Οι κρίσιμες υποδομές στην Ελλάδα, αυτοκινητόδρομοι, γέφυρες, σιδηρόδρομοι, αντιπλημμυρικά έργα, δίκτυα ύδρευσης και ενέργειας, δεν αποτελούν «έργα βιτρίνας». Είναι όροι καθημερινής ασφάλειας και ισότητας και οφείλουν να αποτελούν μόνιμο μέλημα της πολιτείας, με συστηματική εκτίμηση της τρωτότητάς τους με σχέδιο συντήρησης και πρόληψης.
Κι όμως, εδώ και δεκαετίες, υφίστανται υπονόμευση μέσα από μια σταθερή τριπλή πολιτική: υποχρηματοδότηση, υποβάθμιση, και στο τέλος της ημέρας την ιδιωτικοποίηση. Η υποχρηματοδότηση λειτουργεί σαν αργός στραγγαλισμός: μειώνονται οι προϋπολογισμοί λειτουργίας και συντήρησης, «παγώνουν» οι προσλήψεις σε κρίσιμες υπηρεσίες, γερνούν στόλοι, μηχανήματα και δίκτυα χωρίς πρόγραμμα αντικατάστασης. Η υποβάθμιση έρχεται ως αποτέλεσμα και, ταυτόχρονα, ως δικαιολογία. Και η ιδιωτικοποίηση εμφανίζεται ως «λύση» στο πρόβλημα που οι ίδιοι δημιούργησαν.
Κάθε φορά που ακούμε για «ακραία φαινόμενα», για «πρωτοφανείς βροχοπτώσεις», για «φυσικές καταστροφές», η επικαλούμενη αιτία είναι η κλιματική αλλαγή, γεγονός που όντως επιβαρύνει το υδρολογικό ισοζύγιο, αυξάνει την ένταση των καταιγίδων και δοκιμάζει την αντοχή των υποδομών. Αλλά εδώ βρίσκεται και η πολιτική απάτη. Η κλιματική αλλαγή χρησιμοποιείται συχνά ως φενάκη, καταργώντας την υποχρέωση σχεδιασμού, επιθεώρησης, καθαρισμού ρεμάτων, συντήρησης δικτύων, επικαιροποίησης μελετών και εφαρμογής έργων προστασίας. Στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο: όσο αυξάνει ο κίνδυνος, τόσο πιο επείγουσα γίνεται η πρόληψη. Όταν όμως η πρόληψη λείπει, η καταστροφή «χτυπά» πρώτα εκείνους με τη μικρότερη θωράκιση: εργατικές γειτονιές, πεδινές ζώνες, αγροτικές κοινότητες, μικρομάγαζα που δεν αντέχουν δεύτερο χτύπημα.
Η απουσία πρόληψης στις υποδομές δεν αποτυπώνεται μόνο στις πλημμύρες και στις κατολισθήσεις. Αποτυπώνεται, ακόμη πιο καθαρά, στον τρόπο που η χώρα έχει μάθει να ζει με το «προσωρινό» ως κανονικότητα. Στις γέφυρες, αυτό το φαινόμενο γίνεται σχεδόν συμβολικό: έργα που σχεδιάστηκαν για να εξυπηρετήσουν έκτακτες ανάγκες, παραμένουν για δεκαετίες ως μόνιμη λύση. Όχι επειδή αυτό είναι τεχνικά ορθό, αλλά επειδή είναι πολιτικά βολικό και διοικητικά «εύκολο».
Οι στρατιωτικές γέφυρες τύπου Bailey είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Πρόκειται για ευφυείς, ταχείες λύσεις πεδίου, χρήσιμες σε κρίσεις, πολεμικές ή φυσικές καταστροφές: τοποθετούνται γρήγορα, αποκαθιστούν προσωρινά τη σύνδεση, κερδίζουν χρόνο. Όμως ο χρόνος που υποτίθεται ότι αγοράζουν, συχνά δεν αξιοποιείται για τη μόνιμη αποκατάσταση. Έτσι, η προσωρινή διάβαση γίνεται μόνιμη διέλευση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια, τη λειτουργικότητα, τα φορτία, τη γήρανση υλικών, τη συντήρηση και την ευθύνη του κράτους απέναντι στους πολίτες.
Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στις Bailey. Η συνολική εικόνα του αποθέματος ζεύξης στην Ελλάδα κουβαλά τα σημάδια μιας μακράς υποτίμησης της συντήρησης. Πολλές γέφυρες έχουν δεχθεί επαναλαμβανόμενες καταπονήσεις από ακραία υδρολογικά φαινόμενα (υποσκαφές στα βάθρα και στα ακρόβαθρα, μεταβολές κοίτης, διάβρωση πρανών), από σεισμικά γεγονότα (βλάβες σε εφέδρανα, αρμούς, υποστυλώματα), από χρόνια κόπωση λόγω κυκλοφορίας και υπερφορτώσεων (βαρέα οχήματα, κακή επιβολή ορίων), καθώς και από διάβρωση οπλισμών και μεταλλικών στοιχείων σε παραθαλάσσιες ή υγρές ζώνες. Συχνά, οι βλάβες αυτές δεν εμφανίζονται θεαματικά. Συσσωρεύονται. Και όταν «φανούν», έχουν ήδη περάσει χρόνια χωρίς ουσιαστική παρέμβαση με πολλαπλάσιο κόστος αποκατάστασης.
Εδώ βρίσκεται η ουσία της τρωτότητας: δεν είναι μόνο τεχνικό ζήτημα, αλλά ζήτημα θεσμών, προτεραιοτήτων και κοινωνικής επιλογής. Η συντήρηση είναι λιγότερο «τηλεοπτική» από τα εγκαίνια. Η επιθεώρηση, η τεκμηρίωση και ο προγραμματισμός δεν παράγουν εύκολα φωτογραφίες. Αντιθέτως, απαιτούν μόνιμες δομές, εξειδικευμένο προσωπικό, αρχεία, πρωτόκολλα και σταθερή χρηματοδότηση. Απαιτούν, κυρίως, πολιτική βούληση να αντιμετωπίζεται η υποδομή ως δημόσιο αγαθό και όχι ως πεδίο ευκαιριακών αναθέσεων, αποσπασματικών εργολαβιών και «λύσεων της τελευταίας στιγμής».
Η αποτίμηση της τρωτότητας και η συντήρηση των κρίσιμων υποδομών δεν είναι τεχνική λεπτομέρεια, ούτε «υποσημείωση» της ανάπτυξης. Είναι ο πυρήνας της δημόσιας ασφάλειας, της κοινωνικής ισότητας και της οικονομικής ανθεκτικότητας. Κάθε ευρώ που δεν δαπανάται έγκαιρα σε επιθεώρηση, καθαρισμούς, επισκευές και αναβαθμίσεις, επιστρέφει πολλαπλάσιο ως κόστος καταστροφών, απωλειών και αποδιοργάνωσης της καθημερινότητας. Η χώρα χρειάζεται ένα μόνιμο, διαφανές σύστημα διαχείρισης αποθέματος: μητρώα, δείκτες κατάστασης, προτεραιοποίηση παρεμβάσεων, σταθερή χρηματοδότηση και στελέχωση υπηρεσιών για μια κοινωνία που πρέπει να πάψει να είναι χαμηλών προσδοκιών.
Κωνσταντίνος Μαντάς, Ξενοφών Λιγνός