή τους δικαιώματος στους πρόσφυγες να εργαστούν. Η Βρετανία εμπλέκεται ήδη σε παρόμοιες πρωτοβουλίες σε Ιορδανία και Ουγκάντα. Οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να υιοθετήσουν ένα πιο μακροχρόνιο πρόγραμμα μετεγκατάστασης, παρέχοντας ασφαλείς και νόμιμες διόδους προς την Ευρώπη για τους πρόσφυγες που ζουν σε αδιέξοδο.
Αλλά δεν υπάρχει πολιτική ηγεσία και βούληση για να γίνουν αυτά. Η αποτυχία της Ευρώπης να χαλιναγωγήσει την κρίση δεν συνιστά μόνο ανήθικη παραγνώριση των διεθνών της ευθυνών καθώς είναι μια από τις πλουσιότερες περιοχές του πλανήτη, αλλά στρέφεται ενάντια και στα ίδια της τα συμφέροντα. Χωρίς δράση, το καζάνι που βράζει σε Αφρική και Μέση Ανατολή θα συνεχίσει να εκρήγνυται με καταστροφικές συνέπειες. Το «Δεν τους βλέπουμε, δεν μας νοιάζουν» δεν είναι μόνο ένας ντροπιαστικός τρόπος για την Ευρώπη να αντιμετωπίζει τον εαυτό της – θα υποθηκεύσει την ασφάλεια των κατοίκων της για τις επόμενες δεκαετίες.
Πηγή: Left από Observer