ΤΑΣΟΣ ΤΡΙΚΚΑΣ, Οκτωβριανή Επανάσταση 1917- 2017. Από το όραμα στην πράξη. Κομμουνιστική Διεθνής. Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Ρωγμές στην μονολιθικότητα. Πρόλογος Ηλίας Νικολακόπουλος. Ένθετη συμβολή Θανάσης Βακαλιός, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 366
Σε αντίθεση με τον κυρίαρχο μα βαθιά ανιστόρητο πολιτικό μύθο του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού ιδεολογήματος, σύμφωνα με τον οποίο στο πεδίο των κοινωνικό-πολιτικών φαινομένων τελείωσε η εποχή των μεγάλων αφηγήσεων, πολύ περισσότερο εκείνων που αφορούν το κομμουνιστικό πρόταγμα, ως κάτι το οριστικά τελειωμένο και απαξιωμένο, ο Τάσος Τρίκκας έρχεται να καταθέσει μια σύνθετη πολύπλευρη μεγάλη αφήγηση, με τον ευρηματικό τίτλο «Από το όραμα στην πράξη».
Πρόκειται για ένα φιλόδοξο εγχείρημα, συμβολή στη συζήτηση για τα 100ντάχρονα από την Επανάσταση των Μπολσεβίκων και την πορεία του απελευθερωτικού κομμουνιστικού οράματος, τόσο στο διεθνές περιβάλλον όσο και στον ελλαδικό χώρο. Ένα εγχείρημα το οποίο εντάσσεται σ’ ένα ευρύτερα επικαιρικό ρεύμα αναστοχασμού, για αυτή την Επανάσταση που σφράγισε την πορεία του 20ού αιώνα, σε όλα τα πολιτιστικά, ιδεολογικο-πολιτικά και κοινωνικο-οικονομικά πεδία. Μια Επανάσταση και κυρίως ένα ανθρωποκεντρικό απελευθερωτικό όραμα, το οποίο μόνο οριστικά τελειωμένο δεν είναι. Γεγονός που αποδεικνύουν οι ποικίλες εκδόσεις και επανεκδόσεις παλιότερων καταθέσεων αγωνιστών του τότε, αρχειακών πηγών, γνωστών και άγνωστων ντοκιμαντέρ της εποχής, κινηματογραφικών ταινιών, καθώς και η διοργάνωση πολύπλευρων συζητήσεων επίσης σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο.
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της κατάθεσης του Τρίκκα αποτελεί η προσπάθεια για ένα λειτουργικό δέσιμο ιστορικών και πολιτιστικών δεδομένων αυτού του αναστοχασμού, τόσο στον διεθνή όσο και στο βαλκανικό και ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.
Είναι προφανές ότι ένα τέτοιας έκτασης και βάθους εγχείρημα, το οποίο άπτεται τόσο της Οκτωβριανής Επανάστασης, των λόγων και των συνθηκών που οδήγησαν σ’ αυτή, καθώς και της πορείας του διεθνούς Επαναστατικού Κομμουνιστικού Κινήματος των πρώτων χρόνων της Τρίτης Διεθνούς, όσο και της πρόσληψης όλων αυτών στον νεοελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, δημιουργεί στον σοβαρό αναγνώστη του και ερωτήματα, και αντιρρήσεις, και ενστάσεις, για επιμέρους επιλογές του συγγραφέα. Άλλωστε ο ίδιος μας καλεί, αναστοχαζόμενοι όλη αυτή την πορεία, με τις εξάρσεις και τα πισωγυρίσματά της, να αναμετρηθούμε με όσα καταθέτει, με όσα η διεθνής βιβλιογραφία και η αρχειακή μελέτη μας έχει ήδη προσφέρει, αλλά και τα στερεότυπα αναγνώσεων που τα διάφορα μαρξιστικά ρεύματα έχουν δημιουργήσει ανάμεσα μάς.
«Πρόκειται για μια εικόνα –όπως ξεκαθαρίζει (σελ. 32 )– του κόμματος και της Κ.Δ. διαφορετική από εκείνη που παρουσιάζει όχι μόνο η αντικομμουνιστική προπαγάνδα, αλλά και πολλοί ‘αμερόληπτοι’ ιστορικοί και άλλοι διανοούμενοι σε μια προσπάθεια-λιγότερο ή περισσότερο στοχευμένη – να δείξουν ότι το κομμουνιστικό κίνημα έχει στα γονίδιά του την άρνηση της δημοκρατίας. Μιλάμε βέβαια για το ξεκίνημα και για την πρώτη φάση του κινήματος, πριν εμπεδωθεί ο σταλινισμός…» .
Αυτή η πρόθεση διατρέχει όλο το έργο, οδηγώντας τον συγγραφέα του όμως, ορισμένες φορές, σε αδικαιολόγητες σιωπές ή παραλείψεις, σημαντικών στιγμών της πορείας του κομμουνιστικού κινήματος. Χαρακτηριστικά:
Η αγνόηση της κριτικής που άσκησαν στην αντίληψη του Λένιν για το κόμμα «νέου τύπου» και τον «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό» που καθιερώνει, τόσο ο Λέον Τρότσκι όσο και κυρίως η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η οποία διέγνωσε στο μοντέλο αυτό έναν ιδιότυπο «μπλανκισμό» όπου «ο επιδέξιος ακροβάτης δεν αντιλαμβάνεται ότι το μόνο ‘υποκείμενο’ στο οποίο ανήκει ο ρόλος του ηγέτη είναι το συλλογικό ‘εγώ’ της εργατικής τάξης, που διεκδικεί αποφασιστικά για τον εαυτό της το δικαίωμα να υποκύπτει σε σφάλματα και να μαθαίνει τη διαλεκτική της ιστορίας … Τα σφάλματα που διαπράχθηκαν από ένα αληθινά επαναστατικό κίνημα είναι απείρως γονιμότερα και πολυτιμότερα από το αλάθητο της καλύτερης κεντρικής επιτροπής», αποτέλεσμα της αποδοχής από τον Λένιν της καουτσικικής αντίληψης για την απόκτηση ταξικής συνείδησης έξω από τους ίδιους τους ταξικούς αγώνες. Όπως επίσης ακόμη περισσότερο η πλήρης αγνόηση της προφητικής κριτικής της Λούξεμπουργκ για την πορεία της Ρώσικης Επανάστασης, μόλις 6 μήνες μετά την επικράτησή της, κρατούμενη μάλιστα στις φυλακές του Μπρεσλάου.
Η ανάδειξη του πρωταγωνιστικού και καίριου ρόλου του Λένιν στην επανάσταση και ο ρεαλισμός του στην πορεία επικράτησης και στεριώματός της είναι δεδομένη, δεν έχει νόημα λοιπόν να αποσιωπούνται οι συμβολές άλλων ηγετικών μορφών του κόμματος σ’ αυτήν, όπως εκείνη του Τρότσκι, στο σοβιέτ της Πετρούπολης μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου, ή στη συγκρότηση του Κόκκινου στρατού.
Άλλωστε, η ιστορικά δεδομένη συμβολή του Λένιν δεν αίρει και τις ευθύνες του, όπως και των άλλων ηγετικών μορφών του κόμματος των μπολσεβίκων, π.χ. για τη βίαιη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης της Δούμας τον Γενάρη του ’18 –που επίσης αγνοείται– αυτό το πρώτο βήμα μιας αντιδημοκρατικής πορείας, όπως και η στάση τους απέναντι στα άλλα πολιτικά μορφώματα που συμμετείχαν στην επανάσταση, ή την υποβάθμιση της εξέγερσης της Κονστάνδης (εδώ πάντως καταγράφει τον ρόλο του Τρότσκι στην αιματηρή καταστολή της).
Άλλωστε, είναι ο ίδιος ο Λένιν εισηγητής της αυταρχικής μορφής που τελικά πήρε ο «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός», και των ασφυκτικά συγκεντρωτικών 21 όρων για την εισδοχή ενός κόμματος στην Τρίτη Διεθνή. Πρόκειται για γεγονότα που οδήγησαν τον Πουλαντζά, στο ίδιο βιβλίο του που παραπέμπει ο Τρίκας και στις ίδιες ακριβώς σελίδες, να συμπεραίνει ότι «ο σταλινισμός δεν συνιστά παρέκκλιση από τις λενινιστικές αντιλήψεις αλλά φύτρα του υπήρχαν οπωσδήποτε στον Λένιν και όχι μόνο εξαιτίας των ιδιομορφιών της ιστορικής κατάστασης που είχε να αντιμετωπίσει … [ενώ] τα φύτρα τούτα δεν μπορούν να βρεθούν στον ίδιο τον Μαρξ»!
Στα ιδιαίτερα θετικά στοιχεία πάντως της ανάλυσης, σ’ αυτό το πρώτο μέρος του βιβλίου, αποτελούν οι σελίδες που αναφέρονται στον πολιτισμό: Τις εντάσεις στις σχέσεις του κόμματος με τα ρεύματα της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, την πάλη κατά του αναλφαβητισμού, τα «κόκκινα πανεπιστήμια», τις κομματικές σχολές, τα προβλήματα των εθνοτήτων στο εσωτερικό της Ρωσίας, την αναφορά στην αγνοημένη από πολλούς ψήφιση τον Γενάρη του ’18 από το Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ της «Διακήρυξης των Δικαιωμάτων των Ανθρώπων του Μόχθου»! Πρόκειται για θέματα που συνήθως χάνονται μέσα στη ροή των αντίστοιχων αναλύσεων και τα οποία ο νηφάλιος κριτικός λόγος του Τρίκκα μας προκαλεί, και σ’ αυτό το πεδίο, για μια βαθύτερη μελέτη.
Όπως επίσης από τα θετικά του όλου εγχειρήματος είναι οι προσεγγίσεις που επιχειρεί, χωρίς να χάνεται σε λεπτομέρειες, παρακολούθησης των προσπαθειών εξάπλωσης της επανάστασης μετά την αποτυχία στην Κεντρική Ευρώπη προς τις αποικιοκρατούμενες χώρες, και οι δεσμεύσεις που απορρέουν από την επιτακτική ανάγκη σπασίματος της διεθνούς απομόνωσης του καθεστώτος και η αναπόφευκτη σύγκρουση διεθνισμού και κρατικού συμφέροντος.
Στην ενότητα αυτή εντάσσονται και οι εξελίξεις στην πολυεθνική Βαλκανική, το κομμουνιστικό όραμα της Κ.Δ. για αυτονομία των εθνοτήτων της, στα πλαίσια μιας Κομμουνιστικής Βαλκανικής Ομοσπονδίας, ο ρόλος του ΚΚ Βουλγαρίας και κυρίως το «Μακεδονικό ζήτημα», που προέκυψε μέσα από αυτή την στρατηγική και τις επιπτώσεις του στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα. Μέσα από αυτή την προσέγγιση οδηγείται λειτουργικά το βιβλίο στο δεύτερο και αναλυτικότερο μέρος του, το οποίο αναφέρεται στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος και τις καταλυτικές επιδράσεις που είχε στην πορεία του η μπολσεβίκικη επανάσταση.
Εδώ, ο εστιασμός του Τρίκκα είναι στην άρση του κυρίαρχου μύθου ότι το ΣΕΚΕ/ ΚΚΕ υπήρξε το κατ’ εξοχήν «υπάκουο» κόμμα στα κελεύσματα της Κ.Δ. ακόμη και μετά την επιβολή από αυτήν του Νίκου Ζαχαριάδη στην ηγεσία του. Ως παραδείγματα αυτής της θέσης του καταθέτει, και ορθά, όχι μόνο τις αντιδράσεις στην επιβολή της άποψης για αυτονομία της Μακεδονίας και Θράκης, που τελικά βέβαια επιβλήθηκε, μα και άλλαξε μέσα σε δύο χρόνια, αλλά και την γραμμή νωρίτερα της θεωρούμενης ως «δεξιάς» θέσης περί «μακράς νομίμου υπάρξεως» , καθώς και στο γράμμα του Ζαχαριάδη με την κήρυξη του πολέμου του ’40. Για την τεκμηρίωση της θέσης αυτής και της ανάδειξης μιας «λαϊκογενούς» αριστεράς με στοιχεία «δυναμικής αυτοτέλειας» σε «διαλεκτική ένταση με την ισχυρή επίδραση –και παρέμβαση– της Κ.Δ.», όπως χαρακτηρίζει την ελληνική περίπτωση, προχωρά σε μια ανάλυση της πορείας της ελλαδικής αριστεράς σε αντίστιξη με την κυρίαρχη πολιτική σκηνή. Από τις προδρομικές σοσιαλιστικές κινήσεις των τελευταίων χρόνων του 19ου αιώνα, τον ρόλο της εβραϊκής «Φεντερασιόν», τον φιλεργατισμό του κόμματος των Φιλελευθέρων, τις επιδράσεις του κυρίαρχου μύθου της Μεγάλης Ιδέας, τις συνέπειες του Εθνικού Διχασμού στο νεαρό εργατικό κίνημα, το αγροτικό ζήτημα, την ίδρυση του ΣΕΚΕ ένα χρόνο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, την Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, την στάση του Κόμματος απέναντι σ’ αυτήν και στη συνέχεια την όλη πορεία του τα χρόνια του μεσοπολέμου και τις εσωτερικές του συγκρούσεις και διασπάσεις. Δυστυχώς, και σ’ αυτή την περιδιολόγηση παρατηρούνται ελλείψεις, αποφάνσεις, και κάποιες μονόπλευρες αναλύσεις, και κυρίως πισωγυρίσματα στην καταγραφή της ροής των γεγονότων.
Το τελευταίο έρχεται προφανώς ως συνέπεια του γεγονότος ότι το όλο έργο γράφτηκε μέσα σε μεγάλο διάστημα, λόγος ο οποίος δικαιολογεί και επαναλήψεις και πισωγυρίσματα στη ροή των γεγονότων, που σε ορισμένες περιπτώσεις όμως μπερδεύουν τον αναγνώστη. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα είναι π.χ. ότι στη σελ. 203 διαβάζουμε ότι στη «Διάσκεψη Παραγόντων» του 1926 εκλέγεται Γενικός Γραμματέας του κόμματος ο Παντελής Πουλιόπουλος ο οποίος παραιτείται την επομένη, ενώ στην σελ. 244 διαβάζουμε ότι είχε ήδη εκλεγεί στο τρίτο έκτακτο συνέδριο του 1924. Πέρα από τις τέτοιες λεπτομέρειες που αδικούν μια τόσο αξιόλογη προσπάθεια, η ανάλυσή του της ελληνικής πολιτικής σκηνής της περιόδου εμπεριέχει ατεκμηρίωτες ή και λανθασμένες απόψεις. Χαρακτηριστικά καταγράφουμε την λανθασμένη άποψη ότι οι δυο παρατάξεις του εθνικού διχασμού «παρά την οξύτατη σύγκρουσή τους εξυπηρετούν τα ίδια συμφέροντα» (σελ. 165) ή ότι στην ίδρυση της «Δημοκρατικής Ένωσης» του Παπαναστασίου «πρωτοστάτησαν (ή προσχώρησαν αργότερα) πρόσωπα του κύκλου των ‘Κοινωνιολόγων’ (ομάδωσης επιστημόνων με μεγαλοαστική προέλευση … και νεφελώδεις σοσιαλιστικές τάσεις ) … Κόμμα που υποστήριζε και εξέφραζε όπως και το κόμμα των Φιλελευθέρων τα συμφέροντα της αστικής τάξης … με ένα λανθάνοντα αλλά και φανερό αντικομμουνισμό» (σελ. 173 και 174), ενώ αγνοούνται οι επιθέσεις εναντίον του Παπαναστασίου για «σοσιαλφασισμό» από το ΚΚΕ. Όπως αγνοούνται και οι υποτιμητικές ή δευτερεύουσας σημασίας αντιλήψεις του ΚΚΕ για τον ρόλο της αριστερής διανόησης και του φοιτητικού κινήματος, η υποβάθμιση ευρύτερα του δημοτικιστικού κινήματος, η μη κατανόηση της σημασίας για την αριστερά της διάσπασης του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» στα 1927 και η ευθύνη του ΚΚΕ για την δεύτερη και οριστική διάσπαση του 1929.
Πέραν όμως από τα αρνητικά, είναι θαρρώ σημαντική η προσπάθεια του συγγραφέα να προσεγγίσει όσο γίνεται πιο αντικειμενικά και αναλυτικά τις εσωτερικές κομματικές κρίσεις, διασπάσεις και διαγραφές, φαινόμενο που απαιτεί μια αναλυτικότερη και πολύπλευρη ανάλυση η οποία εκφεύγει των ορίων μιας κριτικής σε εφημερίδα, όπως και η όποια κριτική αναφορά στην 19σέλιδη συμβολή ως επίμετρο του Θανάση Βακαλιού. Μιας κριτικής που παρά τις επί μέρους παρατηρήσεις και αντιρρήσεις σε καμιά περίπτωση δεν παραγνωρίζει την συμβολή που καταθέτει ο Τρίκκας. Πρόκειται για μια πράξη μόχθου μεγάλου, μιας εγρήγορης συνείδησης που μας οδηγεί στην αέναη επικαιρότητα του κοινού μας οράματος, για δημοκρατική υπέρβαση του εκμεταλλευτικού και αλλοτριωτικού σήμερα.
Άλκης Ρήγος
Πηγή: Η Αυγή