Υπάρχει κάτι βαθιά σάπιο στη δημόσια σφαίρα των ημερών μας. Δεν είναι η απλή διαφωνία, ούτε η πολιτική πόλωση. Είναι η οργανωμένη χυδαιότητα, μια βιομηχανία λάσπης που έχει στηθεί στα κοινωνικά δίκτυα με ιεραρχία, σχέδιο και χρηματοδότηση, με μοναδικό στόχο να φιμώσει κάθε φωνή που τολμά να δείξει στοιχειώδη αλληλεγγύη στους καταπιεσμένους. Και τις τελευταίες εβδομάδες, με αφορμή τη γενοκτονία στη Γάζα -αλλά και την υπόθεση Ρούτσι- αυτή η μηχανή πήρε φωτιά.
Κάθε ανάρτηση, κάθε άρθρο, κάθε δήλωση υπέρ των παλαιστινίων γίνεται αφορμή για μια ενορχηστρωμένη επίθεση. Στρατιές ανώνυμων λογαριασμών –οι γνωστοί «πατριώτες» του πληκτρολογίου– ξεχύνονται ως ψηφιακός όχλος, εκτοξεύοντας ύβρεις, απειλές, παραχαράξεις. «Φιλότουρκοι», «ανθέλληνες», «ισλαμολάγνοι», «τρομοκράτες»· οι ετικέτες αλλάζουν ανάλογα με τη μέρα αλλά η μέθοδος μένει ίδια: δολοφονία χαρακτήρων, σπίλωση, εξευτελισμός.
Μετά λόγου (δεξιάς) γνώσεως
Δεν πρόκειται για «αυθόρμητη αντίδραση» αλλά για πολιτική στρατηγική. Η τοξικότητα του διαδικτύου δεν είναι πια μια παράπλευρη απώλεια της ψηφιακής εποχής· είναι εργαλείο εξουσίας. Οι δεξιοί μηχανισμοί επικοινωνίας, από την Ουάσιγκτον μέχρι την Αθήνα, έχουν επενδύσει στη βία του πληκτρολογίου όπως παλιά επένδυαν στα δελτία των οκτώ. Μόνο που τώρα δεν χρειάζoνται καν δημοσιογράφοι· χρειάζεται μόνο ένας στρατός από bots, trolls αλλά και πρόθυμους «ανεξάρτητους» σχολιαστές, με την εθνική σημαία στο avatar και παραλήρημα στο timeline, να χρησιμοποιούν μηχανικά, με ακρίβεια καμπάνιας, τις ίδιες φράσεις, τα ίδια συνθήματα, τα ίδια hashtags.
Η συνταγή είναι απλή. Πρώτα, απονομιμοποιείς το ίδιο το γεγονός. Η λέξη «γενοκτονία» γίνεται «προπαγάνδα», οι εικόνες από τη Γάζα παρουσιάζονται ως «στημένες από τη Χαμάς» και όποι@ τις κοινοποιεί κατηγορείται για «αντισημιτισμό» –λέξη που επαναλαμβάνεται μονότονα, με ενοχοποιητική αύρα προκειμένου να σπάσει κάθε συζήτηση περί διεθνούς δικαίου.
Στη συνέχεια, στοχοποιείς τα πρόσωπα: καλλιτέχνες, πανεπιστημιακούς, φοιτητές, δημοσιογράφους: δημόσια διαπόμπευση, memes, φωτομοντάζ, ψεύτικες «αποκαλύψεις».
Στόχος δεν είναι να αντικρούσουν τα επιχειρήματα αλλά να σε κάνουν να σωπάσεις.
Βεβαίως, αυτό που συμβαίνει σήμερα στα social media δεν είναι άσχετο με την ευρύτερη πολιτική κουλτούρα της Δεξιάς. Επί δεκαετίες, η δεξιά ρητορική βασίστηκε στο δίπολο «εμείς» και «οι άλλοι», οι «πατριώτες» απέναντι στους «εχθρούς του έθνους». Το διαδίκτυο απλώς ψηφιοποίησε αυτό το μίσος, του έδωσε αλγοριθμική μορφή και ασύλληπτη ταχύτητα. Τώρα, κάθε «άλλος» μπορεί να εξουδετερωθεί με μερικά κλικς —χωρίς επιχειρήματα, χωρίς συνέπειες.
Τα bots δεν είναι αθώα παιχνίδια πληροφορικής, είναι ο νέος παρακρατικός μηχανισμός. Στο Χ (πρώην Twitter), δεκάδες χιλιάδες λογαριασμοί με πανομοιότυπα ονόματα και φωτογραφίες αναπαράγουν τα ίδια συνθήματα, τις ίδιες φράσεις, τις ίδιες γραμμές. Πρόκειται για αυτό που οι ειδικοί ονομάζουν «astroturfing»: τη δημιουργία ψεύτικης «λαϊκής βάσης» για να παρουσιαστεί μια άποψη ως πλειοψηφική. Έτσι, η κρατική βία και οι μαζικές δολοφονίες μετατρέπονται σε «αυτοάμυνα», ενώ η αλληλεγγύη βαφτίζεται «υποστήριξη της τρομοκρατίας».
Η σύγχρονη Δεξιά γνωρίζει πως ο πόλεμος των εικόνων αποδίδει. Η Γάζα σφαγιάζεται σε ζωντανή μετάδοση και όμως, ο θεατής πρέπει να αποστρέψει το βλέμμα. Να κουραστεί, να σιχαθεί, να τους θεωρήσει «όλους το ίδιο». Εκεί έρχεται η ψηφιακή λάσπη: που επιχειρεί να μετατρέψει την ηθική αγανάκτηση σε κυνισμό και να πείσει τον πολίτη ότι δεν υπάρχει αλήθεια παρά μόνο «δύο πλευρές».
Φυσικά, και στα καθ΄ημάς τα ίδια: όποια ελληνίδα, όποιος έλληνας τολμά να σταθεί δημόσια στο πλευρό των παλαιστινίων, θα λάβει απειλητικά σχόλια και μηνύματα: «πήγαινε στη Γάζα, αν τολμάς», «αν αγαπάς τόσο τους άραβες, να τους πάρεις στο σπίτι σου», «προδότη, φύγε από τη χώρα», είναι η…light εκδοχή.
Σχόλια που δεν προέρχονται από κάποιους περιθωριακούς μισανθρώπους αλλά συχνά από λογαριασμούς που ταυτόχρονα κάνουν like σε κυβερνητικά στελέχη και think tanks ή σε «πατριωτικά» Μέσα. Κι έτσι, με τις…ευλογίες της κυβέρνησης της ΝΔ –γιατί τι άλλο παρά κλείσιμο του ματιού σε αυτού του είδους τους μηχανισμούς, μπορεί να θεωρηθεί η απάντηση του κυβερνητικού εκπροσώπου «εύλογο το ερώτημά σας», σε ερώτηση δημοσιογράφου της ΕΡΤ(!) για το αν πρέπει τα μέλη του Flotilla να πληρώσουν από την τσέπη τους το κόστος του επαναπατρισμού τους(!)- το διαδίκτυο γίνεται ο νέος παρακρατικός μηχανισμός: αόρατος, ατιμώρητος, αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικός. Με το μήνυμα να είναι σαφές: η δημόσια αλληλεγγύη έχει κόστος.
Ένοχη σιωπή
Από την πλευρά τους, οι μεγάλες πλατφόρμες –Facebook, X, Instagram– γνωρίζουν πολύ καλά πώς λειτουργούν οι στρατιές των bots. Γνωρίζουν ποιος πληρώνει, ποιος οργανώνει, ποιος ενορχηστρώνει. Και παρ’ όλα αυτά, κάνουν τα στραβά μάτια. Όχι μόνο γιατί τα κλικς φέρνουν χρήμα, αλλά γιατί η τοξικότητα εξυπηρετεί πολιτικά συμφέροντα. Η λογική της πλατφόρμας ταυτίζεται με τη λογική της εξουσίας: αποπολιτικοποίηση μέσω υπερπληροφόρησης, εξίσωση θύτη και θύματος μέσω της «ουδετερότητας».
Πώς να μείνει όμως κανείς ουδέτερος μπροστά σε μια γενοκτονία; Ή μπροστά στη συκοφάντηση εκείνων που αρνούνται να την αποδεχτούν; Κακά τα ψέματα, η διαδικτυακή βία δεν είναι απλώς μια τοξική κατάσταση· είναι το μακρύ χέρι μιας ιδεολογίας που θέλει τον πολίτη απομονωμένο, φοβισμένο, απρόθυμο να συνταχθεί με τους αδύναμους.
Απέναντι σε αυτό, η απάντηση δεν μπορεί να είναι ούτε η σιωπή, ούτε οι ίσες αποστάσεις, ούτε η αποχή. Αλλά η εμμονή στην αλήθεια και η επιμονή στη δημόσια μαρτυρία. Κάθε κοινοποίηση μιας εικόνας από τη Γάζα, κάθε άρθρο που λέει τα πράγματα με το όνομά τους, κάθε «όχι» στη ρητορική της απανθρωπιάς, είναι μια μικρή πράξη αντίστασης.
Και όσο κι αν η Δεξιά διαθέτει στρατιές από bots και trolls, εμείς διαθέτουμε κάτι απείρως ισχυρότερο: τη φωνή μας. Και αυτή η φωνή, όσο κι αν την κυνηγούν, σπάει τον ψηφιακό θόρυβο με μια απλή αλήθεια: ότι η αλληλεγγύη δεν είναι έγκλημα αλλά το τελευταίο ανθρώπινο καταφύγιο.