Εδώ και λίγο καιρό συζητιέται σημαντικά στον δημόσιο διάλογο η απαγόρευση της πρόσβασης στα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα για τα άτομα κάτω των 15 ετών. Η αφορμή ήταν η νομοθεσία της Αυστραλίας, η οποία αναμένεται να τεθεί σε ισχύ τον Δεκέμβριο του παρόντος έτους. Στις ρυθμίσεις του μελλοντικού νομοσχεδίου της χώρας μας αναφέρεται, επίσης, η απαγόρευση σε online τζόγο ή αγορά τσιγάρων και αλκοόλ, τα οποία είναι έτσι και αλλιώς απαγορευμένες δραστηριότητες για άτομα κάτω των 18 ετών. Σε αυτό το στάδιο, καθώς καμία απαγόρευση δεν έχει τεθεί σε ισχύ, μπορούμε μόνο να συζητήσουμε το θέμα λαμβάνοντας υπόψη την υπάρχουσα γνώση επί του ζητήματος.
Τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα δεν είναι εξ’ ορισμού χώροι διακινδύνευσης. Οι παράγοντες που καθιστούν τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα εν δυνάμει χώρους κινδύνου είναι η ανωνυμία και η αορατότητα, δηλαδή το γεγονός ότι οι χρήστες μπορούν να δρουν χωρίς να αποκαλύπτεται η ταυτότητα τους, και πολύ συχνά δεν αντικρίζουν τις συνέπειες των πράξεων τους. Την ίδια στιγμή, παράγοντα «διακινδύνευσης» αποτελεί και η εφηβική ηλικία, η οποία περιλαμβάνει τάσεις πειραματισμού με τον εαυτό και τα όρια των άλλων. Στην εφηβεία, επίσης, λαμβάνει χώρα και η κοινωνικοποίηση του ατόμου στη βάση κοινών πεποιθήσεων, και μία παροδική απομάκρυνση από τα γονεϊκά πρότυπα, στην πορεία εγκαθίδρυσης της προσωπικής ταυτότητας. Επιπρόσθετα, τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα μπορεί να αποτελούν διεξόδους και για νεαρά άτομα, τα οποία έχουν ανάγκη από κοινωνικοποίηση και ένταξη σε ομάδες, που μπορεί να μην είναι προσβάσιμες στην άμεση κοινότητα τους. Για παράδειγμα ΛΟΑΤΚΙ έφηβοι που ενδέχεται να αναζητούν τη σύνδεση με άλλα άτομα.
Να σημειώσουμε εδώ ότι όλες οι προτεινόμενες ρυθμίσεις αφορούν τους κηδεμόνες, οι οποίοι θα πρέπει να αναζητήσουν, εγκαταστήσουν και ρυθμίσουν τις σχετικές εφαρμογές στα κινητά τηλέφωνα των παιδιών τους. Δεν ξέρουμε ακόμα αν θα υπάρχουν κυρώσεις για τους γονείς που δεν προχωρούν στις ανάλογες κινήσεις. Κυκλοφορούν, επίσης, ήδη πολλές εφαρμογές γονικού ελέγχου, με τις οποίες οι γονείς μπορούν να περιορίσουν την πρόσβαση σε περιεχόμενο ή θέτουν χρονικούς περιορισμούς πρόσβασης, ώστε, για παράδειγμα, να αποφευχθεί το doomscrolling, δηλαδή, η ανερμάτιστη κατανάλωση ψηφιακού υλικού, συνήθως ολιγόλεπτων βίντεο.
Επίσης, να θυμίσουμε ότι συχνά έχουν διατυπωθεί προτάσεις από μελετητές των σχετικών πεδίων στο πλαίσιο του ψηφιακού γραμματισμού, οι οποίες αποσκοπούν στην καλλιέργεια της κριτικής στάσης των παιδιών στο περιεχόμενο και στις λειτουργίες των ψηφιακών μέσων, με τα οποία έρχονται σε επαφή ούτως ή αλλιώς, π.χ. στο σχολείο, ώστε το όποιο πρόβλημα να προλαμβάνεται και όχι να βιώνεται ως μία ακόμη απαγόρευση. Δυστυχώς, δεν φαίνεται να έχουν ληφθεί υπόψιν, ενδεχομένως, επειδή η υλοποίηση τους απαιτεί κάτι παραπάνω από την ενεργοποίηση νέων πλατφορμών και αλγορίθμων. Η ευαισθητοποίηση, η εκπαίδευση, και η ενδυνάμωση των γονέων, η δημιουργική ανάπτυξη μίας συνιστώσας του σχολικού περιβάλλοντος που θα ενισχύει το αίσθημα της κοινότητας και θα προσφέρει δραστηριότητες πέραν των αυστηρών μαθησιακών καθηκόντων, η ενίσχυση της γειτονιάς ως ασφαλούς δημόσιου χώρου πράσινου και αναψυχής, ώστε ανήλικοι και ενήλικες να απολαμβάνουν την κοινωνικότητα τους στην ορατή κοινότητα.
Ωστόσο, μπορούμε να αντιληφθούμε το υπό συζήτηση νομοσχέδιο ως ένα έναυσμα προβληματισμού των γονέων αναφορικά με την επίδραση της ανεξέλεγκτης και συστηματικής έκθεσης των παιδιών τους στην ακατάσχετη ροή των αλγορίθμων. Αν όντως εφαρμοστεί, θα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πώς θα αντιμετωπιστεί το συναισθηματικό κενό της αναγκαστικής αποσύνδεσης και το αίσθημα απόλυτης πλήξης που, ενδεχομένως, θα κατακλύσει τα νεότερα μέλη της κοινωνίας μας. Θα τους δοθούν εναλλακτικές; Ή θα αφεθούν μόνα τους να επαναεφεύρουν τον εαυτό τους;