Στις κοινωνίες όπως η ελληνική, η μετατροπή του πολιτισμού σε δημόσιο αγαθό ψυχικής υγείας θα μπορούσε να αυξήσει την ψυχική μας ανθεκτικότητα, να μειώσει τη χρήση υπηρεσιών υγείας και τη φαρμακοεξάρτηση και να ενισχύσει την κοινωνική μας συνοχή. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η συμμετοχή σε πολιτιστικές δραστηριότητες μειώνει την αίσθηση μοναξιάς, ενισχύει τη γνωστική λειτουργία, προάγει τη συναισθηματική σταθερότητα και μειώνει την ανάγκη για ιατρικές επισκέψεις
Οι πρώτες μορφές πολιτιστικής συνταγογράφησης εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο Cambridge και στο Manchester, ως πιλοτικές τοπικές πρωτοβουλίες. Από το 2010 μέχρι το 2019 το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Μεγάλης Βρετανίας (NHS) άρχισε να ενσωματώνει σταδιακά την πολιτιστική συνταγογράφηση στο πρωτοβάθμιο σύστημα υγείας. Μέχρι το 2024, πάνω από ένα εκατομμύριο πολίτες είχαν συμμετάσχει σε προγράμματα πολιτιστικής συνταγογράφησης. Αντίστοιχα στη Φινλανδία, τα προγράμματα πολιτιστικής συνταγογράφησης εντάχθηκαν στους δήμους της χώρας από το 2018, με σαφή οφέλη: μείωση συμπτωμάτων ήπιας κατάθλιψης, αύξηση κοινωνικής συμμετοχής και εξοικονόμηση δημόσιων πόρων υγείας μέσω μείωσης επισκέψεων σε γιατρούς και κέντρα υγείας. Από τα στοιχεία της Φινλανδικής Αρχής Υγείας και του Turku University of Applied Sciences προκύπτει πως το 85% των συμμετεχόντων δήλωσαν αύξηση ψυχολογικής ευεξίας και αίσθησης σκοπού, το 70% των συμμετεχόντων διαπίστωσε μείωση του άγχους και βελτίωση των διαπροσωπικών σχέσεων, ενώ οι γιατροί κατέγραψαν μείωση 25%-35 % στη χρήση φαρμακευτικών αγχολυτικών. Παράλληλα, τα πολιτιστικά ιδρύματα κατέγραψαν αύξηση 30% στη συμμετοχή ευάλωτων ομάδων.
Η Ελλάδα εισήλθε ενεργά στη συζήτηση για την πολιτιστική συνταγογράφηση τα τελευταία δύο χρόνια. Το υπουργείο Πολιτισμού έχει εντάξει πιλοτικά προγράμματα στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, με στόχο να διερευνήσει τον ρόλο του πολιτισμού στην ψυχική ευεξία και τη δημόσια υγεία. Εχουν ήδη ξεκινήσει πιλοτικά προγράμματα σε συνεργασία με μουσεία, με θετικά πρώτα αποτελέσματα. Ενδεικτικά το ΕΜΣΤ (Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης) έχει στο πρόγραμμά του δράσεις εικαστικής ψυχοθεραπείας για άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας και αυτές είναι ενταγμένες στο πλάνο της Β΄ φάσης της πολιτιστικής συνταγογράφησης. Η ΕΠΑΨΥ (Εταιρεία Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας) συμμετέχει συχνά σε εκπαιδευτικά προγράμματα του ΕΜΣΤ, όπου καλλιτέχνες και θεραπευτές συν-σχεδιάζουν δράσεις. Συγκεκριμένα συνεργάζεται με τους επιμελητές και τους ψυχοθεραπευτές του ΕΜΣΤ, ώστε η εμπειρία να είναι ασφαλής και θεραπευτική. Στόχος είναι να δοκιμαστούν πρακτικές κοινωνικής ένταξης και αποστιγματισμού μέσω της τέχνης. Μαζί με το ΕΠΙΨΥ(Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας, Νευροεπιστημών και Ιατρικής Ακρίβειας «Κώστας Στεφανής»), που έχει σχεδιάσει το έργο, βοηθά στη μέτρηση των αποτελεσμάτων των δράσεων.
Αν και βρισκόμαστε ακόμη σε πιλοτικό στάδιο, τα πρώτα αποτελέσματα μας ωθούν στο συμπέρασμα ότι οι πολίτες που συμμετέχουν σε τέτοιες δράσεις βιώνουν μείωση άγχους και αύξηση της αυτοπεποίθησης – στοιχεία που συνδέονται με βελτίωση της συνολικής ψυχικής ανθεκτικότητας. Εξάλλου η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η συμμετοχή σε πολιτιστικές δραστηριότητες μειώνει την αίσθηση μοναξιάς, ενισχύει τη γνωστική λειτουργία, προάγει τη συναισθηματική σταθερότητα και μειώνει την ανάγκη για ιατρικές επισκέψεις.
Ιδίως σε μια χώρα όπως η Ελλάδα που βιώνει πολυεπίπεδες κρίσεις, η πολιτιστική συνταγογράφηση θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα πολύτιμο εργαλείο κοινωνικής συνοχής, σε ένα νέο συμβόλαιο εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτισμού, πολιτών και υγείας.
Μόνο που η ελληνική πραγματικότητα δεν έχει ακόμη επιτρέψει να θεσμοθετηθεί πλήρως η πολιτιστική συνταγογράφηση ως μέρος του δημόσιου συστήματος υγείας. Αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχουν τυποποιημένοι μηχανισμοί παραπομπής ώστε ένας ψυχολόγος ή γιατρός να παραπέμπει επίσημα κάποιον σε πολιτιστική δράση. Οπως δεν υπάρχουν ενδιάμεσοι συνδετικοί ρόλοι –link workers– ανάμεσα στον επαγγελματία ψυχικής υγείας και τον πολιτιστικό φορέα.
Κατά πόσο οι γιατροί, οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι γνωρίζουν ποιοι ασθενείς είναι κατάλληλοι για πολιτιστική παρέμβαση –ποιοι δηλαδή ασθενείς ωφελούνται– και πότε δεν πρέπει να παραπέμπουν έναν ψυχικά νοσούντα; Υπάρχουν κατευθυντήριες γραμμές; Εχουμε link workers που παίρνουν την παραπομπή, ταιριάζουν τον ασθενή με δράση (θέατρο, έκθεση, εργαστήριο), παρακολουθούν τη συμμετοχή και συλλέγουν δεδομένα; Κατά πόσο οι πολιτιστικοί φορείς είναι εκπαιδευμένοι στη διαχείριση ευάλωτων ομάδων; Πώς θα αποφευχθεί η δημιουργία «πολιτιστικής ανισότητας», όταν οι δράσεις συγκεντρώνονται σε Αθήνα/Θεσσαλονίκη και δεν δείχνει να υπάρχει ειδικός σχεδιασμός για επαρχία και αγροτικές περιοχές;
Το μέλλον της πολιτιστικής συνταγογράφησης δεν θα εξαρτηθεί συνεπώς μόνο από τα αποτελέσματα της αξιολόγησης της Β΄ φάσης, αλλά και από την ικανότητα συνεργασίας μεταξύ υπουργείου Πολιτισμού, υπουργείου Υγείας και άλλων φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης. Το μεγάλο στοίχημα για την ελληνική πολιτεία είναι να κατορθώσει να συνδέσει τα πεδία πολιτισμού και ψυχικής υγείας σε σταθερή θεσμική βάση και να σχεδιάσει ένα οργανωτικό πλαίσιο για την ένταξη της πολιτιστικής συνταγογράφησης ως συμπληρωματικής θεραπευτικής πρακτικής για άτομα με ψυχικές δυσκολίες ή ψυχολογική επιβάρυνση από χρόνιες ασθένειες σε όλη τη χώρα. Διότι η τέχνη επιτρέπει συμβολική επεξεργασία του τραύματος και του άγχους, κάτι που δεν είναι πάντα εφικτό πάντα ούτε με τη θεραπεία λόγου, ούτε φυσικά με τη φαρμακευτική αγωγή.
Συνεπώς η ψυχική φροντίδα δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε σκευάσματα και ψυχοθεραπείες. Χρειάζεται ένα ολιστικό μοντέλο υγείας, μέσα στο οποίο γιατροί, ψυχολόγοι και καλλιτέχνες θα αναπτύξουν μια κοινή γλώσσα που θα φτάνει σε όλους, σε όλες τις γωνιές τις Ελλάδας. Για μια κοινωνία με μεγαλύτερη ψυχική ανθεκτικότητα και αλληλεγγύη που θα αντιμετωπίζει τον πολιτισμό ως μέτρο πρόληψης των ψυχικών διαταραχών.