Η πρώτη συνάντηση του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκου Χριστοδουλίδη με τον ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας Τουφάν Έρχιουρμαν.Μετά την εκλογή του Τουφάν Έρχιουρμαν στην προεδρία της τουρκοκυπριακής κοινότητας ήταν αναμενόμενο ότι θα προέκυπτε μία έντονη κινητικότητα για το Κυπριακό. Αποτελεί γεγονός ότι το κλίμα έχει βελτιωθεί και όλες οι πλευρές προετοιμάζονται στην κατεύθυνση ενός νέου γύρου διαπραγματεύσεων.
Στις 20 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνάντηση Χριστοδουλίδη- Έρχιουρμαν. Στην συνάντηση συμμετείχε μέσω τηλεδιάσκεψης η προσωπική απεσταλμένη του ΟΗΕ Μαρία Άνχελα Ολγκίν. Η συζήτηση έγινε σε «εγκάρδιο κλίμα, περιστράφηκε στην οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης και διατυπώθηκε η θέληση των δύο πλευρών να προχωρήσουν προσεχτικά αλλά σταθερά στη διαδικασία της συζήτησης για την ουσία του Κυπριακού», όπως ανακοινώθηκε.
Είχε προηγηθεί η επίσκεψη του Τ. Έρχιουρμαν στην Άγκυρα. Είναι γεγονός ότι αυτή καθυστέρησε σημαντικά, καθώς η τουρκική ηγεσία ψάχνει τρόπους να προσαρμοσθεί στην νέα πραγματικότητα, μετά την εκλογή με συντριπτική πλειοψηφία ενός νέου ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας οι θέσεις και οι αξίες του οποίου αποστασιοποιούνται από αυτές της Άγκυρας. Μάλιστα, σε αντίθεση με τον προκάτοχο του Ε. Τατάρ, ο Έρχιουρμαν υποστηρίζει το πλαίσιο του ΟΗΕ για λύση ομοσπονδίας. Οι δηλώσεις των δύο πλευρών ήταν φειδωλές. Οφείλουμε όμως να σημειώσουμε ότι οι τούρκοι αξιωματούχοι και ειδικά ο υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, όλο και λιγότερο αναφέρεται με ένταση στη λύση των δύο κρατών.
Επανέναρξη συνομιλιών
Από την ελληνοκυπριακή πλευρά, ο πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης δηλώνει πανέτοιμος για την επανέναρξη των συνομιλιών από εκεί που διακόπηκαν στο Κραν Μοντανά, χωρίς όμως να έχει καταστήσει σαφές τι ακριβώς κατανοεί ως περιεχόμενο των συμφωνηθέντων και ιδίως εάν αποδέχεται τις προτάσεις για την πολιτική ισότητα που περιλαμβάνονται στο σημείωμα του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ (εκ περιτροπής προεδρία, σταθμισμένη ψήφος , ειδική πλειοψηφία).
Ο Τουφάν Έρχιουρμαν, πέρα από τα 10 σημεία που κατέθεσε κατά τη συνάντηση των δύο ηγετών και αφορούν κυρίως θέματα της καθημερινότητας (σημεία διέλευσης και μέτρα διευκόλυνσής της, πρόνοιες για τα τέκνα των μικτών γάμων, λειτουργία κοινών επιτροπών) ισχυρίζεται ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει σπουδή στην επανέναρξη των συνομιλίων, ώστε να υπάρχει η καλύτερη δυνατή προετοιμασία και θέτει τέσσερις όρους για αυτές:
-Την αποδοχή της πολιτικής ισότητας των Τουρκοκυπρίων από την ελληνοκυπριακή πλευρά.
-Τη δέσμευση ότι δεν θα ανοιχθούν ζητήματα τα οποία έχουν συμφωνηθεί στις διαπραγματεύσεις του Ιουλίου του 2017.
-Η διαδικασία δεν μπορεί να είναι αέναη, αλλά να είναι ορισμένου χρόνου. Κάτι με το οποίο ήδη διαφώνησε δημοσίως , ο ελληνοκύπριος διαπραγματευτής Μενέλαος Μενελάου.
-Σε περίπτωση αποτυχίας των συνομιλιών, με ευθύνη των ελληνοκυπρίων, όπως έγινε το 2004, με το σχέδιο Ανάν, οι Τουρκοκύπριοι δεν θα παραμείνουν απομονωμένοι όπως σήμερα. Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι αυτό το σημείο αποτελεί την «καυτή πατάτα» για τις πολιτικές δυνάμεις της Κύπρου, καθώς δεν γίνεται αποδεκτό, παρότι φαίνεται να κερδίζει υποστήριξη από τον διεθνή παράγοντα. Υπονοείται ότι σε μία πιθανή αποτυχία θα υπάρξουν ως ελάχιστο, άνοιγμα του εμπορίου, απευθείας πτήσεις, ακτοπλοϊκή σύνδεση, διεθνής εκπροσώπηση και σχέσεις με την ΕΕ (στην αναβάθμιση των σχέσεων επενδύει από τώρα η νέα ηγεσία των Τουρκοκύπριων) ένα μοντέλο που θυμίζει έντονα αυτό της Ταϊβάν.
Σε κάθε περίπτωση, οι επόμενοι σταθμοί είναι η επίσκεψη της ειδικής απεσταλμένης στην Κύπρο και η κοινή συνάντηση με τους Νίκο Χριστοδουλίδη και Τουφάν Έρχιουρμαν, στις 11 Δεκεμβρίου. Ακόμα, έχει ανακοινωθεί από κοινού επίσκεψη στην έδρα της Επιτροπής Αγνοουμένων, στην προοπτική άτυπης πενταμερούς διάσκεψης (Ελλάδα, Τουρκία, Ηνωμένο Βασίλειο και οι δύο κοινότητες) στις αρχές του 2026.
Προοπτικές και δυσκολίες
Παρά τη σχετική βελτίωση του κλίματος , θα ήταν καλύτερα να κρατάμε μικρό καλάθι. Οι δηλώσεις είναι ενθαρρυντικές , αλλά πολλά θα εξαρτηθούν από επιμέρους παράγοντες. Αποτελεί ερώτημα πώς η Τουρκία θα μετασχηματίσει την πολιτική της και θα εγκαταλείψει την πολιτική της διχοτόμησης. Προφανώς το 65% των Τουρκοκύπριων που ψήφισαν ενάντια στη θέση της Άγκυρας , αποτελεί παράγοντα πίεσης. Η Άγκυρα θα χρειασθεί διπλωματικά και γεωπολιτικά κέρδη και ανταλλάγματα για να προχωρήσει . Η εμπλοκή της στον ενεργειακό καταμερισμό της περιοχής , η σύσφιξη των σχέσεων της με την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελούν στοιχεία τα οποία , εφόσον αξιοποιηθούν, από την ελληνική και κυπριακή διπλωματία θα μπορούσαν να διαμορφώσουν θετικές προοπτικές.
Επίσης ερώτημα αποτελεί η στάση της ελληνοκυπριακής ηγεσίας. Το τελευταίο διάστημα στις πολλές στρατιωτικές και θρησκευτικές εκδηλώσεις και οι οποίες παραπέμπουν σε παραστάσεις του προηγούμενου αιώνα, ο κύπριος πρόεδρος επαναλαμβάνει ότι θα μετατρέψει την Κύπρο σε αστακό. Εκατομμύρια ευρώ δαπανώνται κυρίως σε ισραηλινές αμυντικές εταιρείες για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού. Το ερώτημα όμως παραμένει. Είναι δυνατόν η λύση να είναι στρατιωτική; Μπορεί η Κύπρος χωρίς ναυτικό ούτε αεροπορία να αναμετρηθεί σε στρατιωτικό επίπεδο με τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ; Ωφελεί η καλλιέργεια τέτοιων εντυπώσεων στους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας; Οι απαντήσεις είναι αυτονόητες. Αυτό που χρειάζεται είναι μία λύση, όσο το τιμόνι των συνομιλιών κρατάει ο ΟΗΕ. Ειδικά σε συνθήκες , όπου κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει μία διπλωματική πρωτοβουλία του προέδρου ων ΗΠΑ, όταν και εφόσον κλείσει το ουκρανικό ζήτημα. Αυτό φαίνεται να αναφέρει ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Άγκυρα, Τόνι Μπάρκα, σε συνέντευξή του στην Καθημερινή, όταν αναφέρεται στον ρόλο των ΗΠΑ, που θα ξεπερνούσε την παραδοσιακή διπλωματική διαμεσολάβηση, μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας. Ο αμερικανός πρέσβης στάθηκε και στον ρόλο της Κύπρου. «Δεν μπορείς να έχεις ένα απόστημα στο κέντρο ενός κατά τ’ άλλα υγιούς σώματος» είπε, υπογραμμίζοντας ότι η Λευκωσία πρέπει να ενταχθεί σε οποιαδήποτε συνολική διευθέτηση. Σε αυτή την περίπτωση, το Κυπριακό θα εισέλθει σε θολό τοπίο, καθώς το κριτήριο θα είναι η ισχύς στο πεδίο και οι ναρκισσιστικές προτεραιότητες του Ντόναλντ Τραμπ.
Στη συγκεκριμένη συγκυρία είναι απαραίτητες κινηματικές φιλειρηνικές πρωτοβουλίες των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που επιδιώκουν τη λύση και στις δύο κοινότητες. Οι δημοκρατικές δυνάμεις και από τις δύο πλευρές της πράσινης γραμμής οφείλουν να εντείνουν τις προσπάθειές τους.
Το Κυπριακό στην «Ιθάκη»
Η έκδοση του βιβλίου του Αλέξη Τσίπρα «Ιθάκη» και οι αναφορές του στη μεγάλη χαμένη ευκαιρία των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά τον Ιούλιο του 2017 διαμόρφωσε έναν νέο γύρο αντιπαράθεσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων της Κύπρου. Ο τέως πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης υποστήριξε ότι ο Αλέξης Τσίπρας δικαιώνει τη στάση στις συνομιλίες και επιβεβαιώνει τη θέση του, ότι το ναυάγιο των συνομιλιών ήταν αποτέλεσμα της τουρκικής αδιαλλαξίας. Πράγματι, ο πρώην πρωθυπουργός, όπως άλλωστε θα έκανε κάθε συστημικός έλληνας πολιτικός, γράφει, ότι η αδιάλλακτη θέση του τούρκου υπουργού Εξωτερικών κατά τη διάρκεια του δείπνου οδήγησε στο αδιέξοδο.
Όπως επισημαίνουν όμως πολιτικοί και δημοσιογραφικοί κύκλοι στην Κύπρο, που πρόσκεινται στην Αριστερά και στις δυνάμεις που επιδιώκουν τη λύση, στο βιβλίο υπάρχει και ένας σοβαρός υπαινιγμός καθώς ο Αλέξης Τσίπρας σημειώνει ότι υπήρξε ένα παράθυρο ευκαιρίας όταν ο γ.γ. του ΟΗΕ είχε προφορική δέσμευση της τουρκικής πλευράς για αλλαγή της στάσης της , σχετικά με τις εγγυήσεις και την απομάκρυνση των δυνάμεων εισβολής εφόσον βέβαια η ελληνοκυπριακή πλευρά συμφωνούσε στα θέματα της πολιτικής ισότητας . Είναι ένα στοιχείο το οποίο καταμαρτυρεί τόσο ο γ.γ., όσο και πρόσωπα που συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις.
Ο Αλέξης Τσίπρας σημειώνει ότι, παρά την επιθυμία του, δεν είχε τη δυνατότητα να διαπιστώσει αν αυτό αποτελούσε μία ειλικρινή στάση ή έναν διπλωματικό ελιγμό της τουρκικής διπλωματίας , καθώς ο κύπριος πρόεδρος τον απέτρεψε να μεταβεί στην Ελβετία για συνάντηση με τον τούρκο ομόλογό του.
Προφανώς το ναυάγιο της προσπάθειας που έγινε τον Ιούλιο του 2017 αποτελεί ένα σημαντικό ζήτημα για το οποίο ο γ.γ. του ΟΗΕ αποδίδει τις ευθύνες στη στάση του κύπριου προέδρου και στο οποίο θα πρέπει να επανέλθουμε εκτενέστερα.