Το μέλλον της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) αποτελεί τα τελευταία χρόνια ένα από τα πιο σύνθετα ζητήματα αστικής πολιτικής στη χώρα. Το σχέδιο ανάπλασης του ιστορικού εκθεσιακού χώρου στο κέντρο της πόλης συνοδεύεται από κυβερνητικές εξαγγελίες, θεσμικές αλλαγές και έντονες κοινωνικές αντιδράσεις, ενώ παράλληλα αναπτύσσεται πρωτοβουλία πολιτών που ζητά να τεθεί το ζήτημα σε τοπικό δημοψήφισμα.
Η ΔΕΘ δεν αποτελεί απλώς έναν εκθεσιακό χώρο. Βρίσκεται στον αστικό πυρήνα της Θεσσαλονίκης και συνδέεται άμεσα με την ποιότητα ζωής, το πράσινο και τον δημόσιο χώρο. Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι αν η προτεινόμενη ανάπλαση υπηρετεί τις πραγματικές ανάγκες της πόλης ή αν μεταβάλλει τον χαρακτήρα της Έκθεσης προς ένα πιο εμπορευματοποιημένο μοντέλο ανάπτυξης.
Ο επίσημος σχεδιασμός προβλέπει νέες εκθεσιακές και συνεδριακές υποδομές, υπόγειους χώρους στάθμευσης και αύξηση του πρασίνου εντός του χώρου της ΔΕΘ. Ωστόσο, η συζήτηση περιπλέκεται από το ιδιοκτησιακό καθεστώς, καθώς η ΔΕΘ υπάγεται στο Υπερταμείο, το οποίο αποτελεί πρακτικά σήμερα τον μοναδικό μέτοχο της εταιρείας.
Σύμφωνα με όσα επισημάνθηκαν στη συνέντευξη Τύπου της Οργανωτικής Επιτροπής Δημοψηφίσματος, που πραγματοποιήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου, μέχρι σήμερα δεν έχει παρουσιαστεί ολοκληρωμένη μελέτη βιωσιμότητας για το έργο, ενώ οι κυβερνητικές δεσμεύσεις για αύξηση του πρασίνου δεν συνοδεύονται από σαφή εγγύηση δημιουργίας μητροπολιτικού πάρκου.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αναπτύσσεται η πρωτοβουλία πολιτών για τη διεξαγωγή τοπικού δημοψηφίσματος. Από τον Απρίλιο έως σήμερα έχουν συγκεντρωθεί σχεδόν 22.000 υπογραφές, με στόχο τις περίπου 23.000, που αντιστοιχούν στο 10% των εγγεγραμμένων εκλογέων του δήμου Θεσσαλονίκης. Η συλλογή πραγματοποιείται μέσω εθελοντικών δράσεων ενημέρωσης σε γειτονιές, λαϊκές αγορές, πάρκα και πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Σε αυτή τη φάση, βασικός στόχος της Οργανωτικής Επιτροπής είναι η ολοκλήρωση της συλλογής των απαραίτητων υπογραφών έως τον Ιανουάριο, ώστε να κατατεθούν στο Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης και να κινηθούν οι προβλεπόμενες θεσμικές διαδικασίες για τη διεξαγωγή του τοπικού δημοψηφίσματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, έχει ήδη καλυφθεί περίπου το 95% του απαιτούμενου αριθμού.
Παράλληλα, έχει ξεκινήσει νέα καμπάνια συλλογής υπογραφών με τη μέθοδο «πόρτα-πόρτα», ενώ απευθύνεται ανοιχτό κάλεσμα προς πολίτες για εθελοντική συμμετοχή στην προσπάθεια.
Η πρωτοβουλία αυτή αυτοπροσδιορίζεται ως εξωκομματική, τονίζοντας ότι δεν εντάσσεται σε κομματικά πλαίσια, αλλά προέρχεται από πολίτες που ζητούν ουσιαστική συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για ζητήματα που αφορούν άμεσα τον δημόσιο χώρο και τη ζωή στην πόλη. Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε, η κινητοποίηση αυτή δεν έχει τύχει μέχρι στιγμής της ανάλογης προβολής ή στήριξης από τα μεγάλα ιδιωτικά ή δημόσια μέσα ενημέρωσης.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου τέθηκαν και ζητήματα που αφορούν το θεσμικό πλαίσιο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Μέλη της Επιτροπής υποστήριξαν ότι πρόσφατες ή σχεδιαζόμενες νομοθετικές παρεμβάσεις περιορίζουν τη δυνατότητα διεξαγωγής τοπικών δημοψηφισμάτων με λαϊκή πρωτοβουλία, γεγονός που αποδυναμώνει τη συμμετοχή των πολιτών στις τοπικές αποφάσεις και υποβαθμίζει τον ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Σύμφωνα με την Οργανωτική Επιτροπή, η επιτάχυνση της συλλογής υπογραφών συνδέεται και με τον προβληματισμό γύρω από ενδεχόμενες αλλαγές στον Κώδικα Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι οποίες θα μπορούσαν να περιορίσουν ή και να καταργήσουν τη δυνατότητα διεξαγωγής τοπικών δημοψηφισμάτων με λαϊκή πρωτοβουλία.
Παράλληλα, έγινε αναφορά σε πρακτικές άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Ελβετία και η Γερμανία, όπου η λαϊκή πρωτοβουλία αποτελεί θεσμοθετημένο εργαλείο άμεσης δημοκρατίας.
Η εναλλακτική πρόταση που παρουσιάζει η Οργανωτική Επιτροπή, η οποία φαίνεται να είναι και η πιο μελετημένη, λαμβάνει υπόψη τις ουσιαστικές ανάγκες των κατοίκων της πόλης. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό που παρουσιάστηκε, στον χώρο της σημερινής ΔΕΘ θα μπορούσαν να παραμείνουν ήπιες, πολιτισμικές και κοινωνικές δραστηριότητες, όπως εκθέσεις μικρής κλίμακας και πολιτιστικά γεγονότα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της έκτασης να αποδοθεί στη δημιουργία μητροπολιτικού πάρκου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Οι πιο «βαριές» εκθεσιακές και εμπορικές δραστηριότητες προτείνεται να μεταφερθούν στη Σίνδο, δυτικά της Θεσσαλονίκης, σε περιοχή με καλύτερη χωροταξική δυνατότητα και πρόσβαση σε μεταφορικές υποδομές. Η ιδέα μεταφοράς της ΔΕΘ εκτός κέντρου δεν είναι νέα, αλλά συζητείται ήδη από τη δεκαετία του 1970, και κατά καιρούς έχει επανέλθει στον δημόσιο διάλογο χωρίς να υλοποιηθεί.
Στο ίδιο πλαίσιο, ασκήθηκε κριτική στον ρόλο του Υπερταμείου, το οποίο συγκεντρώνει τον έλεγχο της δημόσιας περιουσίας με κυρίως οικονομικά κριτήρια. Τα μέλη της ομάδας επαναλαμβάνουν το αίτημα για απεμπλοκή της ΔΕΘ από το Υπερταμείο και επιστροφή της στον δημόσιο έλεγχο, ως δημόσιο αγαθό.
Φυσικά διεγείρονται και προβληματισμοί γύρω από την έντονη πίεση ένταξης της ΔΕΘ στο Υπερταμείο, τη στιγμή που η ίδια η κυβέρνηση παρουσιάζει την Ελλάδα ως μια πλέον οικονομικά αξιόπιστη χώρα, ικανή να αποπληρώνει τις υποχρεώσεις της ταχύτερα από ό,τι αρχικά προβλεπόταν. Υπό το πρίσμα του αφηγήματος για μια οικονομική σταθερότητα, γιατί ένας τόσο κρίσιμος δημόσιος χώρος θα πρέπει να εντάσσεται σε μηχανισμούς διαχείρισης που συνδέονται με την αποπληρωμή χρέους και την αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας;
Πέρα από τις τεχνικές λεπτομέρειες, η συζήτηση για τη ΔΕΘ αγγίζει τον πυρήνα της δημοκρατικής συμμετοχής και της διαχείρισης του δημόσιου χώρου. Από τη μία πλευρά, η κυβέρνηση υποστηρίζει την ανάγκη υλοποίησης ενός μεγάλου αναπτυξιακού έργου. Από την άλλη, πολίτες και συλλογικότητες ζητούν λόγο στη λήψη αποφάσεων που επηρεάζουν το κέντρο και το μέλλον της Θεσσαλονίκης.
Το αν η ανάπλαση της ΔΕΘ θα προχωρήσει με τον υφιστάμενο σχεδιασμό ή αν θα τεθεί σε διαδικασία ευρύτερης κοινωνικής διαβούλευσης μέσω δημοψηφίσματος παραμένει ανοιχτό και αναμένεται να αποτελέσει σημείο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης το επόμενο διάστημα.