Macro

Αννέτα Καββαδία: Ο…πολιτισμένος «Μεγάλος Αδελφός»

Αν δεν ήταν αληθινό, θα έμοιαζε με κακόγουστη φάρσα.

Το υπουργείο Πολιτισμού μοίρασε στους υπαλλήλους του –σύμφωνα με καταγγελία της Ενωτικής Αγωνιστικής Κίνησης Εργαζομένων– ένα εγχειρίδιο για την κυβερνοασφάλεια όπου, μεταξύ άλλων, τους δίνει κατευθύνσεις αναφορικά με την αποδεκτή συμπεριφορά τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με άλλα λόγια, ένα manual… ευπρέπειας για το πώς πρέπει να μιλούν, να γράφουν, άρα και να σκέφτονται, στα προσωπικά τους σόσιαλ μίντια:

«Οι υπάλληλοι οφείλουν να συμμορφώνονται με τις πολιτικές του Υπουργείου Πολιτισμού κατά τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην ιδιωτική τους ζωή, καθώς δύναται να θεωρηθεί ότι –έστω και ατύπως– εκπροσωπούν δημοσίως το Υπουργείο Πολιτισμού. Οφείλουν να διασφαλίζουν ότι οι ιδιωτικές δραστηριότητές τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν αντιτίθενται στις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει στο πλαίσιο της συνεργασίας τους με το Υπουργείο και διαχωρίζουν σαφώς την ιδιωτική παρουσία τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από την επίσημη εκπροσώπηση του Οργανισμού», αναφέρεται στο εν λόγω έγγραφο, στο οποίο ομολογείται ξεκάθαρα πως «η διαδικτυακή παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρακολουθείται συστηματικά, ώστε να εντοπίζεται και να αντιμετωπίζεται εγκαίρως δημοσιευμένο υλικό που θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στο Υπουργείο Πολιτισμού».

Αυταρχισμός και ανασφάλεια

Η εξέλιξη αυτή, όσο κι αν παρουσιάστηκε με τη συνήθη γραφειοκρατική «αθωότητα», δεν συνιστά απλώς μια διοικητική ιδιορρυθμία. Είναι πολιτικό γεγονός πρώτης τάξεως. Γιατί φανερώνει, με τρόπο καθαρό και ανησυχητικό, το πραγματικό ήθος μιας κυβέρνησης που αντιμετωπίζει τους πολίτες όχι ως άτομα με δικαιώματα αλλά ως υπαλλήλους υπό επιτήρηση.

Είναι πολιτικό σύμπτωμα, που δείχνει ένα κράτος που δεν εμπιστεύεται τους ανθρώπους του και μια κυβέρνηση που, πίσω από τον αψεγάδιαστο λόγο του εκσυγχρονισμού και της κανονικότητας, κρύβει μια βαθιά ανασφάλεια την οποία τρέφει με αυταρχισμό. Γιατί μόνο μια εξουσία που φοβάται τον πολίτη, αισθάνεται την ανάγκη να τον παρακολουθεί. Μόνο μια κυβέρνηση που έχει χάσει την αυτοπεποίθησή της, ψάχνει διαρκώς εχθρούς μέσα στα ίδια της τα γραφεία. Αντί να εμπιστευθεί τους υπαλλήλους της, τους θεωρεί εν δυνάμει απείθαρχους. Αντί να καλλιεργήσει ένα περιβάλλον ελευθερίας και υπευθυνότητας, τους υπενθυμίζει ότι κάποιος τους βλέπει. Αυτό δεν είναι διοίκηση, είναι μικροεξουσία σε κρίση πανικού. Γιατί το πιο ανησυχητικό δεν είναι ότι κάποιοι γραφειοκράτες συνέταξαν ένα τέτοιο κείμενο. Είναι ότι η πολιτική ηγεσία του υπουργείου το ενέκρινε και το διένειμε –τι ειρωνεία αλήθεια, το υπουργείο που θα έπρεπε να υπερασπίζεται την κριτική σκέψη και το δικαίωμα στην αμφισβήτηση, να μετατρέπεται σε σχολή συμμόρφωσης! Εξέλιξη, όμως, που δείχνει και κάτι βαθύτερο: μια νοοτροπία εξουσίας που δεν αντέχει τη διαφωνία, που θεωρεί την κριτική ως απειλή και που θέλει να διαμορφώνει όχι μόνο τις πράξεις αλλά και τις σκέψεις των υπαλλήλων της. Κουλτούρα αυταρχισμού με κοστούμι εκσυγχρονισμού. Δεν φοράει στολή, δεν κρατάει ρόπαλο, κρατάει τάμπλετ και παρακολουθεί λάικς. Τι παρακμή!

Παλιά τους τέχνη κόσκινο

Φυσικά, η πρακτική αυτή δεν προέκυψε εν κενώ. Είναι η λογική συνέχεια μιας πορείας σταθερής συρρίκνωσης του δημόσιου χώρου: από τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ και το Predator, ως την εχθρότητα απέναντι σε όσες φωνές ενοχλούν. Η κυβέρνηση που πίνει νερό στο όνομα της κανονικότητας, στην πράξη οικοδομεί μια κοινωνία επιτήρησης αφού στο όνομα της ευπρέπειας και της δημόσιας εικόνας, επιχειρεί να βάλει φίμωτρο στην απλή, καθημερινή έκφραση γνώμης.

Πρόκειται για μια επικίνδυνη μετάλλαξη: η διοίκηση, αντί να υπηρετεί τους πολίτες, αρχίζει να απαιτεί πίστη. Και ο δημόσιος υπάλληλος, αντί να είναι φορέας του κράτους δικαίου, γίνεται ύποπτος, ένα άτομο που πρέπει να επιβεβαιώνει διαρκώς την «ορθότητά» του μέσα από την αυτολογοκρισία. Έτσι χτίζεται ένα καθεστώς όπου η σιωπή γίνεται προϋπόθεση επαγγελματικής ασφάλειας.

Ας μην έχουμε αυταπάτες: η παρακολούθηση των κοινωνικών δικτύων δεν είναι θέμα «εσωτερικής πολιτικής ορθότητας», είναι ζήτημα δημοκρατίας. Η ελευθερία της έκφρασης δεν είναι διακοσμητικό προνόμιο, είναι το θεμέλιο κάθε ελεύθερης κοινωνίας. Όταν το κράτος αρχίζει να επιθεωρεί το προφίλ σου στα σόσιαλ μίντια, με την ίδια ευκολία αύριο θα θελήσει να ελέγξει τα μέιλ σου. Και τότε, η απόσταση ανάμεσα στη σύσταση και στη δίωξη θα είναι ελάχιστη. Το επιχείρημα, δε, ότι «ο δημόσιος υπάλληλος εκπροσωπεί το κράτος», είναι προσχηματικό. Την ώρα που γράφει στον προσωπικό του λογαριασμό, δεν ενεργεί ως φορέας εξουσίας, είναι πολίτης. Και, φυσικά, δεν είναι υπήκοος της/του εκάστοτε υπουργού. Έχει δικαίωμα γνώμης, χιούμορ, κριτικής, αγανάκτησης. Αν παρανομήσει, υπάρχουν νόμοι, αν συκοφαντήσει, υπάρχουν δικαστήρια –το τελευταίο πάντως που χρειάζεται είναι ένα υπουργικό εγχειρίδιο «ηθικής συμμόρφωσης».

Το σύνταγμα δεν του ζητά «θεσμική ευπρέπεια», του εγγυάται ελευθερία. Και όποιος προσπαθεί, στο όνομα του «κύρους», να του την αφαιρέσει, προσβάλλει όχι απλώς τον ίδιο, αλλά το ίδιο το κράτος δικαίου.

Η σιωπή δεν είναι πειθαρχία αλλά ήττα

Κάποτε, τέτοιες πρακτικές θα προκαλούσαν θύελλα αντιδράσεων. Σήμερα, κινδυνεύουν να περάσουν στα ψιλά στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης νομιμότητας. Και αυτό είναι ίσως το πιο τρομακτικό: ότι συνηθίζουμε τον έλεγχο, τον αποδεχόμαστε ως κανονικότητα. Μόνο που η υπόθεση του «εγχειριδίου» του υπουργείου Πολιτισμού είναι ένα μικρό επεισόδιο σε μια μεγάλη αφήγηση: τη σταδιακή μετατροπή της διοίκησης σε μηχανισμό συμμόρφωσης, και της κοινωνίας σε πεδίο παρακολούθησης.

Δεν είναι λεπτομέρεια, ούτε πρέπει να προσπεραστεί ως γραφικότητα. Αν δεν υπάρξει αντίδραση, αύριο η ίδια λογική θα επεκταθεί σε όλ@ όσ@ εργάζονται υπό δημόσιο καθεστώς.

Και τότε, θα έχει χαθεί κάτι πολύτιμο: όχι απλώς η ιδιωτικότητα, αλλά η ίδια η έννοια του ελεύθερου πολίτη.

Κάτι τελευταίο: η σιωπή δεν είναι πειθαρχία, είναι ήττα. Και όταν το υπουργείο Πολιτισμού μετατρέπεται σε υπουργείο επιτήρησης, τότε αυτός που κινδυνεύει είναι ο ίδιος ο πολιτισμός. Με ό,τι σηματοδοτεί. εφ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ