Η Αργεντινή βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο μιας βαθιάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Ο πρόεδρος Χαβιέρ Μιλέι, που ανέλαβε την εξουσία το 2023 με υποσχέσεις για ένα «οικονομικό θαύμα», βλέπει τη δημοτικότητά του να καταρρέει καθώς η χώρα βυθίζεται σε ύφεση, η κοινωνική ανισότητα βαθαίνει και οι κατηγορίες για διαφθορά πυκνώνουν. Ωστόσο, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν σπεύσει να τον στηρίξουν με νέα πακέτα βοήθειας, επιδιώκοντας να διατηρήσουν στην εξουσία έναν πιστό υπέρμαχο του ακραίου νεοφιλελευθερισμού.
Τον Απρίλιο του 2025 το ΔΝΤ ενέκρινε δάνειο ύψους 20 δισ. δολ. προς την Αργεντινή, παρά τις ενστάσεις εντός του ίδιου του Ταμείου για την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Λίγους μήνες αργότερα, οι ΗΠΑ πρόσφεραν άλλο ένα πακέτο 20 δισ. δολ. μέσω συμφωνίας ανταλλαγής νομισμάτων, ενώ η Ουάσιγκτον άφησε να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να προχωρήσει και σε αγορά αργεντινών κρατικών ομολόγων.
Η στήριξη αυτή δεν έχει οικονομικά αλλά πολιτικά κίνητρα. Στόχος είναι να αποτραπεί μια ενδεχόμενη ανατροπή του Μιλέι στις εκλογές του Οκτωβρίου και να παγιωθεί η εξάρτηση της χώρας από το δολάριο. Πρόκειται για συνέχιση μιας στρατηγικής που εφαρμόστηκε και στις κυβερνήσεις Μαουρίσιο Μάκρι (2015–2019) και Κάρλος Μένεμ (1989–1999), με αποτέλεσμα τη διαιώνιση της λιτότητας και τη συσσώρευση εξωτερικού χρέους.
Η εικόνα της «οικονομικής επιτυχίας» του Μιλέι, που προβάλλουν διεθνή μέσα ενημέρωσης όπως οι New York Times, είναι ψευδής. Η πραγματικότητα είναι μια βαθιά ύφεση, αποτέλεσμα σκληρής δημοσιονομικής λιτότητας, περικοπών στις κοινωνικές δαπάνες και απορρύθμισης της αγοράς εργασίας. Η βιομηχανική παραγωγή έχει συρρικνωθεί, οι επενδύσεις έχουν καταρρεύσει και η φτώχεια επανεμφανίζεται σε πρωτοφανή επίπεδα. Ο πληθωρισμός μπορεί να έχει υποχωρήσει, αλλά εξακολουθεί να κινείται γύρω στο 35%, ενώ η ανεργία και η επισιτιστική ανασφάλεια αυξάνονται.
Το ΔΝΤ λειτουργεί ως εργαλείο αμερικανικής επιρροής, παραβιάζοντας τις ίδιες του τις αρχές. Η χορήγηση του δανείου των 20 δισ. έγινε χωρίς τις τυπικές αυστηρές προϋποθέσεις, ώστε να μην αποσταθεροποιηθεί περαιτέρω η κυβέρνηση Μιλέι πριν από τις εκλογές. Η ίδια η επικεφαλής του Ταμείου, Κρ. Γκεοργκίεβα, δήλωσε δημοσίως τον Απρίλιο ότι «είναι σημαντικό η Αργεντινή να μην εγκαταλείψει τον δρόμο των μεταρρυθμίσεων ενόψει των εκλογών», μια τοποθέτηση που συνιστά κατάφωρη πολιτική παρέμβαση.
Παράλληλα, οι ΗΠΑ επιχειρούν να περιορίσουν την επιρροή της Κίνας, απαιτώντας η Αργεντινή να αντικαταστήσει τη νομισματική της συνεργασία με το Πεκίνο με μια συμφωνία στηριγμένη στο δολάριο. Πρόκειται για ωμή γεωπολιτική χειραγώγηση.
Πίσω από τα πακέτα στήριξης, κρύβεται και ένας μηχανισμός λεηλασίας. Η τεχνητή υπερτίμηση του πέσο επιτρέπει στις αργεντινές ελίτ να αγοράζουν δολάρια σε ευνοϊκές τιμές, επιβαρύνοντας το κράτος με νέο χρέος. Η κυβέρνηση Μιλέι κατήργησε προσωρινά τους φόρους στις εξαγωγές σιτηρών, χαρίζοντας τεράστια κέρδη στους μεγάλους εξαγωγείς, ενώ το κράτος έχασε πολύτιμα έσοδα.
Αυτά τα δάνεια συνιστούν «απεχθές χρέος» (odious debt) — δηλαδή χρέος που συνάπτεται για πολιτικούς και όχι για οικονομικούς σκοπούς και που, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, δεν είναι δεσμευτικό για τον λαό. Καλεί, μάλιστα, την αντιπολίτευση να δηλώσει ότι δεν θα αναγνωρίσει τα νέα δάνεια του ΔΝΤ και των ΗΠΑ.