Macro

Jan Boguslawski: Ευρώπη και ΗΠΑ απομακρύνονται – και δεν φταίει μόνο ο Τραμπ

Πριν από δέκα χρόνια, οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθούσαν να συνάψουν τη μεγαλύτερη εμπορική συμφωνία στον κόσμο, την TTIP. Σήμερα, η εποχή εκείνη μοιάζει μακρινή ανάμνηση. Οι δύο πλευρές βρίσκονται πλέον οικονομικά αντιμέτωπες, αποτέλεσμα της διαφορετικής οικονομικής τους πορείας, της ευρωπαϊκής ρύθμισης των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών και των διαφορετικών σχέσεών τους με την Κίνα.

Το περασμένο καλοκαίρι ο Ντ. Τραμπ και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν υπέγραψαν στη Σκωτία μια προσωρινή εμπορική «ανακωχή». Η συμφωνία προβλέπει βασικό δασμό 15% στα περισσότερα ευρωπαϊκά προϊόντα, ενώ η ΕΕ δεσμεύεται να αγοράζει αμερικανικά ορυκτά καύσιμα, να επενδύει σε στρατηγικούς τομείς των ΗΠΑ και να καταργήσει αντίμετρα στις αμερικανικές εξαγωγές. Παρά τις εκκρεμότητες, η συμφωνία σηματοδοτεί σαφή υποχώρηση από την ελεύθερη αγορά προς έναν πιο προστατευτικό εμπορικό κόσμο.

Η εξήγηση δεν περιορίζεται στην πολιτική του Τραμπ. Οι ρίζες της κρίσης βρίσκονται βαθύτερα, στις διαφορετικές δομές των δύο οικονομιών και στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον.

Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι δύο πλευρές ήταν οι κύριοι αρχιτέκτονες της παγκοσμιοποίησης, αλλά ακολούθησαν διαφορετικά μοντέλα ανάπτυξης. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ισχύς στηρίζεται στη στρατιωτική βιομηχανία, στο δολάριο και, πιο πρόσφατα, στην τεχνολογική υπεροχή των εταιρειών της Σίλικον Βάλεϊ. Η εσωτερική ανάπτυξη τροφοδοτήθηκε από την κατανάλωση με δανεισμό, οι ανισότητες αυξήθηκαν και η βιομηχανική βάση συρρικνώθηκε.

Η Ευρώπη, αντίθετα, βασίστηκε στη βιομηχανική παραγωγή και στο εμπόριο, ιδίως στη Γερμανία, που ακολούθησε το δόγμα «αλλαγή μέσω εμπορίου». Η διεύρυνση προς την Ανατολή βοήθησε να διατηρηθεί η μεταποίηση, και η εξωτερική ισχύς της ΕΕ στηρίχθηκε περισσότερο στην οικονομία παρά στη στρατιωτική ισχύ.

Αυτή η συμπληρωματικότητα των δύο πλευρών έχει πλέον χαθεί. Η άνοδος της Κίνας και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία άλλαξαν τις ισορροπίες. Η Ευρώπη εξαρτάται και πάλι από τις ΗΠΑ για την ασφάλειά της, δίνοντάς τους διαπραγματευτικό πλεονέκτημα σε θέματα εμπορίου. Ο Τραμπ το εκμεταλλεύτηκε πλήρως, απαιτώντας παραχωρήσεις από τις Βρυξέλλες.

Πίσω από τη νέα συμφωνία κρύβεται ένας τρίτος παράγοντας: Η Κίνα. Η οικονομική της άνοδος άλλαξε το παγκόσμιο εμπόριο. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν «αποσύνδεση» (decoupling) από το Πεκίνο, ενώ η Ευρώπη προτιμά τον ηπιότερο όρο «μείωση ρίσκου» (de-risking). Από το 2018, η Αμερική περιόρισε την εξάρτησή της από τα κινεζικά προϊόντα, ενώ η Ευρώπη αύξησε τις εισαγωγές της και εμβάθυνε το εμπορικό της έλλειμμα με την Κίνα.

Η διαφορά εξηγείται από τη φύση των οικονομιών. Οι ΗΠΑ, με οικονομία βασισμένη στις υπηρεσίες, μπορούν ευκολότερα να αλλάξουν προμηθευτές και να μειώσουν τους δεσμούς τους με την Κίνα. Η ΕΕ, αντίθετα, εξαρτάται περισσότερο από τις εξαγωγές, και μεγάλο μέρος της παραγωγής της βασίζεται σε κινεζικές αλυσίδες εφοδιασμού. Η Κίνα έχει γίνει τρίτη μεγαλύτερη αγορά για την ΕΕ, μετά τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ το «δεύτερο κινεζικό σοκ» πλήττει πλέον τον πυρήνα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας – ιδιαίτερα τον τομέα των αυτοκινήτων και της πράσινης ενέργειας.

Παράλληλα, η Ευρώπη ακολουθεί δικό της δρόμο στο ψηφιακό πεδίο. Μέσα στη δεκαετία του 2020 υιοθέτησε δύο σημαντικούς νόμους: Το Νόμο για τις Ψηφιακές Αγορές (Digital Markets Act) και το Νόμο για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (Digital Services Act), που περιορίζουν τη δύναμη των μεγάλων τεχνολογικών πλατφορμών. Αυτές οι ρυθμίσεις, μαζί με τις αντιμονοπωλιακές υποθέσεις εναντίον Google, Apple, Facebook και Amazon, προκάλεσαν έντονη δυσαρέσκεια στην Ουάσιγκτον, η οποία θεωρεί ότι στοχεύουν ευθέως τις αμερικανικές εταιρείες. Ο Τραμπ απείλησε με νέους δασμούς, χαρακτηρίζοντας την ευρωπαϊκή νομοθεσία «επίθεση κατά της αμερικανικής τεχνολογίας».

Έτσι, το ψηφιακό μέτωπο προστέθηκε στις εμπορικές και γεωπολιτικές τριβές. Η Ευρώπη επιχειρεί να ενισχύσει τη δική της ψηφιακή βιομηχανία και να προστατεύσει τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών της, ενώ οι ΗΠΑ επιδιώκουν να υπερασπιστούν τα συμφέροντα των τεχνολογικών τους κολοσσών.

Η απομάκρυνση ΕΕ–ΗΠΑ δεν σημαίνει ρήξη, αλλά αναδιάταξη ισορροπιών. Η Γαλλία, μέσω του Εμμανουέλ Μακρόν, προωθεί την ιδέα της «στρατηγικής αυτονομίας» – μιας Ευρώπης που θα στηρίζεται περισσότερο στις δικές της δυνάμεις, όχι μόνο στην άμυνα αλλά και στο εμπόριο. Αυτό συνεπάγεται άνοιγμα προς άλλες αγορές, όπως η Λατινική Αμερική, η Ιαπωνία και ο Καναδάς, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη συμφωνία με το Mercosur. Ωστόσο, οι εσωτερικές αντιδράσεις, κυρίως από αγροτικές χώρες όπως η Γαλλία και η Πολωνία, δείχνουν πόσο δύσκολο είναι για την ΕΕ να μιλήσει με μία φωνή.

Η σημερινή ψυχρότητα στις διατλαντικές σχέσεις δεν είναι μια προσωρινή παρέκκλιση. Αντανακλά βαθιές δομικές αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία και την πολιτική ισχύ. Ο Τραμπ είναι απλώς ο καταλύτης μιας διαδικασίας που είχε ήδη αρχίσει: Της σταδιακής αποσύνδεσης των δύο πλευρών του Ατλαντικού, σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο πολυπολικός.

K REPORT