Με τον Βασίλη Ρόγγα γνωριζόμαστε χρόνια, από τις εποχές της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ. Τελευταία μιλήσαμε ξανά με αφορμή τη συμμετοχή του στο Global Sumud Flotilla. Η υπόθεση της Παλαιστίνης —ο αγώνας ενάντια στη γενοκτονία, την κατοχή και το απαρτχάιντ— φέρνει κοντά συντρόφους που είχαν χαθεί με τα χρόνια. Για τη γενιά μας, μια γενιά της κρίσης που βρέθηκε διασκορπισμένη σε όλο τον κόσμο, αυτή η σύνδεση έχει ιδιαίτερη σημασία.
Σε όλες αυτές τις συζητήσεις υπήρχε ένας κοινός παρονομαστής: η εμμονή της Γερμανίας με το Ισραήλ φαινόταν ακατανόητη. Ζώντας στη Γερμανία, η ερώτηση αυτή με συνόδευε σε κάθε συζήτηση. Από αυτήν γεννήθηκε η ιδέα να μοιραστώ με την Εποχή μερικές σκέψεις. Καθώς οι σκέψεις μεγάλωσαν, το άρθρο χωρίστηκε σε δύο μέρη:
Το πρώτο εξετάζει την ιστορική σχέση Γερμανίας – Ισραήλ, από τις αποζημιώσεις και τη στρατιωτική συνεργασία, μέχρι την εργαλειοποίηση της «ενοχής» για γεωπολιτικά συμφέροντα.
Το δεύτερο εστιάζει στη σημερινή Γερμανία, από τη στάση της πολιτικής και την καταστολή, μέχρι τη δημόσια γνώμη, το κίνημα και την αριστερά.
Καλή ανάγνωση!
Παρακολουθώντας κανείς τις εξελίξεις γύρω από το παλαιστινιακό διεθνώς, θα συναντήσει δύο κράτη που αποτελούν σταθερά τροχοπέδη για όποια επίλυση μπορεί να συμπεριλάβει τα αιτήματα των Παλαιστινίων: τις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Αφενός, οι δύο δυνάμεις αυτές αποτελούν και τους μεγαλύτερους εξαγωγείς όπλων προς το Ισραήλ, άρα έχουν άμεσα υλικά συμφέροντα. Αυτό το ιδιότυπο ερωτικό τρίγωνο έχει όμως μεγαλύτερο βάθος. Για να μπορέσει κανείς να καταλάβει την εμμονική σχέση της Γερμανίας με το Ισραήλ και, κατά συνέπεια, με το παλαιστινιακό ζήτημα, πρέπει να ξεκινήσει με μια ιστορική αναδρομή στη μεταπολεμική περίοδο.
Η μεταπολεμική Γερμανία
Μετά τη μεγάλη αντιφασιστική νίκη, άρα και το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (ΒΠΠ) και το μοίρασμα της Γερμανίας σε ανατολική, υπό τον έλεγχο της ΕΣΣΔ, και δυτική, υπό τον έλεγχο των Συμμάχων, μια από τις πρώτες ευθύνες των νέων τοποτηρητών ήταν η αποναζιστικοποίηση της Γερμανίας.
Η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας
H αντίδραση της ΕΣΣΔ, και έπειτα της ανατολικής Γερμανίας, ήταν η πιο άμεση: ήδη τα πρώτα χρόνια υπό σοβιετική κυριαρχία και πριν καν την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ), έγιναν σοβαρά βήματα το διάστημα 1945 έως 1949:
Στη Σοβιετική Ζώνη Κατοχής, η αποναζιστικοποίηση ήταν εκτεταμένη και αυστηρή. Περίπου 500.000 άτομα απομακρύνθηκαν από επίσημες θέσεις, όπως δάσκαλοι, δικαστές, αστυνομικοί, δημοσιογράφοι και διευθυντές εργοστασίων, λόγω των σχέσεών τους με το ναζιστικό καθεστώς. Παράλληλα, οι σοβιετικές Αρχές προχώρησαν σε εκτεταμένες δημεύσεις, κατασχέσεις μεγάλων βιομηχανιών, εκτάσεων και περιουσιακών στοιχείων που ανήκαν σε ναζί και άλλους που κερδοσκοπούσαν από τον πόλεμο, αξιοποιώντας τα στη βάση της σοσιαλιστικής κρατικοποίησης. Χιλιάδες ναζί και συνεργάτες τους συνελήφθησαν, ενώ πολλές χιλιάδες δικάστηκαν από το Σοβιετικό Στρατιωτικό Διοικητικό Συμβούλιο και αργότερα τα Γερμανικά Λαϊκά Δικαστήρια. (1)
Η ίδρυση της ΛΔΓ έγινε το 1949, πάνω σε μια εθνική αντιφασιστική και αντιιμπεριαλιστική αφήγηση, σύμφωνα με την οποία ο ναζισμός είναι προϊόν του καπιταλισμού, άρα ουσιαστικά πρόβλημα της Δυτικής Γερμανίας.
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας
Στις Δυτικές Ζώνες Κατοχής, από την άλλη, κινήθηκαν σε μια πολύ διαφορετική κατεύθυνση. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, δηλαδή στο διάστημα 1945-1949, ενόσω στην ανατολική πλευρά της χώρας οι ναζί και οι συνεργάτες τους ξηλώνονταν αποφασιστικά από τον κρατικό μηχανισμό, η κεντρική προτεραιότητα από μεριάς των ΗΠΑ και του δυτικού ιμπεριαλισμού ήταν να χτίσει ένα αντικομμουνιστικό μέτωπο στην Ευρώπη. (2, 5, 6)
Χαρακτηριστικά, 70-80% των δημόσιων λειτουργών και δικαστών της ΟΔΓ είχε προϋπηρεσία στο ναζιστικό καθεστώς, ενώ μόλις το 1951 ο καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ (CDU) έδωσε αμνηστία σε μεγάλο αριθμό μεσαίων και χαμηλόβαθμων πρώην στελεχών των ναζί. Ενδεικτικά, δημοσκοπήσεις τα πρώτα χρόνια μετά τον ΒΠΠ έδειχναν πως μόλις ένα 5% του πληθυσμού της ΟΔΓ ένιωθε ενοχές για τα εγκλήματα του ναζισμού απέναντι στην εβραϊκή κοινότητα. (2, 7)
Η ΟΔΓ έρχεται πρώτη φορά στ’ αλήθεια αντιμέτωπη με το παρελθόν της με τη γενιά του 1968. Στην πρώτη γραμμή βρίσκεται η νέα γενιά πια, η οποία μέσα από αντικαπιταλιστικές, αντιιμπεριαλιστικές και αντιφασιστικές συλλογικότητες, αμφισβητεί ανοιχτά τη γενιά των γονιών της, τη γενιά που στελέχωσε το ναζιστικό μηχανισμό.
Οδεύοντας προς το 1989 και την επανένωση των δύο Γερμανιών, η ΟΔΓ εισάγει την «πολιτική της μνήμης» (Erinnerungskultur) ως μέθοδο αντιμετώπισης του παρελθόντος. Μνημεία για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, εκδηλώσεις, παιδεία, παράγουν μια αυτοαναφορική, μοραλιστική, αλλά πρωτίστως επιλεκτική κουλτούρα μνήμης: μια μνήμη που έχει θύματα αλλά όχι ενόχους, και τα θύματα είναι επιλεγμένα με βάση τα παρόντα συμφέροντα του κράτους. Είναι η εβραϊκή κοινότητα, λανθασμένα ταυτισμένη με το Ισραήλ, αλλά όχι οι Ρομά, οι κομμουνιστές και κομμουνίστριες που έπεσαν στην αντίσταση, ή τα θύματα της γερμανικής αποικιακής πολιτικής, όπως π.χ. στη Ναμίμπια. (3, 7)
Κατά τη φιλόσοφο Σούζαν Νάιμαν, «Η εστίαση στο Άουσβιτς αποτελεί μια μορφή μετατόπισης για όσα δεν θέλουμε να γνωρίζουμε σχετικά με τα δικά μας εθνικά εγκλήματα.»(4)
(Δυτική) Γερμανία και Ισραήλ
Πώς καταλήγει η ΟΔΓ, όμως, η οποία αποτελεί σε μεγάλο βαθμό τη συνέχεια του γερμανικού ιμπεριαλισμού να κάνει στροφή 180 μοιρών και να έχει στις γεωπολιτικές της προτεραιότητες το Ισραήλ σε τόσο περίοπτη θέση;
Μετά τον πόλεμο, τόσο η Δυτική Γερμανία όσο και το Ισραήλ ήταν νεοσύστατα κράτη που πάλευαν να ενταχθούν στη Δύση. Το 1948 και το 1949, μέσα σε δύο χρόνια, ιδρύονται δύο καθεστώτα διαφορετικής φύσης αλλά κοινής αποστολής: να λειτουργήσουν ως προκεχωρημένα φυλάκια των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο. Το Ισραήλ ως ο στρατιωτικός βραχίονας των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή· η ΟΔΓ ως το οικονομικό και βιομηχανικό κέντρο του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη. Η σχέση ανάμεσα στα τρία κράτη –ΗΠΑ, Ισραήλ, Δυτική Γερμανία– θα χτιστεί μέσα σε αυτό το πλαίσιο.
Η Γερμανία χρειάζεται ηθική αποκατάσταση και επανένταξη στο δυτικό σύστημα· το Ισραήλ χρειάζεται οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη για να επιβιώσει· και οι ΗΠΑ χρειάζονται και τα δύο κράτη ως σταθερούς πυλώνες σε δύο μέτωπα του Ψυχρού Πολέμου. Έτσι γεννιέται ένα ιδιόμορφο μεταπολεμικό τρίγωνο, όπου το «ξεχρέωμα» του Ολοκαυτώματος μετατρέπεται σε εργαλείο γεωπολιτικής σταθερότητας, και η «ενοχή» της Γερμανίας αναβαθμίζεται σε πολιτικό κεφάλαιο.
Η συμφωνία αποζημιώσεων του 1952 μεταξύ Ισραήλ και Δυτικής Γερμανίας αποτέλεσε το θεμέλιο αυτής της σχέσης. Οι αποζημιώσεις, σε μεγάλο βαθμό, δεν κατευθύνονται προς τα εβραϊκά θύματα του Ολοκαυτώματος αλλά προς το κράτος του Ισραήλ. Η γερμανική ενοχή μετατρέπεται έτσι σε γεωπολιτικό εργαλείο: η Βόννη ξεπλένει το παρελθόν της μέσω της υποστήριξης του Ισραήλ, αποκτώντας παράλληλα μια θέση-κλειδί στη δυτική συμμαχία. Τα υπόλοιπα θύματα του ναζισμού –όπως ήδη αναφέραμε– μένουν εκτός μνήμης, χωρίς αναγνώριση ή αποζημιώσεις. Το Ισραήλ γίνεται έτσι ο αποκλειστικός αποδέκτης αυτής της επιλεκτικής «ενοχής». (2, 6)
Οικονομικά, οι γερμανικές πληρωμές λειτούργησαν περισσότερο ως επένδυση παρά ως αποζημίωση. Η Γερμανία χρηματοδότησε τη βιομηχανική μετάβαση του Ισραήλ: πρώτες ύλες, μηχανήματα, βιομηχανία, τεχνογνωσία και στρατιωτικός εξοπλισμός ρέουν από τη Βόννη προς το Τελ Αβίβ. Μεταξύ 1950 και 1954, έως και το 100% του σιδήρου και του χάλυβα για τη βιομηχανία του Ισραήλ προέρχονται από τις γερμανικές αποζημιώσεις. Η ανάπτυξη του Ισραήλ από αγροτική σε βιομηχανική κοινωνία είναι άρρηκτα δεμένη με τη γερμανική βοήθεια, όπως και η στρατιωτικοποίησή του: όπλα, τεχνολογία και εκπαίδευση αξιωματικών από τη Bundeswehr στο IDF, με Γερμανούς εκπαιδευτές να φτάνουν στο Ισραήλ και Ισραηλινούς να εκπαιδεύονται στη Γερμανία. Ακόμη και πρώην στελέχη των SS φαίνονται σαγηνευμένα από το μιλιταριστικό καθεστώς του Ισραήλ. (2)
Ένα νέο σύστημα αλληλεξάρτησης είχε δημιουργηθεί: το οικονομικό, στρατιωτικό και ιδεολογικό τρίγωνο ΗΠΑ-Γερμανίας-Ισραήλ.
Ενωμένη Γερμανία, Διχασμένη Γερμανία
Όπως γνωρίζουμε, η επανένωση της Γερμανίας το 1989 δεν ήταν ένωση, ήταν απορρόφηση. Η Δυτική Γερμανία ενσωμάτωσε την Ανατολική, όχι μόνο οικονομικά αλλά και ιδεολογικά. Το νέο ενιαίο κράτος οικοδομήθηκε πάνω στα θεμέλια της Δύσης: φιλελευθερισμός, ατλαντισμός, αντικομμουνισμός και μια επιλεκτική «κουλτούρα ενοχής». Η μνήμη του Ολοκαυτώματος λειτούργησε ως ηθική θεμελίωση του νέου κράτους – όχι ως ιστορική αυτοκριτική αλλά ως κρατική ιδεολογία.
Η πολιτική αυτή κορυφώθηκε το 2008, όταν η Άγκελα Μέρκελ, μιλώντας στην Κνεσέτ, τη Βουλή του Ισραήλ, διακήρυξε ότι«η ασφάλεια του Ισραήλ αποτελεί μέρος της raison d’état της Γερμανίας» (Staatsräson). Από εκεί και πέρα, η υποστήριξη προς το Ισραήλ δεν ήταν πια απλή εξωτερική πολιτική αλλά στοιχείο της ίδιας της εθνικής ταυτότητας. (7)
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της ήττας και της ιμπεριαλιστικής παλινόρθωσης, η γερμανική Αριστερά διχάστηκε.
Η κατάρρευση της ΛΔΓ και η ήττα του διεθνούς αντιιμπεριαλισμού σηματοδότησαν το τέλος μιας παράδοσης που συνέδεε τον αντιφασισμό με τον αντικαπιταλισμό. Από αυτή την ιδεολογική κρίση θα γεννηθεί, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, το ρεύμα των «Antideutsch» (Αντιγερμανοί). (8, 9, 10)
Το κάποτε αντιιμπεριαλιστικό σύνθημα «Ποτέ ξανά Γερμανία» μετασχηματίζεται: από αντιεθνικιστικό γίνεται φιλοδυτικό. Για τους «Antideutsch», ο φασισμός δεν είναι προϊόν του καπιταλισμού αλλά του αντισημιτισμού. Ο αντιιμπεριαλισμός θεωρείται ύποπτος εκ φύσεως· η υποστήριξη προς τις ΗΠΑ και το Ισραήλ παρουσιάζεται ως ηθική υποχρέωση απέναντι στη ναζιστική κληρονομιά. (8)
Αν και αυτή η τάση παραμένει μειοψηφική, η λογική της επιβιώνει. Μετά το 2000, μεγάλο μέρος της κυβερνητικής ή θεσμικής Αριστεράς –είτε από ιδεολογική ταύτιση είτε από πολιτικό οπορτουνισμό– ενσωματώνει αυτή τη λογική. Η «staatsräson», η κρατική λογική που ταυτίζει τη γερμανική ευθύνη με την υποστήριξη στο Ισραήλ, γίνεται προϋπόθεση για συμμετοχή στην εξουσία. (8, 10)
Σήμερα, η επίκληση του αντισημιτισμού λειτουργεί ως φίλτρο πολιτικής νομιμοφροσύνης. Κάθε κριτική προς το Ισραήλ ή το δυτικό ιμπεριαλισμό αντιμετωπίζεται ως ύποπτη. Η γερμανική Αριστερά, ακόμη κι όταν απορρίπτει τον όρο «Antideutsch», συχνά αναπαράγει τη λογική του: έναν αντι-αντισημιτισμό που έχει μετατραπεί σε κεντρικό πυλώνα του ίδιου του γερμανικού κράτους. (8, 9, 10)
1. https://www.hdg.de/lemo/kapitel/nachkriegsjahre/entnazifizierung–und–antifaschismus/entnazifizierung.html
2. https://jacobin.com/2025/05/postwar-germany-israel-military-economy
3. Reinhart Kößler / Henning Melber, Selective commemoration: coming to terms with German colonialism
4. Susan Neiman, Learning From the Germans: Confronting Race and the Memory of Evil
5. https://mondoweiss.net/2024/08/germany-was-never-denazified-thats-why-its-siding-with-israel-today/
6. https://www.aljazeera.com/opinions/2024/11/8/why-is-germany-supporting-israels-genocide-in-gaza
7. https://www.theguardian.com/news/2025/jan/30/israel-and-the-delusions-of-germanys-memory-culture
8. https://www.leftvoice.org/antideutsche-the-aberration-of-germanys-pro-zionist-left/
9. https://www.theguardian.com/world/2006/aug/28/germany.lukeharding
10. https://taz.de/Debatte-um-Antideutsche/!6115105/
2. https://jacobin.com/2025/05/postwar-germany-israel-military-economy
3. Reinhart Kößler / Henning Melber, Selective commemoration: coming to terms with German colonialism
4. Susan Neiman, Learning From the Germans: Confronting Race and the Memory of Evil
5. https://mondoweiss.net/2024/08/germany-was-never-denazified-thats-why-its-siding-with-israel-today/
6. https://www.aljazeera.com/opinions/2024/11/8/why-is-germany-supporting-israels-genocide-in-gaza
7. https://www.theguardian.com/news/2025/jan/30/israel-and-the-delusions-of-germanys-memory-culture
8. https://www.leftvoice.org/antideutsche-the-aberration-of-germanys-pro-zionist-left/
9. https://www.theguardian.com/world/2006/aug/28/germany.lukeharding
10. https://taz.de/Debatte-um-Antideutsche/!6115105/
_____________________________________
Κράτος, προπαγάνδα και κοινωνική πραγματικότητα στη σημερινή Γερμανία
«Staatsräson», καταστολή και ποινικοποίηση της αμφισβήτησης
Η «staatsräson» παραμένει ακλόνητη επίσημη γραμμή όλων των κυβερνήσεων – από τη Μέρκελ μέχρι τον Σολτς και τον Μέρτς. Οι εξοπλιστικές συμφωνίες με το Ισραήλ αυξάνονται, ενώ η ρητορική περί «ιστορικής ευθύνης» χρησιμοποιείται για να νομιμοποιεί πολιτικές στήριξης ακόμα και σε εγκλήματα πολέμου. Η Γερμανία έχει εξελιχθεί στο πιο φανατικά φιλοϊσραηλινό κράτος της Ευρώπης, μπλοκάροντας ψηφίσματα υπέρ της εκεχειρίας στον ΟΗΕ και χρηματοδοτώντας τη γενοκτονία των Παλαιστινίων από το Ισραήλ.
Παράλληλα, ο αντι-αντισημιτισμός μετατρέπεται σε όπλο πολιτικής πειθαρχίας: κάθε αμφισβήτηση της ισραηλινής πολιτικής ή έκφραση αλληλεγγύης στον παλαιστινιακό λαό ποινικοποιείται. Καλλιτέχνες, πανεπιστημιακοί και ακτιβιστές αποκλείονται από χρηματοδοτήσεις ή δημόσιους χώρους με βάση «υποψίες αντισημιτισμού». Η υιοθέτηση και «εμβάθυνση» του ορισμού της IHRA (International Holocaust Remembrance Alliance) ταυτίζει την κριτική στο Ισραήλ με αντισημιτισμό και λειτουργεί ως νομικό φίμωτρο.
Το BDS έχει ουσιαστικά απαγορευτεί, ενώ οι διαδηλώσεις υπέρ της Παλαιστίνης αντιμετωπίζονται με πρωτοφανή αστυνομική βία. Δύο χρόνια και πλέον βλέπουμε την αστυνομική βία να κυριαρχεί στις εικόνες από τις πορείες για την Παλαιστίνη στη Γερμανία. Οι διαδηλώσεις μαζικοποιούνται, η φωνή της διαμαρτυρίας διαχέεται στην κοινωνία, όμως το γερμανικό κράτος, αντί να περιοριστεί, επιτίθεται πιο βίαια και πιο αυθαίρετα από ποτέ. Μόλις λίγες εβδομάδες πριν, η Λέα Ράισνερ δέχθηκε χτύπημα στο πρόσωπο από αστυνομικό, ενώ ακόμη πιο πρόσφατα ο Τζεμ Ίντσε συνελήφθη και ξυλοκοπήθηκε κατά τη διάρκεια πορείας – και οι δύο βουλευτές του Die Linke.
Αυτά τα περιστατικά δεν πέρασαν απαρατήρητα διεθνώς. Οργανισμοί όπως τα Ηνωμένα Έθνη και η Amnesty International καταγγέλλουν τη Γερμανία για παραβίαση θεμελιωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων και για κλιμάκωση της καταστολής ειρηνικών κινημάτων αλληλεγγύης προς την Παλαιστίνη. Η βία, οι αυθαίρετες συλλήψεις και η τρομοκράτηση πολιτών γίνονται πλέον εργαλεία πειθαναγκασμού και φίμωσης της κοινωνικής αντίδρασης.
ΜΜΕ και στρατηγικές χειραγώγησης
Ο εκδοτικός όμιλος «Axel Springer» αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα της μεταστροφής της γερμανικής δημόσιας σφαίρας. Ο ιδρυτής του ομίλου, Axel Springer, υπήρξε μέλος του Ναζιστικού Μηχανοκίνητου Σώματος (NSKK). Μετά τον πόλεμο, εξελίχθηκε σε σημαντικό εκδότη, ιδρύοντας την «Axel Springer SE» και προωθώντας τη γερμανική συμφιλίωση, ειδικά με το Ισραήλ, ενώ υποστήριζε φιλελεύθερη και φιλοαμερικανική γραμμή στις εκδόσεις του.
Σήμερα, τα μέσα του ομίλου και ευρύτερα τα γερμανικά ΜΜΕ εμφανίζουν έντονη ταύτιση με την ισραηλινή προπαγάνδα. Έρευνες της Forensic Architecture δείχνουν τεράστια αντιστοιχία των τίτλων γερμανικών άρθρων με δελτία τύπου του IDF και της ισραηλινής κυβέρνησης.
Ωστόσο, οι αντιφάσεις στην κοινή γνώμη δείχνουν ότι η προσπάθεια αυτή δεν έχει πλήρη αποδοχή: ενώ η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ προβάλλουν μια ενιαία εθνική γραμμή, μεγάλο μέρος του πληθυσμού αμφισβητεί την ισορροπία και τη δικαιοσύνη της πολιτικής αυτής, αποδεικνύοντας ότι η επίσημη «staatsräson» δεν αντικατοπτρίζει πλήρως τις απόψεις των Γερμανών πολιτών.
Η κοινή γνώμη σε αριθμούς
Η γερμανική κυβέρνηση, όπως και η πλειοψηφία των ΜΜΕ, δουλεύουν σκληρά να μας πείσουν πως η «staatsräson» χαίρει ομόφωνης στήριξης στη γερμανική κοινωνία. Παρ’ όλα αυτά, η κοινή γνώμη δείχνει να μετατοπίζεται από αυτή την αφήγηση.
Σύμφωνα με έρευνα της «YouGov», το Σεπτέμβριο του 2025 το 62% θεωρεί ότι οι ενέργειες του Ισραήλ στη Γάζα αποτελούν μια γενοκτονία, με υψηλότερα ποσοστά στους ψηφοφόρους των Πράσινων (71%) και του Die Linke (79%).
Παράλληλα, το 80% κρίνει την ισραηλινή στρατιωτική δράση στη Γάζα ως άδικη, όταν προκαλεί υψηλά θύματα στον παλαιστινιακό άμαχο πληθυσμό (από 69% το Μάρτιο 2024).
Τέλος, μια έρευνα της «Forsa» (Σεπτέμβριος 2025) κατέγραψε ότι 80% των Γερμανών ζητούν να σταματήσουν οι εξαγωγές όπλων της Γερμανίας προς το Ισραήλ.
Η κοινωνία στέκεται κριτικά απέναντι στην «staatsräson». Σε επίπεδο θεσμών, η υποστήριξη προς το Ισραήλ είναι αναγκαία· σε επίπεδο κοινής γνώμης, υπάρχει έντονη κριτική και αίσθηση αδικίας.
Tο Die Linke
Η εικόνα της γερμανικής κοινωνίας και Αριστεράς που σκιαγραφήσαμε ως εδώ αποτυπώνεται χαρακτηριστικά και στο μαζικότερο εκφραστή της γερμανικής Αριστεράς, το Die Linke.
Μετά από χρόνια πτωτικής πορείας, με αμφιβόλου περιεχομένου εκλογικές συνεργασίες, εσωτερικές διαμάχες και διασπάσεις, το κόμμα της γερμανικής Αριστεράς ξεκίνησε μια στροφή προς τα αριστερά, καθώς το όλο πολιτικό σκηνικό στρέφεται δεξιά υπό την πολιτική πίεση που σηματοδοτεί η εκλογική άνοδος του ακροδεξιού AfD. Το Die Linke παρουσιάζεται ως η μόνη συνεπής απάντηση στην Ακροδεξιά, ενώ από τις δημοσκοπήσεις ως τις εκλογές του Φεβρουαρίου του 2025 τριπλασίασε τα ποσοστά του και έπιασε το 8,8% σε εθνικό επίπεδο, ενώ στο Βερολίνο κατέλαβε την πρώτη θέση με σχεδόν 20% των ψήφων. Παράλληλα, από την αποχώρηση της Σάρα Βάγκεκνεχτ, από τη μια, αλλά και στελεχών όπως ο Κλάους Λέντερερ, από την άλλη, υπερδιπλασίασε τον αριθμό των μελών του, αγγίζοντας τις 120.000.
Μαζί με τη Βάγκεκνεχτ αποχώρησαν αρκετά στελέχη που είχαν αλληλέγγυα στάση απέναντι στον παλαιστινιακό λαό. Μαζί με τον Λέντερερ, ο οποίος είχε διατελέσει σε ένα ρόλο αντίστοιχο του αντιδημάρχου στο Βερολίνο και αποτελεί κεντρικό εκφραστή μιας φιλοϊσραηλινής γραμμής, αποχώρησε σημαντικό κομμάτι των στελεχών που συμμερίζονταν αυτή τη γραμμή, εγκαλώντας την Αριστερά για αντισημιτισμό κατά την αποχώρησή τους.
Αυτή η νέα ανθρωπογεωγραφία διαμορφώνεται παράλληλα με τη γενοκτονία στη Γάζα, ενάντια στην οποία διαμαρτύρονται παλαιστινιακοί φορείς, πολιτικές συλλογικότητες καθώς και μεγάλο τμήμα της βάσης του Die Linke, το οποίο παράγει και μεγάλη πίεση στην ηγεσία, που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε μια αριστερή, διεθνιστική και αλληλέγγυα θέση της βάσης και μια γραμμή που να χωρά στο γερμανικό status quo, δηλαδή την «staatsräson», προϊόν πίεσης από κυβερνητικά τμήματα του κόμματος.
Η πλάστιγγα δείχνει να γέρνει για πρώτη φορά από την άλλη μεριά: πολλές Ομάδες Εργασίας για την Αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη ιδρύονται σε κρατιδιακό επίπεδο εντός του κόμματος, οι οποίες έχουν πια και τη δυνατότητα να δικτυωθούν σε εθνικό επίπεδο. Ειδικά, νεοεκλεγμένοι βουλευτές του κόμματος βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του αγώνα.
Ήδη στο συνέδριο του κόμματος στο Κέμνιτς, το Μάιο του 2025, πέρασε τροπολογία για την υιοθεσία του ορισμού Jerusalem Declaration on Antisemitism (JDA), ενός ορισμού που αποσυνδέει τον αντισιωνισμό και την κριτική στο Ισραήλ από τον αντισημιτισμό. Ενδεικτικό της αγανάκτησης της βάσης για τη στάση του κόμματος στο παρελθόν αποτελεί το γεγονός πως το ψήφισμα αυτό πλειοψήφησε παρά την εισήγηση εκ μέρους του ενός εκ των δύο επικεφαλής του κόμματος, του Jan van Aken.
Το σημείο τομής ήρθε με τη συνδιοργάνωση της μεγαλύτερης πορείας για τη Γάζα στην ιστορία της Γερμανίας, στις 27 Σεπτεμβρίου 2025 στο Βερολίνο, με πάνω από 100.000 συμμετέχοντες. Κατά τη διάρκεια της πορείας, η Ινές Σβέρτνερ, συμπρόεδρος του Die Linke, πήρε ξεκάθαρη θέση υπέρ των Παλαιστινίων και ονόμασε τις ισραηλινές επιθέσεις στη Λωρίδα της Γάζας ως αυτό που είναι: «Είμαστε εδώ σήμερα γιατί στη Γάζα διαπράττεται γενοκτονία». Στη συνέχεια, πρόσθεσε μια ειλικρινή ομολογία για τη σιωπή του κόμματος μέχρι τότε: «Στεκόμαστε εδώ για ολόκληρο το κόμμα, γιατί λέμε: Σιωπήσαμε για πολύ καιρό, εγώ σιώπησα για πολύ καιρό».
Η δήλωση αυτή σηματοδοτεί μια σαφή τομή. Το Die Linke, που για καιρό απέφευγε τον όρο «γενοκτονία» για να ισορροπεί ανάμεσα στην κινηματική βάση και τα πιο συντηρητικά και κυβερνητικά τμήματα του κόμματος, πλέον σπάει την αμφισημία και παίρνει ξεκάθαρη, ανοιχτά μαχητική θέση. Η δημόσια αναγνώριση της ευθύνης για τη σιωπή στέλνει μήνυμα: η αλληλεγγύη στον παλαιστινιακό λαό δεν θα περιμένει άλλο. Παράλληλα, αυτή η στήριξη ενισχύει τη δράση των νεοεκλεγμένων βουλευτών και των οργανώσεων του κόμματος που πρωτοστατούν στον αγώνα για την Παλαιστίνη, δίνοντας νέα πνοή και αποφασιστικότητα στην εσωτερική αριστερή φωνή.
Επίλογος
Σήμερα, το Die Linke εμφανίζεται ξανά ως κόμμα που μπορεί να δώσει φωνή στην Αριστερά, να κινητοποιήσει και να εμπνεύσει. Η μαχητικότητα τμημάτων του δίνει ελπίδα ότι η φωνή της αλληλεγγύης και της διεθνιστικής Αριστεράς δεν θα πνιγεί από καιροσκοπικές φιλοδοξίες.
Η εποχή μας δεν συγχωρεί καθυστερήσεις. Ο Μερτς εισέρχεται δυναμικά στο φθινόπωρο των μεταρρυθμίσεων, το κράτος μετασχηματίζεται με αυξανόμενα αυταρχικούς τρόπους, η καταστολή εντείνεται πάνω σε όσους εκφράζουν αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη, ενώ η Ακροδεξιά βρίσκεται προ των πυλών. Όταν το Die Linke στρέφεται προς παραδείγματα όπως εκείνο του Μαμντάνι και του DSA στις ΗΠΑ ή την πρωτοβουλία Your Party στο Ηνωμένο Βασίλειο, γίνεται σαφές ότι οι αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη, στέγη, δημόσια αγαθά και φορολόγηση του πλούτου πρέπει να συνδέονται άμεσα με την αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη – δεν υπάρχει χώρος για εκπτώσεις ή συμβιβασμούς. Οι αγώνες της εποχής μας είναι αδιαχώριστοι από τον αγώνα για γη, ελευθερία και αξιοπρέπεια των Παλαιστινίων. Η Αριστερά πρέπει να προχωρήσει μαχητικά, ενωμένη και αποφασιστική: κάθε καθυστέρηση και κάθε δισταγμός δεν είναι απλώς πολιτικό λάθος, είναι συνενοχή στην αδικία.
Όπως είχε γράψει πριν σχεδόν δύο αιώνες ο Κάρλ Μάρξ: «Οι φιλόσοφοι μέχρι σήμερα ερμήνευσαν τον κόσμο· το δικό μας καθήκον είναι να τον αλλάξουμε».