Macro

Οψεις του σοβιετικού κονστρουκτιβισμού

Το βιβλίο καταπιάνεται με τρία κεφαλαιώδη ζητήματα: το κίνημα του κονστρουκτιβισμού με τους κύριους εκπροσώπους του, τη σχέση του σοβιετικού κονστρουκτιβισμού με τα δυτικά αντίστοιχα κινήματα, και τις πολεοδομικές-αρχιτεκτονικές πλευρές του κονστρουκτιβισμού

Το πώς βρέθηκε ο Κ. Ξανθόπουλος, αρχιτέκτονας, ερευνητής και με πολύχρονη διαμονή στο εξωτερικό, να γράφει ένα τόσο πολύπλοκο και απαιτητικό βιβλίο για την πρωτοπορία στην αρχιτεκτονική μετά τη Ρωσική Επανάσταση το περιγράφει ο ίδιος στα «Προλεγόμενά» του: η επιθυμία του να αναμετρηθεί με το θέμα ήταν «καρπός πολύχρονης διανοητικής και ερευνητικής ενασχόλησης», όμως περίμενε «μισό περίπου αιώνα» για να εκπληρωθεί. Η κρίσιμη στιγμή της απόφασης ήρθε όταν έπεσε το μάτι του σε δύο βιβλία σε βιτρίνα έξω από το πανεπιστήμιο Κολούμπια, του Α. Κοπ (Πόλη και Επανάσταση) και του Ε. Λισίτσκι (Μια αρχιτεκτονική για Παγκόσμια Επανάσταση). Το μάτι του κόλλησε στη λέξη Επανάσταση στους τίτλους, αυτόματα του γεννήθηκαν σκέψεις για τα «ουτοπικά σύνορα της τέχνης» και τις συχνά πικρές πολιτικές συνέπειες τέτοιων οραμάτων και αναλογίστηκε τις «ιστορικοκοινωνικές ανατροπές και αλληλεπιδράσεις» που πάντα υπεισέρχονται σε τέτοιες ιστορικές στιγμές.

Επρεπε όμως να περιμένει ώς το 2020 για ν’ αρχίσει το γράψιμο, όπως σημειώνει ο ίδιος, «χωρίς βέβαια να γνωρίζω εξαρχής πού και αν θα με έβγαζε κάπου». Αισθητή είναι στο βιβλίο του η εξαντλητική συλλογή υλικού όπου, πάλι με τα λόγια του, «εκτός από τα γραπτά κείμενα, η έρευνα στηρίχτηκε στη σύγχρονη τεχνολογία των διαδικτυακών μέσων, σε συνεντεύξεις, στην ακουστική απόδοση και σε απευθείας μεταφράσεις» από τα ρωσικά και τα ουκρανικά. Η διαφορά από παλιότερες δυνατότητες πληροφόρησης είναι αισθητή παντού στο βιβλίο, στη λεπτομερή ακρίβεια των στοιχείων που συσσωρεύονται, στη χρήση των αυθεντικών τίτλων σε ονομασίες με κυριλλικά στοιχεία γραφής, στις συσχετίσεις που μαρτυρούν βαθιά γνώση και επίπονες συσχετίσεις, ακόμα και στις πηγές των εικόνων που πλημμυρίζουν την έκδοση. Δεν είναι πως με αυτό τον τρόπο αποκαθίσταται η οπτική πιστότητα όρων και ονομάτων που παραμορφώνονταν στη μετάφραση, αλλά η αίσθηση πως ο αναγνώστης βρίσκεται κοντά, σχεδόν αγγίζει αυτά τα θρυλικά πρόσωπα και τις δραστηριότητές τους.

Εννοείται πως ο Ξανθόπουλος δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που γράφει για αυτή την εκτυφλωτικά δημιουργική περίοδο της σύγχρονης ιστορίας. Υπάρχει πλουσιότατη βιβλιογραφία και οργάνωση πολλών σχετικών εκθέσεων τις τελευταίες δεκαετίες που κάνουν γνωστή τη ρωσική πρωτοπορία στο Δυτικό κοινό. Θα αναφέρω δύο μόλις παραδείγματα. Δεν ήταν σύμπτωση άλλωστε πως στην παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα τον περασμένο Σεπτέμβριο, συντονιστής ήταν ο Παντελής Λαζαρίδης, καθηγητής στο ΑΠΘ, πρώτος μεταφραστής του βιβλίου του Κοπ στην Ελλάδα το 1976. Ούτε ότι εκείνος που γράφει αυτό το σημείωμα έτυχε να δει μια εντυπωσιακή αναδρομική έκθεση του μεγάλου Τάτλιν στη Βαρκελώνη το 1995.

Και αρχίζοντας από αυτό το τελευταίο, θυμάμαι ακόμα το πώς έμεινα άλαλος αντικρίζοντας εκεί μια αναπαράσταση του περίφημου πύργου του Τάτλιν (1919), μνημείου της Γ’ Διεθνούς. Αυτού του συνταρακτικού και μοναδικού έργου, που τώρα κοσμεί (επάξια) το εξώφυλλο, σχεδιασμένο ευρηματικά από τον Ιάκωβο Ουρανό, και αναλύεται σε περίπου 15 σελίδες κειμένου, πέρα από επιμέρους αναφορές, μέσα στο ίδιο το βιβλίο. Ακόμα κι αν, όπως λένε, χάνονταν όλες οι μνήμες και τα τεκμήρια κι απέμενε σκέτος ο πύργος, θα αρκούσε για να δείξει το σφρίγος αυτής της μοναδικής εποχής.

Σε γενικές γραμμές, ύστερα από δύο σχετικά σύντομα εισαγωγικά κεφάλαια για την αντίληψη της κοινωνίας και του σώματος, το βιβλίο καταπιάνεται με τρία κεφαλαιώδη ζητήματα: το κίνημα του κονστρουκτιβισμού με τους κύριους εκπροσώπους του, τη σχέση του σοβιετικού κονστρουκτιβισμού με τα δυτικά αντίστοιχα κινήματα και τις πολεοδομικές-αρχιτεκτονικές πλευρές του κονστρουκτιβισμού. Το τελευταίο κεφάλαιο αφιερώνεται στη σχετική εκπαίδευση της εποχής με τα εργαστήρια Φχούτεμας και Φχούτεϊν, αντίστοιχα της δυτικής σχολής Μπάουχαους.

Εμοιαζε κάπως χιουμοριστική η επιλογή του Ξανθόπουλου να κλείσει την παρουσίαση του βιβλίου του, που αναφέρθηκε πριν, αντί με τις τυπικές γενικότητες και ευχαριστίες, με μια ακριβόλογη αναφορά σε όσα ακόμα δεν έχουν ερευνηθεί για την περίοδο της Ρωσικής Επανάστασης. Ηταν η γνήσια αγωνία του ερευνητή που ομολογεί ότι υπάρχουν τόσα ακόμα να βρεθούν, εξίσου πολύτιμα και μοναδικά. Γιατί αυτός γνωρίζει καλά, καλύτερα από τον οποιονδήποτε, τι απομένει να γίνει, ίσως από άλλους, σκάβοντας σε αρχεία, διασώζοντας μαρτυρίες.

Δημήτρης Φιλιππίδης
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ