Στις 13 Μαΐου 2015, ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Κώστας Σημίτης, κατέθεσε ως μάρτυρας στη δίκη του πρώην υπουργού Εθνικής Άμυνας της καθ’ όλα εκσυγχρονιστικής κυβέρνησης του, Άκη Τσοχατζόπουλου,. Εκεί ο Κ. Σημίτης, ο πρωθυπουργός που κυβέρνησε τη χώρα με βασικά συνθήματα την «υπευθυνότητα», τη «διαφάνεια», τη «λογοδοσία» κ.λπ., κατέθεσε πως δεν ήξερε τίποτα! Τι κι αν ο ίδιος προήδρευε του ΚΥΣΕΑ, το οποίο είχε αποφασιστικό και όχι συμβουλευτικό χαρακτήρα; Ο Κ. Σημίτης, ενώπιον του δικαστηρίου, ισχυρίστηκε, απαντώντας σε ερώτηση για το αν είχε υποπέσει κάτι μεμπτό στην αντίληψή του σε σχέση με τα όσα συνέβαιναν στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας, πως «δεν υπέπεσε, αλλά το ότι δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έγιναν».
«Αν είχα διαπιστώσει παρατυπίες, θα είχα επέμβει. Ήμουν αυστηρότατος κατά τη διάρκεια της θητείας μου, είχα επέμβει και είχα αποπέμψει δύο υπουργούς», ισχυρίστηκε επίσης με πάσα αυστηρότητα ο Κ. Σημίτης, θεωρώντας μάλλον πως δεν ήταν σημαντικό να ελέγξει τι γινόταν στο υπουργείο που διαχειριζόταν κονδύλια δισεκατομμυρίων. Το ακόμα πιο αστείο είναι πως, εκτός από επικεφαλής του ΚΥΣΕΑ –γεγονός το οποίο αυτομάτως του προσδίδει θεσμική ευθύνη- ο Κ. Σημίτης είχε τη φήμη του πρωθυπουργού που είχε τον απόλυτο έλεγχο του συνόλου της κυβέρνησης. Δεν ήταν τυχαίο που ένα από τα προσωνύμια του ήταν «ο κ. Λογιστής», καθώς ο «εκσυγχρονιστής» πρωθυπουργός είχε ενδελεχή εικόνα ακόμα και για τις πιο συμβατικές δαπάνες των υπουργείων. Ο πρώην πρωθυπουργός, ολοκληρώνοντας το ρεσιτάλ υπευθυνότητας και εκσυγχρονισμού, δήλωσε σε δραματικούς τόνους πως λυπάται «αν οι αθλιότητες αυτές έγιναν επί πρωθυπουργίας μου».
Δύο χρόνια και κάτι μετά, από το βήμα του συνεδρίου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, ο Κ. Σημίτης, προβαίνοντας σε έναν απολογισμό των αιτιών που οδήγησαν στην ελληνική κρίση, είπε: «Η ελληνική πολιτική ζωή δεν μπόρεσε όμως να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτές. Η κρίση διαχύθηκε και δηλητηρίασε το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα. Επικράτησαν η ακραία αντιπαλότητα, οι ατεκμηρίωτες υποσχέσεις, που βεβαίως διαψεύσθηκαν, η παραποίηση στατιστικών στοιχείων για την συγκάλυψη των λαθών και η έλλειψη συναισθήματος ευθύνης απέναντι στους πολίτες και τις διεθνείς υποχρεώσεις». Οι δύο πρώτες φράσεις δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία. Αποτελούν τα γνωστά αναμασήματα του εκσυγχρονιστικού λαϊκισμού. Ο Κ. Σημίτης, που υπήρξε σπεσιαλίστας στην κατασκευή εχθρών, οι οποίοι, όλως… τυχαίως, ήταν πάντοτε ο δημόσιος τομέας και τα συνδικάτα, οικοδόμησε μια ρητορική που τον καθιστούσε κάτι σαν το Πνεύμα της Ιστορίας του Χέγκελ: οι εκσυγχρονιστές ποτέ δεν κάνουν πολιτική υπέρ κάποιων και εναντίον κάποιων άλλων, οι εκσυγχρονιστές απλώς… εκσυγχρονίζουν και μεταρρυθμίζουν.
Ωστόσο, αυτά τα περί παραποίησης των στατιστικών στοιχείων για ποιο λόγο τα ανέφερε; Οι «ήπιοι τόνοι», το μειλίχιο ύφος και τα «εκσυγχρονιστικά ράσα» του πρώην πρωθυπουργού κρύβουν έναν αδίστακτο πολιτικό που μπορεί να καταλογίσει στους πάντες τα πάντα προκειμένου να δικαιωθεί. Το θράσος του Κ. Σημίτη, που έβαλε τη χώρα στην ευρωζώνη με το περίφημο swap, τη σύμβαση ανταλλαγής δηλαδή ύψους 2,8 δισ. ευρώ με αντισυμβαλλόμενο την Deutsche Bank και διαμεσολαβητή την Goldman Sachs, η οποία εντέλει φόρτωσε τη χώρα με επιπλέον χρέος 21 δισ. ευρώ, του πρωθυπουργού της περίφημης «δημιουργικής λογιστικής» σε ότι αφορά το χρέος προκειμένου να μπει η χώρα στην ευρωζώνη, είναι απίστευτο.
Δημοκρατία;
Σε μια περίοδο που η δημοκρατία θεωρείται ούτως ή άλλως ντεμοντέ (όλες οι κρίσιμες αποφάσεις για την οικονομία της ευρωζώνης λαμβάνονται στο Eurogroup, σε ένα όργανο δηλαδή που είναι άτυπο και οι συνεδριάσεις του διεξάγονται χωρίς την καταγραφή πρακτικών), ο Κ. Σημίτης θυμήθηκε να ξαναζεστάνει τη γνωστή σούπα του «αντί-λαίκισμού» για να προκρίνει ως σημαντικό κριτήριο την «εμπιστοσύνη και τη συνεννόηση»: «Η χώρα χρειάζεται για να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τα προβλήματα μια ηγεσία που να είναι σε θέση να εξασφαλίσει εμπιστοσύνη και συνεννόηση, μια ηγεσία που θα έχει τη γνώση και την ικανότητα για τον χειρισμό της κατάστασης». Σε ποιον πρέπει να εμπνέει εμπιστοσύνη και με ποιους πρέπει να συνεννοείται μια ελληνική κυβέρνηση; «Πώς όμως θα επανέλθει η εμπιστοσύνη όταν επικρατεί στη διεθνή κοινότητα η εντύπωση ότι η Ελλάδα είτε αμφισβητεί τα συμφωνηθέντα είτε καθυστερεί την εκτέλεσή τους;», αναρωτιέται ο Κ. Σημίτης…
Στον Κώστα Σημίτη, άλλωστε, αρέσουν οι κανόνες, αρκεί να εξυπηρετούν τις μίζες από τα εξοπλιστικά, τη Siemens, το C4I, το «κόμμα του χρηματιστηρίου» κλπ. Τι δεν αρέσει στον Κ. Σημίτη; «Συμπεριφορές διαμαρτυρίας, όπως το «δεν πληρώνω» ή και απόρριψης των κανόνων συμβίωσης, όπως είναι οι καταλήψεις κτιρίων, αποτελούν πια μόνιμα φαινόμενα». Άκου κάτι πράγματα…