Το πιο ενδιαφέρον κείμενο από αυτά που γράφτηκαν για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο οποίος πέθανε πρόσφατα σε ηλικία 99 ετών, ήταν αυτό της Μιράντας Ξαφά, με τίτλο «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: Απέπνεε εμπιστοσύνη, δεν φοβόταν το κόστος» («Καθημερινή», 30.5.2017). Ανάμεσα στα ρητορικά κλισέ του τύπου «ήταν ειλικρινής», «δεν φοβόταν να πάρει δύσκολες αποφάσεις», «έλεγε πάντα την αλήθεια» κι άλλα παρόμοια που ακούγονται διαχρονικά από τους «μεταρρυθμιστές» εδώ και δεκαετίες, η Μ. Ξαφά διατύπωσε με περισσή σαφήνεια τον στόχο της απελευθέρωσης των τιμών του πετρελαίου που υλοποίησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη: «Τελικά αυξήθηκε η τιμή».
Η τότε διευθύντρια του οικονομικού γραφείου του εκλιπόντος πρώην πρωθυπουργού, η οποία, όπως η ίδια αναφέρει, είχε έρθει «στην Ελλάδα με άδεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τον Μάιο του 1991 για να εργαστώ για την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, που πίστευα ότι μπορούσε να βγάλει τη χώρα από την κρίση», σημείωσε ακόμα πως ο Κ. Μητσοτάκης «έπαιρνε δύσκολες αποφάσεις που εμπεριείχαν πολιτικό ρίσκο». Και συμπλήρωσε: «Η χορήγηση δύο αδειών κινητής τηλεφωνίας σε ιδιώτες, που κατέλυσε το μονοπώλιο του ΟΤΕ στις τηλεπικοινωνίες και η προσπάθεια ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ ήταν δύο τέτοιες αποφάσεις». Πού έγκειται η δυσκολία των αποφάσεων αυτών;
Την απάντηση είχε δώσει ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης. Στη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον Αλ. Παπαχελά με τον όρο να μη δημοσιευτεί προτού πεθάνει, ο επίτιμος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας επισημαίνει: «Δυσκολότερη τομή από την ιδιωτικοποίηση των αστικών συγκοινωνιών στην Αθήνα δεν υπήρχε». Και προσθέτει: «Έπρεπε να απολύσεις 7.500 ανθρώπους, οι οποίοι είχαν συνδικαλιστικά στηρίγματα και οι οποίοι ενθυμίστε τι προβλήματα είχαν δημιουργήσει». Η ρητορική αυτή, εν μέσω κρίσης, έχει επανέλθει στο προσκήνιο. Σε πρόσφατο άρθρο του για το ελληνικό πρόγραμμα, ο Πολ Τόμσεν ζητούσε από την κυβέρνηση «να ξεπεράσει την αντίσταση των κατεστημένων συμφερόντων που έχουν εμποδίσει την εφαρμογή του προγράμματος στο παρελθόν».
Σύμφωνα με το πλαίσιο αυτό, οι ισχυροί είναι οι εργαζόμενοι, ιδίως αυτοί του δημοσίου τομέα, ενώ οι ανίσχυροι είναι οι επιχειρηματίες, οι τραπεζίτες, οι επενδυτές. Τα κατεστημένα συμφέροντα εμποδίζουν την ανάπτυξη, την οποία μπορεί να φέρει μόνο η ιδιωτική πρωτοβουλία. Με άλλα λόγια, ο ανίσχυρος είναι αυτός που κατέχει τα μέσα παραγωγής, ενώ ο ισχυρός είναι αυτός που εργάζεται. Διαφορετικά, ισχυρός είναι αυτός που ζει από τον μισθό του και ανίσχυρος αυτός που ζει από την εργασία των υπαλλήλων του.
Ο εχθρός λοιπόν είναι ο συνδικαλισμός, δηλαδή η οργανωμένη δράση για την υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, «κατεστημένα συμφέροντα» είναι τα συνδικάτα -«συντεχνίες» είναι η άλλη λέξη που χρησιμοποιείται, ώστε να προκύπτει συνειρμικά η παραπομπή στον Μεσαίωνα- ενώ οι ενώσεις των βιομηχάνων, των εφοπλιστών, ή η Ελληνική Ένωση Τραπεζών συνιστούν, μάλλον, διακοσμητικά στοιχεία. Η οποιαδήποτε αναφορά σε αυτές, σύμφωνα με τον κατά δήλωσή του «αντιλαϊκιστή» Ανδρέα Πανταζόπουλο, συνιστά δείγμα κοινωνικής μνησικακίας και θεωρίας συνωμοσίας που παραπέμπει στον εθνικολαϊκισμόi. Άλλωστε, οι φορείς αυτοί δεν λαμβάνουν ούτε αποφάσεις, ούτε παρεμβαίνουν στη λειτουργία του κράτους και των υπόλοιπων θεσμών. Λειτουργούν στην σφαίρα του φαντασιακού μόνο.
Αυτές τις προφανείς αδικίες ήθελε να διορθώσει ο εκλιπών, αλλά εμποδίστηκε από τα συμφέροντα. Είναι γνωστό πως ένας πολιτικός που εργάζεται με μοναδικό γνώμονα την Ελλάδα το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει είναι να παραχωρήσει τις τηλεπικοινωνίες της χώρας σε ιδιωτικές εταιρείες της Ιαπωνίας και της Κορέας, αλλά και να στήσει διαγωνισμούς για προμήθειες υλικού με φωτογραφικά κριτήρια για τη Siemens και την Ericssonii. Μόνο τα συνδικάτα είναι φορείς συμφερόντων άλλωστε.
i. Ανδρέας Πανταζόπουλος, «Η λαϊκιστική μνησικακία», http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=883344
ii. http://www.tovima.gr/relatedarticles/article/?aid=188427
Πηγή: Η Αυγή