Σε περιόδους ιστορικής ρευστότητας, κοινωνικής κόπωσης και αξιακής αποσάθρωσης, αναδύονται με αξιοσημείωτη κανονικότητα μορφές πολιτικού λόγου που διεκδικούν τον τίτλο του «αντισυστημικού», ενώ στην πραγματικότητα λειτουργούν ως ο πιο πιστός μηχανισμός αναπαραγωγής του ίδιου του συστήματος. Πρόκειται για έναν λόγο επιθετικά απλουστευτικό, εμμονικά ισοπεδωτικό και βαθύτατα μηδενιστικό, ο οποίος συμπυκνώνεται στο χυδαίο αξίωμα «όλοι ίδιοι είναι». Ένα αξίωμα που δεν αποτελεί διαπίστωση αλλά ιδεολογική επιλογή, και μάλιστα επιλογή με σαφές πολιτικό πρόσημο.
Η ισοπεδωτική ρητορική δεν συνιστά κριτική, συνιστά την ακύρωση κάθε δυνατότητας κριτικής. Εκκινεί από την εξίσωση ανόμοιων πολιτικών, κοινωνικών και ιστορικών πραγματικοτήτων, προκειμένου να καταλήξει στην άρνηση της ίδιας της πολιτικής ως πεδίου αντιπαράθεσης συμφερόντων και αξιών. Όταν όλες οι πολιτικές δυνάμεις παρουσιάζονται ως αδιακρίτως διεφθαρμένες, όταν κάθε ιδεολογική διαφοροποίηση εκλαμβάνεται ως προσχηματική, τότε η έννοια της επιλογής καθίσταται κενή περιεχομένου. Η δημοκρατία, έτσι, δεν κρίνεται ανεπαρκής, κηρύσσεται άχρηστη.
Ο πραγματικός αντισυστημισμός προϋποθέτει ανάλυση των υλικών σχέσεων εξουσίας, σαφή εντοπισμό των κυρίαρχων συμφερόντων και συγκρουσιακή στρατηγική απέναντί τους. Αντιθέτως, ο ψευδοαντισυστημικός λόγος επιλέγει τη θολούρα, την αφαίρεση και τη γενίκευση. Δεν κατονομάζει δομές, δεν αναμετριέται με την οικονομική ισχύ, δεν αγγίζει τους μηχανισμούς συσσώρευσης. Αρκείται στην ηθικολογία και στον γενικευμένο καταγγελτισμό, μετατρέποντας την πολιτική σε θέατρο αγανάκτησης χωρίς διακύβευμα.
Πόση, δε, η υποκρισία όσων εκφέρουν αυτόν τον λόγο από θέσεις δημόσιας προβολής, πολιτικής ισχύος ή κοινωνικού προνομίου! Πρόσωπα που εντάχθηκαν πλήρως στους μηχανισμούς του συστήματος, που ωφελήθηκαν από αυτούς και συχνά τους υπηρέτησαν ενεργά, να εμφανίζονται εκ των υστέρων ως «αντισυστημικοί», υιοθετώντας τη στάση του αγανακτισμένου παρατηρητή. Πρόκειται για μια στρατηγική αυτοαθώωσης και ταυτόχρονα για μια επιθετική μετακύλιση ευθύνης: όλοι φταίνε, άρα κανείς δεν φταίει. Ταυτόχρονα, είναι και ο πιο κυνικός οπορτουνισμός: η μεταμφίεση της συμμετοχής σε καταγγελία, της ευθύνης σε αγανάκτηση.
Επικίνδυνα μονοπάτια
Η ιδεολογική συγγένεια αυτού του λόγου με την ακροδεξιά παράδοση είναι όχι απλώς εμφανής, αλλά οργανική. Ιστορικά, ο φασισμός δεν οικοδομήθηκε πάνω σε συνεκτικές κοινωνικές αναλύσεις, αλλά πάνω στην αποστροφή προς την «παρακμιακή πολιτική», τον κοινοβουλευτισμό και τις συλλογικές διαδικασίες. Η απαξίωση της δημοκρατικής διαμεσολάβησης υπήρξε πάντοτε το προοίμιο του αυταρχισμού. Το «όλοι ίδιοι είναι» λειτουργεί ως ιδεολογικός προθάλαμος της επιθυμίας για έναν εξωθεσμικό, «αποφασιστικό» φορέα εξουσίας, απαλλαγμένο από ελέγχους, αντιφάσεις και λογοδοσία.
Η ρητορική αυτή είναι επικίνδυνη και διότι αποπολιτικοποιεί τη σύγκρουση. Μετατρέπει τις κοινωνικές αντιθέσεις σε πολιτισμική δυσαρέσκεια, τον θυμό σε αυτάρεσκο συναίσθημα και την αγανάκτηση σε υποκατάστατο πολιτικής πράξης. Η απουσία προγράμματος, στόχων και συλλογικής προοπτικής δεν αποτελεί αδυναμία, αλλά δομικό χαρακτηριστικό. Όσο λιγότερο συγκεκριμένος είναι ο εχθρός, τόσο πιο ακίνδυνος γίνεται ο λόγος για την πραγματική εξουσία –και άρα πιο επικίνδυνος για την κοινωνία.
Ο αληθινά ριζοσπαστικός λόγος δεν φοβάται τις διακρίσεις, τις αντιθέσεις, τη σύγκρουση. Δεν εξισώνει, αποκαλύπτει. Δεν μηδενίζει, ιεραρχεί. Δεν αποσύρει τον πολίτη από την πολιτική αλλά τον καλεί να εμπλακεί ενεργά σε αυτήν. Αντιθέτως, ο ψευδοαντισυστημικός μηδενισμός αποτελεί την πιο ύπουλη μορφή συντήρησης: ένα ιδεολογικό όπλο στραμμένο όχι εναντίον του συστήματος, αλλά εναντίον της δυνατότητας να αμφισβητηθεί.
Και οι ατραποί στις οποίες οδηγεί αυτή η ιδεολογία, αυτή η γενικευμένη δυσπιστία προς τους θεσμούς –που δεν γεννά χειραφέτηση αλλά κενό εξουσία–- είναι ιστορικά γνωστές και επανειλημμένως διαψευσμένες με τραγικό τρόπο.
Η παγίδα της «κανονικοποίησης»
Πέραν όμως της πολιτικής του λειτουργίας, ο λόγος της ισοπέδωσης επιτελεί και μια βαθιά πολιτισμική διάβρωση. Διαβρώνει την ίδια την έννοια της ευθύνης, ατομικής και συλλογικής, αντικαθιστώντας την με έναν άμορφο, καθολικό κυνισμό: αν όλοι είναι εξίσου ένοχοι, τότε καμία πράξη δεν μπορεί να κριθεί, καμία επιλογή να αξιολογηθεί, καμία στάση να λογοδοτήσει. Η ηθική παύει να είναι πεδίο σύγκρουσης και μετατρέπεται σε άλλοθι αδράνειας. Η κοινωνία εθίζεται στην ιδέα ότι η διαφθορά, η αυθαιρεσία και η ανισότητα δεν είναι ιστορικά παραγόμενα φαινόμενα, αλλά φυσικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης συνύπαρξης. Έτσι, το άδικο κανονικοποιείται.
Σε αυτό το πλαίσιο, η «αντισυστημική» ρητορεία λειτουργεί ως τεχνολογία αποπροσανατολισμού. Αντί να οξύνει την ταξική, κοινωνική ή πολιτική συνείδηση, την απονευρώνει. Αντί να παράγει έννοιες, παράγει κραυγές. Η πολιτική σκέψη αντικαθίσταται από μια αισθητική της οργής, όπου η ένταση του λόγου συγχέεται με τη ριζοσπαστικότητα. Οι σύνθετες κοινωνικές αντιθέσεις απλοποιούνται σε εύκολους εχθρούς: «οι πολιτικοί», «οι πρόσφυγες», «οι δημοσιογράφοι», «οι ειδικοί». Έτσι, ο κοινωνικός θυμός αποσπάται από τις πραγματικές δομές εξουσίας και διοχετεύεται σε αποδιοπομπαίους τράγους. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια μορφή ιδεολογικού εντυπωσιασμού, ο οποίος ευνοεί τα μέσα, τους αλγόριθμους και τη λογική της διαρκούς πρόκλησης αλλά αδυνατεί να συγκροτήσει οποιοδήποτε συνεκτικό σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ο λόγος συνυπάρχει άνετα με τον ανορθολογισμό, τη συνωμοσιολογία και την περιφρόνηση της γνώσης. Όταν οι θεσμοί απαξιώνονται συλλήβδην, απαξιώνεται ταυτόχρονα και κάθε μορφή τεκμηριωμένης κριτικής. Ο ειδικός εξισώνεται με τον δημαγωγό, η έρευνα με τη φήμη, το επιχείρημα με το σύνθημα. Έτσι διαμορφώνεται ένα πεδίο όπου η αλήθεια καθίσταται σχετική και η δύναμη του λόγου μετριέται αποκλειστικά από τη δυνατότητά του να διεγείρει θυμικά αντανακλαστικά.
Τελικά, η ισοπεδωτική «αντισυστημική» ρητορική δεν αποδομεί την εξουσία, την αποενοχοποιεί. Δεν αποκαλύπτει τις αντιφάσεις του συστήματος, τις εξομαλύνει μέσα σε έναν γενικευμένο μηδενισμό. Και σε αυτό ακριβώς έγκειται η ιστορική της επικινδυνότητα: προετοιμάζει κοινωνίες κουρασμένες, αποπροσανατολισμένες και πολιτικά αφοπλισμένες να αποδεχθούν, σχεδόν ανακουφισμένες, την υποκατάσταση της δημοκρατίας από την επιβολή. Γιατί όταν η πολιτική παρουσιάζεται ως αδιόρθωτα σάπια, η αυθαιρεσία εμφανίζεται όχι ως απειλή, αλλά ως λύση.
Σε τελική ανάλυση, το «όλοι ίδιοι είναι» δεν είναι κραυγή ρήξης, αλλά σύνθημα παράδοσης. Και όσοι το επαναλαμβάνουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, δεν στέκονται απέναντι στην εξουσία. Της ανοίγουν τον δρόμο.