Macro

Δημήτρης Γιατζόγλου: Παραναγνώσεις της συγκυρίας και στρατηγικό κενό

1. Είναι ή όχι μείζον κοινωνικό αίτημα καi πολιτικό διακύβευμα της συγκυρίας η εκλογική ήττα του Μητσοτάκη ; Αν ναι, γιατί τα «προοδευτικά κόμματα» δεν
συγκροτούν ένα πολιτικό μέτωπο ανατροπής, αντί να αναλώνονται στους μεταξύ τους ανταγωνισμούς, ή σε προσχηματικές θεωρητικολογίες που αφορούν το παρελθόν ; Προς τί η εμμονή σε μια «ανεπίκαιρη ουτοπία», που αποτελεί παραλυτική «φενάκη», κενή πολιτικού νοήματος ;
Το ερώτημα απευθύνεται ως πιεστικό δίλημμα στον κόσμο της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς και έχει ακροατήριο. Εκφωνείται ως αυτονόητο πολιτικό αξίωμα, κραυγαλέα όμως απλοποιητικό για πολλούς λόγους.

• Αν η συγκυρία είναι αυτή που αναδεικνύει τα ερωτήματα, είναι ο στρατηγικός ορίζοντας αυτός που υποδεικνύει τις λύσεις. Το έχουμε δει να επαληθεύεται επανειλημμένα στη διαδρομή της παγκόσμιας αριστεράς και δεν χρειάζεται να πάμε πολύ πίσω στο παρελθόν. Αρκεί να σκεφτούμε την πρόσφατη εμπειρία του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία και τα όριά του – την πολιτική του αναποτελεσματικότητα, τις διαλυτικές τάσεις μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις. Όλα όσα δηλαδή καταδεικνύουν ότι η έλλειψη στρατηγικού βάθους μιας πολιτικής συμμαχίας υπονομεύει τη βιωσιμότητά
της με τις συνέπειες στο λαϊκό φρόνημα να είναι καταστροφικές.

• Αυτά που αντιπροτείνονται ως εναλλακτική στρατηγική, απέναντι σε «αναχρονιστικές αντικαπιταλιστικές φαντασιώσεις», όπως ότι η εξημέρωση του άγριου καπιταλισμού της εποχής είναι ένας εφικτός στόχος, μέσα από έναν «ιστορικό κοινωνικό συμβιβασμό των πολλών» εναντίον των «ολιγαρχών του ανήθικου πλούτου», αλλά και το ρεαλιστικό όριο στις προσδοκίες των υποτελών – το περιεχόμενο δηλαδή της επαγγελίας του “Δημοκρατικού Καπιταλισμού” – αποτελούν το τυπικότερο δείγμα πολιτικού φενακισμού. Υποδηλώνουν ταυτόχρονα έναν πολιτικό αναχρονισμό – την «επικαιροποίηση» μιας στρατηγικής ιδέας που έρχεται από το μακρινό παρελθόν : ότι δηλαδή, μπορεί στην εποχή μας να αναβιώσει ένα διακριτό μεταρρυθμιστικό «στάδιο», ανάλογο με εκείνο των «αστικοδημοκρατικών» αλλαγών

• Υπάρχει μια ριζική διαφορά ανάμεσα στην ουτοπία της χειραφέτησης από τους καταναγκασμούς του καπιταλισμού και στην φενάκη της «ηπιότερης διαχείρησής» του. Η πρώτη, ως πυρήνας ενός Πολιτικού Προγράμματος που αποκαθιστά τον δεσμό της πολιτικής πρακτικής στη συγκυρία με τους ριζοσπαστικούς μετασχηματισμούς του υπάρχοντος, μπορεί να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τον κόσμο της εργασίας και τα λαϊκά στρώματα. Η αναζήτηση του καλύτερου διαχειριστή υπόσχεται την μεγάλη διάψευση, την ενίσχυση του αντιπολιτικού ρεύματος, τη στροφή στην ακροδεξιά. Το
έχουμε δει να συμβαίνει. Δεν είναι βολονταρισμός το να επιχειρήσει η Αριστερά να εγγράψει στην ιστορική ενδεχομενικότητα την πραγματοποίηση της ουτοπίας, σ’ αυτή τη σκοτεινή εποχή ; Ναι! (Χωρίς αστερίσκους). Αλλά σε όλες τις μεγάλες στιγμές της αυτή ήταν η αφετηρία και όχι ο ρεαλισμός της προσαρμογής.

2. Θα αγνοήσουμε λοιπόν τη συγκυρία, και θα αποστασιοποιηθούμε από το σύνθημα “Να φύγει ο Μητσοτάκης” ; Τα ερωτήματα οδηγούν αναπόφευκτα στη συζήτηση για το «στρατηγικό κενό» στην Αριστερά, για το οποίο η απάντηση εξαντλείται στο «ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών». Να συζητήσουμε συγκεκριμένα και όχι επιλεκτικά. Να ξαναδούμε την εκτίμηση για τον «παρωχημένο αριστερό ριζοσπαστισμό που έκλεισε τον κύκλο του». Κα για τη μεγάλη εικόνα στην Ευρώπη.

Η Δεξιά δεν κυβερνά μόνο με την εξαπάτηση, τις πελατειακές συναλλαγές και την καταστολή. Υλοποιεί το Πολιτικό Πρόγραμμα ενός άτεγκτου νεοφιλελευθερισμού, της μόνης εκδοχής του καπιταλισμού της εποχής μας, με τις σκληρές ανισότητες να αποτελούν οργανικό στοιχείο της αναπαραγωγής του και όχι «ακρότητες». Ένα Πρόγραμμα που αφήνει το αποτύπωμά του σε κάθε πεδίο της κοινωνίας. Δεν αρκείται στη σαρωτική ιδιωτικοποίηση του παραγωγικού ιστού και των λειτουργιών του κοινωνικού κράτους.

Η «παραδοσιακή Δεξιά» μετασχηματίζεται σε μια «Νέα Δεξιά», στην ταυτότητα της οποίας συνυπάρχει ο τεχνοκρατικός με τον ακροδεξιό πολιτικό λόγο στις ακραίες εκδοχές του. Ηγείται ενός κοινωνικού μπλοκ στο οποίο συνυπάρχουν «ολιγάρχες» και μεσοστρώματα. Τα στερεότυπα της πολιτικής γλώσσας της διεισδύουν και στη «γλώσσα» της Αριστεράς (όπως ας πούμε η «κοστολόγηση» ενός πολιτικού προγράμματος), το πολιτισμικό της κοσμοείδωλο γίνεται αποδεκτό από πλατιά λαϊκά στρώματα. Η Δεξιά έδωσε και δίνει συστηματικά τη μάχη της ιδεολογίας, σε μια περίοδο που η Αριστερά δεν το κάνει για «να μην τρομάξει» το ακροατήριο.Η Δεξιά δεν κυβερνά μόνο με το μαστίγιο του αυταρχισμού αλλά και με συναίνεση. Και με έναν υπό διαμόρφωση «δεξιό ριζοσπαστισμό», με τους ακροκεντρώους σε ρόλο επιμελητείας. Τα θραύσματα του ΣΥΡΙΖΑ προτείνουν ως εναλλακτική την εκλογική συμπαράταξη της «κεντροαριστεράς». Και το ΠΑΣΟΚ την com il faut αντιπολίτευση της υπευθυνότητας.

Δεν κλυδωνίζεται όμως σήμερα ο κοινωνικό-πολιτικός συνασπισμός που κυβερνά; Και δεν είναι πιθανό να οδηγηθεί στην κατάρρευση ; Μόνο που οι προβλέψεις δεν συνιστούν πολιτική στρατηγική. Είναι η στάση παρατηρητή, που εναποθέτει τις ελπίδες του στην περίφημη δυναμική «των εσωτερικών αντιφάσεων». Ο Μητσοτάκης μπορεί «να φύγει». Όμως η ανασύνθεση του συνασπισμού διαθέτει πολιτικές εφεδρείες και υπαρκτές εναλλακτικές λύσεις για την αναπαραγωγή της δεξιάς κυριαρχίας.

Το ερώτημα λοιπόν είναι αν θα υπάρξει μια πειστική αμφισβήτηση και αντιπαράθεση στο συνολικό αφήγημα της δεξιάς διακυβέρνησης και όχι στις διαχειριστικές δευτερεύουσες πλευρές του. Υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι η ρητορική για τα μέτωπα κατά της «κλεπτοκρατίας» και της διαφθοράς, ο στόχος του καπιταλισμού της «δημοκρατικής κανονικότητας», ο «πατριωτισμός της φρεγάτας», οι «εθναρχικές» φαντασιώσεις, ο αρχηγικός μεσσιανισμός μπορεί να συναντηθούν με την απελπισία, τον θυμό, τις αναζητήσεις νοήματος από τους νέους ανθρώπους ;

Ας μην κρυβόμαστε. Η Αριστερά βυθίζεται σ’ ένα τέλμα πολιτικής ακινησίας επειδή δεν διαθέτει μια διακριτή πολιτική στρατηγική που θα την επανασυνδέσει με τις θεμελιακές κοινωνικές της αναφορές. Η κρίση της είναι ταυτοτική. Μοιάζει να μη μπορεί να υπάρξει παρά μόνο ως «κυβερνώσα». Θεωρεί ότι το παρελθόν της ξεκινά από το 2015, παρακάμπτει τις θεωρητικές της αναφορές σαν ένα άχρηστο φορτίο.

Υποβαθμίζει τον στρατηγικό χαρακτήρα του αντίπαλου αφηγήματος και παραιτείται από την αυτονόητη ανάγκη να αντιτάξει σ’ αυτό το αφήγημα το δικό της ισοσθενές. Στη θέση της συγκρότησης μιας κοινωνικής συμμαχίας με πυρήνα τον κόσμο της εργασίας, πρόπλασμα ενός νέου συνασπισμού εξουσίας, προκρίνει τη διεύρυνση της κοινωνικής της βάσης, χωρίς κριτήρια και όρια. Η έκλειψη του αριστερού ριζοσπαστισμού είναι καταθλιπτική.

Η ΕΠΟΧΗ