Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, είναι ο τίτλος του κλασικού, πολύτομου και σπουδαίου μυθιστορήματος του Μαρσέλ Προυστ. Ο λόγος όμως εδώ δεν είναι για τη μεγάλη γαλλική λογοτεχνία. Είναι για την πολιτική τακτική της κυβέρνησης έναντι των δανειστών. Γιατί, κάνοντας έναν απολογισμό αυτής της τακτικής, διαπιστώνουμε ότι αυτός ο τίτλος [όπως και ο τίτλος ενός από τους επιμέρους τόμους του έργου τού Προυστ, Ο ξανακερδισμένος χρόνος] ταιριάζει γάντι στη στάση της κυβέρνησης, στα δυόμισι χρόνια που βρίσκεται στην εξουσία.
Ας το δούμε από την αρχή, από τις 26 Ιανουαρίου του 2015. Από την πρώτη κιόλας μέρα, βασικός στόχος της κυβέρνησης ήταν να κερδίσει χρόνο απέναντι στους δανειστές. Απολύτως εύλογο και εντελώς αναγκαίο, τότε. Η νέα κυβέρνηση χρειαζόταν χρόνο για να μελετήσει τα προβλήματα, να αποκτήσει άποψη στην πράξη, να φτιάξει συμμαχίες, να διαμορφώσει στρατηγική και τακτική –γιατί όση προετοιμασία και αν κάνεις, είναι αλλιώς όταν βρίσκεσαι στην αντιπολίτευση και αλλιώς στην κυβέρνηση. Αυτό ήταν και το βασικό επιχείρημα για τη λεγόμενη «ενδιάμεση συμφωνία» της 20ής Φεβρουαρίου: το ότι η ελληνική πλευρά είχε κερδίσει χρόνο, και έτσι θα μπορούσε, έπειτα από κάποιους μήνες, να πετύχει μια καλύτερη συμφωνία.
Ως εδώ καλά –και ας παραμερίσουμε τις τυχόν αντιρρήσεις. Το πρόβλημα είναι ότι το ίδιο ακριβώς επιχείρημα, να «κερδίσουμε χρόνο», επαναλήφθηκε για να στηρίξει και την υπογραφή του Μνημονίου, το καλοκαίρι του 2015. Και το ξανακούσαμε και τώρα, το 2017, με το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης. Η κυβέρνηση, με βαρύ ταξικό αντάλλαγμα [περικοπή συντάξεων, αφορολόγητο, κ.λπ.], πέτυχε να κερδίσει χρόνο –τουλάχιστον έως το φθινόπωρο του 2018 ή ακόμα και το 2019. Το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι: Τι θα κάνει τον χρόνο που κέρδισε;
Η προσδοκία αλλαγής συσχετισμών
Η προσδοκία αλλαγής των διεθνών συσχετισμών είναι φανερό ότι διαψεύδεται. Βέβαια, γι’ αυτό δεν φταίει ο… ΣυΡιζΑ [με τη «συνθηκολόγησή του», όπως επιμένουν να λένε διάφοροι εξ αριστερών]. Ωστόσο, το γεγονός παραμένει: το τελευταίο διάστημα, οι συσχετισμοί άλλαξαν και αλλάζουν προς το χειρότερο: εκλογή Τραμπ, ισχυρή παρουσία της Ακροδεξιάς, διαλυτικές τάσεις στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, υποχώρηση της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, ήττα των Podemos στην Ισπανία, άνοδος του κεντροδεξιού Μακρόν στη Γαλλία, πλήρης αποδυνάμωση του υποψηφίου για την καγκελαρία Σουλτς [σημειωτέον, είναι λάθος να ποντάρει η κυβέρνηση σε μια εκ προοιμίου «φιλελληνική» στάση του] στη Γερμανία. Η συμμαχική κυβέρνηση Αριστεράς και σοσιαλδημοκρατών στην Πορτογαλία, η νίκη Σάντσεθ και η αντοχή των Podemos στην Ισπανία, η ήττα της Λεπέν, καθώς και το «πολιτικό φαινόμενο» Κόρμπιν στη Βρετανία, παρά τη σημασία τους, δεν αρκούν, δυστυχώς, για να αισιοδοξούμε.
Ο κερδισμένος χρόνος
Η δεύτερη απάντηση είναι ότι η κυβέρνηση κερδίζει χρόνο, ώστε να εφαρμόσει την πολιτική της. Εδώ βρισκόμαστε στην καρδιά του ζητήματος. Ας δούμε όσα έκανε η κυβέρνηση στα δυόμισι αυτά χρόνια του «κερδισμένου χρόνου». Ας θυμηθούμε τα πιο βασικά, στον τομέα της καθημερινότητας και του κοινωνικού κράτους, που καίει τους πολίτες:
• Υγειονομική κάλυψη των ανασφάλιστων, κατάργηση του πεντάευρου για τα νοσοκομεία, καθώς και η διαγραφή των χρεών από νοσήλια των ανασφάλιστων [που ανακοινώθηκε μόλις την περασμένη βδομάδα].
• Μέτρα για την ανθρωπιστική κρίση.
• Κάποιες σημαντικές διευκολύνσεις για όσους χρωστάνε [100 δόσεις για τα χρέη στο δημόσιο και ρυθμίσεις για οφειλές σε ΔΕΚΟ].
• Το έκτακτο βοήθημα για τους συνταξιούχους.
Παράλληλα, ιδίως την πρώτη περίοδο, υπήρξαν προοδευτικά θεσμικά μέτρα [διευρυμένο σύμφωνο συμβίωσης για ετερόφυλα και ομόφυλα ζευγάρια, νόμος για την ιθαγένεια], η αλλαγή σελίδας και η ανθρωπιστική πολιτική στο προσφυγικό. Είναι ασήμαντα όλα αυτά; Σε καμιά περίπτωση! Ωστόσο, ως απολογισμός δυόμισι χρόνων είναι πολύ λίγα. Και από μόνα τους, σε συνδυασμό με τη γενικότερη πολιτική των περικοπών και της λιτότητας, δεν μπορούν να αλλάξουν την τραγική καθημερινότητα των ανέργων, των φτωχών, όσων έχουν ανάγκη. Και –κάτι ακόμα πιο ανησυχητικό– η πορεία είναι καθοδική. Δηλαδή τα περισσότερα από αυτά έγιναν το πρώτο διάστημα. Mετά τον πρώτο χρόνο, όμως, ο απολογισμός είναι όλο και πιο φτωχός.
Ο «κερδισμένος χρόνος», λοιπόν, για να είναι πραγματικά κερδισμένος, πρέπει να είναι γεμάτος από πολιτική. Συγκεκριμένη, χειροπιαστή πολιτική, όχι από μεγάλα λόγια, υποσχέσεις και σκιαμαχίες με τους αντιπάλους. Γεμάτος από μέτρα που αλλάζουν την καθημερινότητα και τη ζωή των πολιτών –με έμφαση στους πιο αδύναμους– προς όφελός τους, καθώς και θεσμικές ενέργειες που οδηγούν σε μια πιο ανοιχτή και δημοκρατική κοινωνία. Αλλιώς, αν γίνεται αυτοσκοπός, αν συντελεί απλώς στην παραμονή της κυβέρνησης στην εξουσία και «στριμώχνει» την αντιπολίτευση, αυτό δεν μπορεί να αφορά ούτε να εμπνέει τους πολίτες.
Τα πρόσωπα
Σήμερα η κυβέρνηση, έχοντας κερδίσει χρόνο, δεν δείχνει, και πάλι, έτοιμη να τον διαχειριστεί, πελαγοδρομεί. Δεν υπάρχει ορατό σχέδιο, πέρα από το «να βγούμε στις αγορές» και την εξαγγελία για μια «δίκαιη ανάπτυξη». Οι αγορές, όμως, δεν είναι πανάκεια, όπως δεν είναι πανάκεια η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση, ενώ κανείς δεν καταλαβαίνει πως η ανάπτυξη θα είναι γενικώς «δίκαιη» σ’ ένα καπιταλιστικό σύστημα –άσε που και στο… σοσιαλισμό θα το συζητούσαμε! Η κυβέρνηση δεν θέλει απλώς restart, αλλά διαφορετικό «λειτουργικό». Αφενός γιατί δεν μπορεί να παράγει απολύτως τίποτα –για όλα χρειάζεται παρέμβαση του πρωθυπουργού, ακόμα και για τα σκουπίδια– και αφετέρου γιατί τα πρόσωπα που σήμερα στελεχώνουν το κυβερνητικό σχήμα εμετρήθησαν, εζυγίσθησαν και –στη μεγάλη τους πλειονότητα– ευρέθησαν ελλιπή.
Ο αναγκαίος ανασχηματισμός πρέπει να γίνει προς δύο κατευθύνσεις:
Αλλαγής προσώπων, έξω από επικοινωνιακή λογική, με βάση τις ικανότητές τους και το έργο που μπορούν να παράγουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλο το προηγούμενο διάστημα, μεταξύ υπουργών αλλά και κυβερνητικών βουλευτών, ακούγονταν το «να τελειώνουμε με τη διαπραγμάτευση, για να μπορέσουμε να εφαρμόσουμε το πρόγραμμά μας». Πέρα από το γεγονός ότι το μνημόνιο καθορίζει σε μεγάλο ποσοστό το πρόγραμμα της κυβέρνησης, η λογική των στελεχών του ΣυΡιζΑ ήταν ότι η διαπραγμάτευση απορροφά όλη τους την ενέργεια και άρα δεν μπορούν να αποδώσουν στους τομείς που τους αφορούν. Η κυβέρνηση φάνηκε ότι αδυνατούσε να λειτουργήσει ακόμα και σ’ αυτό τον περιορισμένο χώρο που της αφήνουν τα μνημόνια. Κι αυτή η δυσλειτουργία οφείλεται τόσο στην επιφανειακή διαχείριση των προβλημάτων [ή και ανικανότητα, σε πολλές περιπτώσεις, ας μην κρυβόμαστε…] όσο και, κυρίως, στην έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού. Η κυβέρνηση εμφανίζεται να λειτουργεί λες και έχουμε [μόνιμα] Δεκαπενταύγουστο…
Μ’ αυτό το κυβερνητικό σχήμα, λοιπόν, δεν πας μακριά. Ο ανασχηματισμός είναι απαραίτητος. Ο Αλ. Τσίπρας φαίνεται να το έχει αντιληφθεί, και απομένει να δούμε πόσο οι αλλαγές που θα επιλέξει –αν επιλέξει…– θα είναι πάνω και έξω από φιλίες και ισορροπίες. Κριτήρια πρέπει να είναι η ικανότητα, η γνώση του αντικειμένου, καθώς και η πολιτική ταυτότητα –δεν υπάρχουν περιθώρια για πειράματα, και αυτό πρέπει να το αντιληφθούν όλοι. Για να μιλήσουμε καθαρά, περισσότερη εμπιστοσύνη [πρέπει να] έχουμε [παρότι αυτό δεν είναι, βέβαια, απόλυτο] σε ένα στέλεχος με παράδοση και δείγματα γραφής στην Αριστερά, παρά σε όψιμους Συριζαίους, που είδαν φως και μπήκαν –με τον ίδιο τρόπο θα ξαναβγούν…
Η πολιτική κατεύθυνση
Αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης. Ωστόσο, το ζήτημα δεν είναι μόνο ζήτημα προσώπων, το πώς αποδίδει ο κάθε υπουργός ή στέλεχος. Η κυβέρνηση σήμερα έχει ένα στρατηγικό σχεδιασμό, που αρθρώνεται σε τρία σημεία:
α) έξοδος στις αγορές,
β) έξοδος από τα μνημόνια,
γ) «δίκαιη ανάπτυξη».
Δεν αρκούν, όμως, οι τίτλοι. Αυτός ο σχεδιασμός πρέπει να είναι πλήρης και αποσαφηνισμένος. Και να γνωρίζει επακριβώς τι πρέπει να κάνει το κάθε στέλεχος, το οποίο πρέπει και να αντιλαμβάνεται μέχρι πού φτάνουν τα «πόδια» του. Δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε υπουργός να κάνει προσωπική πολιτική. Οι ενέργειές του πρέπει να εντάσσονται σ’ ένα σχέδιο. Γιατί, χωρίς συνολικό σχέδιο ακόμα και οι καλύτεροι υπουργοί δεν μπορούν να παραγάγουν έργο. Και αυτό το σχέδιο μόνο το Μαξίμου μπορεί να το χαράξει –σε συνεργασία, πάντα, με τους κρίσιμους υπουργούς.
Το Μαξίμου πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι ο χρόνος που κέρδισε δεν του εξασφαλίζει καμιά παραμονή, ιδιαίτερα αν χάνει [συνεχώς;] από την κοινωνική του βάση. Το μέλλον της κοινωνίας δεν πρέπει να εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τις διαθέσεις επιχειρηματικών συμφερόντων, από τις [τυχόν] επενδυτικές επιλογές των οικονομικά ισχυρών. Ποτέ σε περιόδους κρίσης δεν έβγαλαν την κοινωνία από το τέλμα οι ιδιωτικές επενδύσεις. Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε, κυριαρχεί η λογική του επιχειρηματικού πλιάτσικου, της εργασίας χωρίς αξιοπρέπεια, με μισθούς στα όρια της φτώχειας, ενώ διαλύεται ή αποδυναμώνεται ο όποιος δημόσιος και κρατικός φορέας. Παράλληλα, όπως βλέπουμε και τριγύρω μας, σε περιόδους κρίσης υπάρχουν γεωπολιτικές αναταράξεις, διενέξεις, ενώ, πολύ πιθανόν, επιβάλλονται και λύσεις…
Χρειάζεται άμεσος σχεδιασμός και επεξεργασία ενός μεταβατικού προγράμματος με παράλληλη υλοποίηση μέτρων, προκειμένου η σημερινή κυβέρνηση να αλλάξει την πολιτική της απέναντι στις λαϊκές τάξεις –απαραίτητα τα συσσίτια και οι επιδοτήσεις ενοικίου, αλλά δεν επαρκούν. Και ας γίνει συνείδηση πως οι αγορές και οι «επενδύσεις» των οικονομικά ισχυρών δεν αφορούν την κοινωνία, δεν θα βγάλουν τη χώρα από την κρίση: το παράδειγμα της Βουλγαρίας και Ρουμανίας, όπου έχουμε ανάπτυξη 4% και 5%, με τους πολίτες να υποφέρουν για ένα κομμάτι ψωμί, είναι δίπλα μας. Η κυβέρνηση δεν έχει πολύ χρόνο. Πρέπει, αμέσως, να υλοποιήσει μέτρα ανακούφισης, έστω και μέσα από τις χαραμάδες του Μνημονίου. Και λέμε «χαραμάδες», επειδή τα πλαίσια του Μνημονίου είναι ασφυκτικά. Ωστόσο, όσα [λίγα] έγιναν και όσα [πολλά] δεν έγιναν αποδεικνύουν ότι, και μέσα σε αυτά τα ασφυκτικά πλαίσια, υπάρχει περιθώριο άσκησης πολιτικής. Αρκεί να συντρέξουν όλοι οι παραπάνω παράγοντες που λέγαμε, για να ξανακερδίσει η κυβέρνηση και το «χαμένο χρόνο» και τη «χαμένη κοινωνία». Ο χρόνος που διαθέτει είναι λίγος και πιεστικός. Χρειάζεται δουλειά, επεξεργασίες και, όσοι έχουν δημόσιο βήμα [με συνεντεύξεις, εμφανίσεις στα κανάλια, δηλώσεις, κλπ.], ας αναλογιστούν πόσο οι ενέργειές τους και ο λόγος τους προκαταλαμβάνουν πολιτικές, που αποδεικνύονται ανέφικτες ή τυχοδιωκτικές, ή και ακυρώνουν βασικές πλευρές της πολιτικής του ΣυΡιζΑ. Και ακόμα, η προσπάθεια εναγκαλισμού –ή προσεταιρισμού– του κέντρου μπορεί να οδηγήσει σε άλλου είδους πολιτικά μονοπάτια. Ας είμαστε προσεκτικοί…
ΥΓ. Ως προς τα μέσα ενημέρωσης. Οι αρμόδιοι της κυβέρνησης ξεχνούν πως το «τρίγωνο της διαφθοράς» [τραπεζικό, μιντιακό και επιχειρηματικό σύστημα] έκανε κωλοτούμπα λίγο πριν ανέβει ο ΣυΡιζΑ στην κυβέρνηση. Με μια στροφή 180 μοιρών και χωρίς ενδοιασμό προσπάθησαν να θέσουν εαυτούς στην υπηρεσία του «νέου αρχηγού» –ακόμα και το Βήμα και τα Νέα! Κάποιοι τα «κατάφεραν», κάποιοι όχι. Μετά ξεκίνησε ο πόλεμος κατά των καναλαρχών με παράπλευρες απώλειες την απειλή της ανεργίας για εκατοντάδες δημοσιογράφους, για να φτάσουμε σήμερα στις 7 τηλεοπτικές άδειες από τις 4 που εμμονικά πρότεινε η κυβέρνηση –η πληροφορία ότι το Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας θα παρέμβει υπέρ την 4 αδειών ελέγχεται ως ανακριβής… Και, βέβαια, διάφορα «λαμόγια» δημοσιογράφοι [σε όλους τους χώρους υπάρχουν «λαμόγια»] θέτουν τον εαυτό τους στην υπηρεσία του Μαξίμου. Η ευκολία με την οποία προσαρμόζονται, δεν προκαλεί εντύπωση –παλιά μου τέχνη κόσκινο. Καλό θα είναι, όμως, οι αρμόδιοι που συνδιαλέγονται μαζί τους να χρησιμοποιούν και την αναζήτηση στο google! Θα αποφύγουν, έτσι, [και άλλες] χοντράδες…
Του Α. Π. Θάνου
Πηγή: Η Εποχή