Macro

Αναστασία Τσουκαλά: Τα εγγενή όρια της αστυνομικής βίας

Όταν αναφερόμαστε στην αστυνομική βία, τείνουμε να εστιάζουμε στη βαρύτητα της εκδήλωσής της και/ή στα μέτρα ελέγχου της. Σπάνια αναρωτιόμαστε αν η αστυνομική βία έχει εγγενή όρια.

Το πρώτο όριο καθίσταται αντιληπτό εάν κάνουμε μια ιστορική αναδρομή στη θανατηφόρο αστυνομική βία από το 1975 μέχρι σήμερα. Εξαιρώντας τα περιστατικά σε συνοριακές ζώνες και χώρους κράτησης, διαπιστώνουμε ότι έχουν καταγραφεί 37 θάνατοι αόπλων, κυρίως κατά τη διάρκεια ελέγχου στοιχείων και στο πλαίσιο διαδηλώσεων. Οι θάνατοι αυτοί δεν είναι όμως ισομερώς καταμερισμένοι στον χρόνο: ενώ μέχρι τον Οκτώβριο του 2008 έχουν καταγραφεί 32 περιστατικά, η θανατηφόρος βία ανακόπτεται μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Το επόμενο περιστατικό, με θύμα τον Νίκο Σαμπάνη, συνέβη το 2021. Είναι σαφές ότι η κοινωνική οργή που πυροδοτήθηκε το 2008 θεωρήθηκε τόσο απειλητική για την καθεστηκυία τάξη που εκμηδένισε για μεγάλο διάστημα τη θανατηφόρο αστυνομική βία. Δεδομένου ότι, μετά το 2021, τα θύματα ήταν ένας ανήλικος Ρομ, ένας αλλοδαπός και ένας ανήλικος που θεωρήθηκε ότι ήταν Ρομ, είναι εξίσου σαφές ότι μετά τον Δεκέμβριο του 2008 δεν καταγράφηκε περιστατικό με θύμα «αμιγώς» Έλληνα. Ο φόβος για τυχόν παραβίαση αυτού του αδιόρατου ορίου της αστυνομικής βίας φάνηκε ξεκάθαρα κατά τη διάρκεια της βίαιης καταστολής της φετινής ειρηνικής πορείας της 6ης Δεκεμβρίου, όταν η διαπίστωση ότι ένας βαριά τραυματισμένος στο κεφάλι διαδηλωτής είχε χάσει τις αισθήσεις του προκάλεσε πανικό στους παρευρισκόμενους αστυνομικούς.

Ο πανικός αυτός πήγαζε επίσης από την επίγνωση ότι η απρόκλητη καταστολή δεν υπάκουε σε καμία σύννομη λογική. Θεωρώντας δεδομένο ότι η ΕΛΑΣ γνώριζε εκ των προτέρων πως η συγκεκριμένη πορεία θα ήταν ειρηνική, μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι η αντισυνταγματική παραβίαση της ελευθερίας κυκλοφορίας στον χώρο του μνημείου για τον Γρηγορόπουλο και η συνεπακόλουθη βάναυση καταστολή ειρηνικών διαδηλωτών εξυπηρετούσε αποκλειστικά επικοινωνιακούς σκοπούς, προκειμένου να παραμείνει συνδεδεμένο το όνομα του Γρηγορόπουλου, και κατ’ επέκταση του Νίκου Ρωμανού, με σκηνές βίας – ως αναγκαία επικαιροποίηση μιας επιτακτικής διαχρονικής ταύτισης αυτών των ονομάτων με θεματικές βίαιης παρανομίας και κοινωνικής απειλής. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι όχι μόνο η ΕΛΑΣ δεν αιτιολόγησε, έστω προσχηματικά, την απαγόρευση κυκλοφορίας, αλλά, αντίθετα, ισχυρίστηκε αυθαίρετα ότι οι αστυνομικές δυνάμεις δέχτηκαν επίθεση με καδρόνια από περίπου 400 άτομα. Ο ισχυρισμός αυτός, που θυμίζει τον εξίσου ανυπόστατο ισχυρισμό του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη περί 150 ατόμων που έριψαν 600 μολότοφ έξω από το Εφετείο όταν ανακοινώθηκε η καταδικαστική απόφαση για τη Χρυσή Αυγή, αναπαράχθηκε ευρέως δημοσιογραφικά και ενισχύθηκε από ψευδείς δηλώσεις δημοσιογράφων για ρίψεις μολότοφ, ώστε να εδραιωθεί πλήρως στην κοινή γνώμη η διαχρονική ταύτιση των Γρηγορόπουλου – Ρωμανού με βίαιες πράξεις.

Πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι η ακραία καταστολή αυτής της πορείας διευκολύνθηκε από την ευαλωτότητα των συμμετεχόντων. Αφενός οι ειρηνικοί διαδηλωτές αιφνιδιάστηκαν και, αφετέρου, θεωρείτο βέβαιο ότι, λόγω των ιδεολογικών τους πεποιθήσεων, τα θύματα δεν πρόκειται να προσφύγουν στη δικαιοσύνη. Κοινώς, η αστυνομική βία ασκήθηκε εκ του ασφαλούς.

Όταν, όμως, η ΕΛΑΣ κλήθηκε να καταστείλει τις τωρινές αγροτικές κινητοποιήσεις, κατέστη ορατό ένα άλλο όριο της αστυνομικής βίας, που τέθηκε λόγω της μη ευαλωτότητας των αγροτών. Αντίθετα από τους κατοίκους των αστικών κέντρων, οι αγρότες είναι μαθημένοι να ζουν σε καθεστώς ελευθερίας, με αποτέλεσμα η παρουσία αστυνομικών διμοιριών στον τόπο τους να πυροδοτεί αβίαστα βίαιες αντιδράσεις σε κάθε απόπειρα επιβολής ανοίκειων εξουσιαστικών λογικών. Επιπλέον, δεν αποθαρρύνονται εύκολα, καθώς είναι μαθημένοι να αντιπαλεύουν τις αντιξοότητες της φύσης. Μπορούν να αντεπιτίθενται ακόμα και όταν έχουν δεχτεί αστυνομικές επιθέσεις, επειδή είναι σκληροτράχηλοι. Δεν πτοούνται από τα δακρυγόνα, καθώς είναι επαγγελματικά εξοικειωμένοι με την επαφή με χημικές ουσίες και παραμένουν απρόβλεπτοι στις κινήσεις τους επειδή δεν περιορίζονται στην αναπαραγωγή προκαθορισμένων ρεπερτορίων δράσης.

Οι μαζικές αναδιπλώσεις των αστυνομικών δυνάμεων ανά την επικράτεια έδειξαν ότι η προσφυγή στην αστυνομική βία είναι απρόσφορο, αν όχι αντιπαραγωγικό, μέσο ελέγχου των αγροτών. Τηρουμένων των αναλογιών, τα μεταγενέστερα καλέσματα της κυβέρνησης για διάλογο με εκπροσώπους των αγροτών θυμίζουν αναπόφευκτα ό,τι είχε συμβεί τον Φεβρουάριο του 2020 στη Χίο και τη Λέσβο, όταν οι σφοδρές μαζικές αντιστάσεις των νησιωτών στη βίαιη καταστολή που υπέστησαν προκάλεσαν την εσπευσμένη αποχώρηση των αστυνομικών διμοιριών από τα αντίστοιχα νησιά.

Η ύπαρξη εγγενών ορίων της αστυνομικής βίας σε περιπτώσεις μαζικής και σθεναρής κοινωνικής αντίδρασης ή αντίστασης μπορεί να αναλυθεί θετικά ως επιβεβαίωση της υπέρτερης ισχύος των κοινωνικών δυναμικών, ή αρνητικά ως υπόμνηση της διαχρονικής απουσίας αποτελεσματικού θεσμικού ελέγχου της αστυνομικής βίας.

Η ΕΠΟΧΗ