Το «γιατί» δεν αποδέχθηκε την πρόσκληση του Αλέξη Τσίπρα να πάρει τα ηνία του ΣΥΡΙΖΑ το 2023, εξηγεί η Εφη Αχτσιόγλου στη συνέντευξη που ακολουθεί. Μιλάμε όμως μαζί της και για τη Νέα Αριστερά και τον αντιδεξιό πόλο, αλλά και για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
● Γνωστή πια, τοις πάσι, η αναφορά του Αλέξη Τσίπρα στο πρόσωπό σας, στην άρνησή σας να πάρετε τα ηνία του ΣΥΡΙΖΑ στο διάστημα μεταξύ των δύο αναμετρήσεων του 2023. Ποια η δική σας προσέγγιση σε όλα αυτά, κυρία Αχτσιόγλου;
Πράγματι μου έγινε η πρόταση που περιγράφεται στο βιβλίο. Σε εκείνη τη φάση ωστόσο είχα μια διαφορετική πολιτική εκτίμηση. Ο Αλέξης Τσίπρας ήταν ο φυσικός ηγέτης του χώρου για περισσότερα από 15 χρόνια και είχα την άποψη ότι δεν έπρεπε να παραιτηθεί.
Η εκτίμησή μου ήταν ότι μια τέτοια εξέλιξη θα έστελνε περισσότερο ένα σήμα αποδιοργάνωσης παρά ανανέωσης του χώρου, σε μια πολύ κρίσιμη καμπή. Θεώρησα επίσης ότι μια τέτοια ενέργεια θα βάθαινε την εσωτερική κρίση που ήδη σοβούσε στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως εξάλλου και ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός την αποτυπώνει, πόσο μάλλον που η ανάληψη μιας τόσο μεγάλης ευθύνης θα γινόταν χωρίς τη γνώμη των μελών του κόμματος. Αυτή ήταν η πολιτική μου εκτίμηση, την οποία εξήγησα τότε και στον Αλέξη Τσίπρα.
● Παρά τη συγκεκριμένη αναφορά, θα μπορούσατε στο μέλλον να βρεθείτε στο ίδιο τραπέζι με τον πρώην πρωθυπουργό, σε μια κοινή προσπάθεια να δοθεί προοδευτική κυβερνητική πρόταση στους πολίτες;
Ας δούμε πρώτα σε ποια συνθήκη βρισκόμαστε: σε μια συνθήκη όπου οι διαχωριστικές γραμμές των πολιτικών δυνάμεων –σε Ελλάδα και Ευρώπη– θα τίθενται πλέον επί του διλήμματος «πόλεμος ή ειρήνη». Αυτό λίγο πολύ μας είπαν τόσο ο κ. Δένδιας που κάλεσε να είμαστε έτοιμοι να υποδεχτούμε φέρετρα με την ευρωπαϊκή σημαία, όσο και ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών. Σε μια συνθήκη στην Ελλάδα που αποκαλύπτεται δημόσια ότι οι εξεταστικές επιτροπές είναι στημένες και η κυβέρνηση συνεχίζει τις business as usual, με το καθεστώς Μητσοτάκη να έχει ευτελίσει κάθε θεσμό, ενώ το αίσθημα δικαίου στους πολίτες βρίσκεται στο ναδίρ.
Σε μια συνθήκη που οι πολίτες πληρώνουν αυξήσεις στο ρεύμα από 50% έως 120%, την ώρα που τα διευθυντικά στελέχη της ΔΕΗ έχουν αυξήσει τις αμοιβές τους κατά 1.200%! Σε μια τέτοια οριακή συνθήκη, έχουμε πραγματικά την πολυτέλεια οι δυνάμεις της αριστερής αντιπολίτευσης να ταλανιζόμαστε από επιμέρους διαφωνίες για το παρελθόν; Κατά τη γνώμη μου, δεν θα πρέπει να μας απασχολεί τίποτε άλλο από το πώς θα ανατρέψουμε το καθεστώς της ασφυξίας. Και πώς στη βάση συγκεκριμένων προγραμματικών αιχμών θα συντονίσουμε τον βηματισμό μας. Με όποιον επομένως κινείται σε αυτή την κατεύθυνση, της συγκρότησης ενός αντιπαραθετικού στη Δεξιά πόλου, τόσο στο επίπεδο των προτάσεων όσο και της στρατηγικής, θα πρέπει να επιδιώξουμε να συμπορευτούμε. Από αυτό δεν μπορεί να αποκλείεται κανείς.
● Την ίδια στιγμή, πάντως, στη Νέα Αριστερά είναι προφανές ότι υπάρχουν δύο διαφορετικά στρατηγικά σχέδια, που είναι δύσκολο να ενωθούν μάλλον. Μήπως είναι προτιμότερο να παραδεχθείτε όλοι την πικρή αλήθεια και να πάτε παρακάτω;
Η πραγματικότητα είναι ότι η Νέα Αριστερά μιλά για την ανάγκη ενός πολιτικού μετώπου εδώ και ενάμιση χρόνο. Δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις γι’ αυτό σήμερα; Οπως ίσως σκέφτονται αρκετοί και εντός της Νέας Αριστεράς; Να δουλέψουμε για να υπάρξουν. Να επιμείνουμε εκεί που συγκλίνουμε, να βάλουμε στο τραπέζι τις κύριες προγραμματικές μας αιχμές και εκεί, είμαι βέβαιη, θα βρούμε πολύ περισσότερες συμπτώσεις παρά αποκλίσεις. Να ανοίξουμε τον δρόμο για την εφαρμογή μιας άλλης πολιτικής στο σήμερα. Αυτό είναι το αίτημα των εργαζόμενων τάξεων, αυτή είναι η πρόκληση και το καθήκον μας, εκεί θα μετρηθούμε όλοι.
● Αλλάζοντας θέμα, η συζήτηση για τον προϋπολογισμό ξεκίνησε. Σημαντικό κομμάτι αυτού του προϋπολογισμού είναι τα «μέτρα της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης». Γιατί είναι αρνητική η Αριστερά στην ενίσχυση των πολιτών έστω και με έκτακτα μέτρα;
Ακούστε δύο αριθμούς: Το πρωτογενές πλεόνασμα ανέρχεται στα 9,2 δισ., ενώ τα μέτρα της ΔΕΘ μόλις στα 1,76 δισ. Είναι σαν να έχετε πάρει από κάποιον πέντε, να του δίνετε πίσω το ένα και να αναμένετε να σας ευγνωμονεί. Πρόκειται για καθαρή εξαπάτηση, όπως αυτή που συστηματικά εφαρμόζει η Ν.Δ. με τα μέτρα της ΔΕΘ. Αλλά και η ίδια η δομή των μέτρων είναι εξόχως άδικη. Ευνοούνται πολύ περισσότερο τα υψηλά εισοδήματα, καθόλου τα χαμηλά και ελάχιστα τα μεσαία.
Την ίδια ώρα, και αυτό προκύπτει ευθέως από την αύξηση των φορολογικών εσόδων στον προϋπολογισμό κατά 2,5 δισ., αφαιμάσσονται έτι περαιτέρω οι πολίτες, κυρίως οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα. Διότι απ’ τα 2,5 δισ., τα 1,6 δισ. προέρχονται από τον ΦΠΑ, τον πλέον άδικο φόρο που επιβαρύνει περισσότερο τα χαμηλά εισοδήματα. Συνολικά, εργαζόμενοι, επαγγελματίες και συνταξιούχοι έχουν καταστεί έρμαια των επιλογών της Ν.Δ. να μην παρεμβαίνει στην αγορά για να περιορίσει την αισχροκέρδεια, να μη μειώνει το ΦΠΑ και να μην αυξάνει το αφορολόγητο.
● Το 46% των μισθωτών, σχεδόν 1,1 εκατ. συμπολίτες μας, έχουν μισθό έως 1.000 ευρώ μεικτά. Τα ίδια και χειρότερα για τους συνταξιούχους. Ποια δέσμευση μπορεί να αναλάβει η Αριστερά για τους ανθρώπους αυτούς;
Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ακρίβεια και τη στεγαστική κρίση, διαμορφώνουν μία ασφυκτική κατάσταση. Χρειάζεται μια συνολική αλλαγή πλεύσης σε τρία επίπεδα:
1. Στην εργασία: μεγαλύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού σε συνδυασμό με πλήρη επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία και σταδιακή εφαρμογή του 35ωρου χωρίς μείωση αποδοχών. Ασφαλώς απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κατάργηση των άθλιων νόμων για 13ωρη εργασία και απλήρωτες υπερωρίες.
2. Στη φορολογία: αλλαγή του μείγματος μεταξύ άμεσων και έμμεσων φόρων, με στοχευμένες μειώσεις του ΦΠΑ. Στόχος πρέπει να είναι η αύξηση του μεριδίου των μισθών στο ΑΕΠ.
3. Παρέμβαση στην αγορά για ρύθμιση της ακραία ολιγοπωλιακής κατάστασης που έχει διαμορφωθεί σε κρίσιμους τομείς και πάταξη των εναρμονισμένων πρακτικών που έχουν οδηγήσει στην πρωτοφανή συγκέντρωση πλούτου σε λίγα χέρια.
Νίκος Παπαδημητρίου