Συνέντευξη με τη Μαρία Παπαγεωργίου, στο βιβλιοπωλείο Επί Λέξει πριν κλείσει οριστικά
Στην κορύφωση της χρηματοπιστωτικής, και όχι μόνο, κρίσης, το 2013, ανοίγει ένα καινούργιο βιβλιοπωλείο στην οδό Ακαδημίας. Στον πρώτο παράλληλο παραπάνω, στη Σόλωνος, υπάρχει το ιστορικό Θεμέλιο. Από κάτω στη Σταδίου είναι ο Ιανός, στην πλατεία Συντάγματος είναι το, και πολυκατάστημα, Public, και δυο βήματα κάθετα, στην Ασκληπιού, κυριαρχεί η πάντα καλά ενημερωμένη Πολιτεία. Κι όμως, αυτό το νέο, μακρουλό, βιβλιοπωλείο με τα φαρδιά σκαλοπάτια που με μαξιλάρες μετατρέπονταν σε κερκίδες για να χωρέσει το βιβλιόφιλο κοινό στις δύο τρεις εβδομαδιαίες εκδηλώσεις του, αυτό που υιοθέτησε και γάτα-μασκότ, τη Λεξούλα, έγραψε ιστορία. Μια ιστορία που αξίζει να μελετηθεί από κάθε αθηναιογράφο των αρχών του 21ου αιώνα, αλλά και στο πλαίσιο των πολιτισμικών σπουδών, καθώς τρέχει παράλληλα με κρίσιμες πτυχές της ψηφιακής επανάστασης και με την ιστορία ενός επαγγέλματος: αυτού των βιβλιοπωλών. Θα αντέξουν απέναντι στους «influencers» του διαδικτύου; Και με τους/τις επαρκείς αναγνώστες/στριες τι θα γίνει; Θα αυξηθούν ή θα κυριαρχήσουν οι περιστασιακοί/ές; Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις, το Επί Λέξει που έκανε μια αξιοζήλευτη διαδρομή από το 2013 μέχρι που έκλεισε οριστικά πριν λίγες ημέρες, στο τέλος του Σεπτεμβρίου του 2025. Γιατί; Επειδή δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την αλματώδη αύξηση του ενοικίου που ζητούσε ο ιδιοκτήτης του χώρου. Τόσο απλά.
Η ψυχή του ήταν η Μαρία Παπαγεωργίου, βιβλιοπώλισσα σπουδαία, με δύο παλιούς συνεργάτες της από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας, τη Βάσω Αραβανή και τον Θόδωρο Καρακίτσο. Σεμνή και ψυχωμένη, σε κοιτάζει στα μάτια και λέει: «Ε! Δεν το βάλαμε κάτω. Ένα λιθαράκι, το αφήσαμε». Πώς όμως ξεκίνησαν όλα;
Είχα αγάπη για το βιβλίο από τα χρόνια της εφηβείας μου, χωρίς όμως να την έχω συγκεκριμενοποιήσει μέχρι που το 1980 γνώρισα τον Χρίστο [Παπαγεωργίου]. Ήταν μανιώδης αναγνώστης και ποιητής, κυκλοφορούσε τα ποιήματά του σε συλλογές εκτός εμπορίου, και το πρώτο που έκανε ήταν να μου χαρίσει το Κιβώτιο. Ο Χρίστος μού άνοιξε τον δρόμο. Έγραφε κριτικές για βιβλία, τα διάβαζα κι εγώ, τα συζητάγαμε, το ίδιο κάνουμε και τώρα. Εκείνος ήθελε να ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο, και κοντά του συνειδητοποίησα ότι το ήθελα κι εγώ. Έγινε πραγματικότητα το 1981 στον Βόλο, παρότι η πόλη είχε ήδη καθιερωμένα βιβλιοπωλεία. Παντρευτήκαμε, και ανοίξαμε το βιβλιοπωλείο Κόμβος στην οδό Αλεξάνδρας. Ο Χρίστος ήξερε πολλά για τις εκδόσεις κι εγώ μάθαινα πολλά διαβάζοντας τους καταλόγους. Έτσι άρχισα να αποκτώ εποπτεία της βιβλιοπαραγωγής, χωρίς να έχω πιάσει όλα τα βιβλία στα χέρια μου. Ήθελα να μάθω, και μπροστά μου ανοιγόταν ένας ωκεανός γνώσεων.
Κρατήσαμε τον Κόμβο μέχρι το 1986 που επιστρέψαμε στην Αθήνα. Ο Χρίστος άρχισε να κάνει διορθώσεις κειμένων επαγγελματικά, και εγώ, από εκείνον τον Σεπτέμβριο του 1986, άρχισα να εργάζομαι στο Θεμέλιο όπου παρέμεινα ως το 1992. Έζησα τις καλύτερες στιγμές του μεταδικτατορικού Θεμέλιου. Ήταν το βιβλιοπωλείο της Αριστεράς, κι εγώ ήμουν αριστερή από την οικογένεια της μητέρας μου. Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης ήμουν Κνίτισσα, μετά έγινα Ρήγισσα! Εκεί γνώρισα ανθρώπους που ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα πλησίαζα: τον Νίκο Σβορώνο, τον Σπύρο Ασδραχά, τον Φίλιππο Ηλιού, τον Λεωνίδα Κύρκο, τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά… Είχε καλούς βιβλιοπώλες το Θεμέλιο, που με βοήθησαν να γνωρίσω την αγορά του βιβλίου. Υπήρχε αλληλεγγύη σ’ αυτό το επάγγελμα.
Η Μαρία Παπαγεωργίου εργαζόταν στο Θεμέλιο, όταν την προσέγγισαν από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας, και εκείνη περιγράφει παραστατικά τι ένιωσε: «Ήμουν στο Λύκειο και ήθελα να πάω στο Πανεπιστήμιο!».
Έμεινα στο Βιβλιοπωλείο της Εστίας είκοσι χρόνια, από το 1993 μέχρι που έκλεισε, το 2013. Ήταν τα χρόνια της ακμής του. Η Εστία είχε την ταμπέλα της δεξιάς, μάλιστα ένας συνάδελφος με φώναζε «Κοσοβάρα» στην αρχή. Όμως αυτό άλλαξε, αφού εκεί συναντιούνταν πλέον οι πάντες για να συζητήσουν «με την κυρία Μάνια» [σ.σ. Η Μαρίνα Καραϊτίδη, διαδέχθηκε το 1972 τον πατέρα της Κ. Σαραντόπουλο] και η Εστία, που ιδρύθηκε το 1885, εξελίχθηκε στο πιο ενημερωμένο βιβλιοπωλείο ενώ παράλληλα έκανε εκδοτικά ανοίγματα, π.χ. σε νέους συγγραφείς κ.ά. Αυτή η θητεία υπήρξε καθοριστική για εμένα, με διαμόρφωσε σαν βιβλιοπώλισσα.
Ας πούμε δυο λόγια για τους ανθρώπους που σε στήριξαν σ’ αυτή τη διαδρομή.
Οι δάσκαλοί μου, που με συμβούλευαν όταν ανοίξαμε τον Κόμβο, ήταν ο Μιχάλης Γκανάς, σ’ αυτόν απευθυνόμουν και μου έδινε πολύτιμες συμβουλές όταν κατέβαινα από τον Βόλο να αγοράσω βιβλία. Το ίδιο και ο Στρατής Φιλιππότης που πριν ιδρύσει τις δικές του εκδόσεις, είχε υπάρξει διευθυντής στο Βιβλιοπωλείο της Εστίας όταν αυτό βρισκόταν στην οδό Σταδίου. Πολλοί συνάδελφοι μοιραζόμασταν τις γνώσεις μας, κι εγώ με τη σειρά μου συμβούλευα τη Νίκη Αναστασέα που εργαζόταν με τον Λιβέριο από τα πρώτα βήματα της Πολιτείας. Δεν αντιμετώπισα ποτέ ανταγωνιστική στάση από την πλευρά των συναδέλφων. Και χάρη σ’ αυτή τη δουλειά γνώρισα από κοντά προσωπικότητες που με σημάδεψαν. Θυμάμαι τον Φίλιππο Ηλιού, ήμουν ακόμα στο Θεμέλιο, ήταν παραμονές Γιορτών και μού δώρισε με αφιέρωση τα Τετράδια ημερολογίου, του Θεοτοκά, που είχε μόλις εκδώσει η Εστία. Θυμάμαι έντονα τον Νικηφόρο Βρεττάκο, το σκαμμένο πρόσωπό του, γνώρισα από κοντά και τη μεγάλη γενιά των πεζογράφων, τον Μάτεσι, τον Σουρούνη, τον Νόλλα και τους άλλους. Στην Εστία συζητούσαμε πια συστηματικά για τις καινούργιες εκδόσεις, αναπτυσσόταν μια διαπροσωπική σχέση που συνδύαζε τον σεβασμό, την εξυπηρέτηση και τις γνώσεις. Με δύο τηλεφωνήματα έβρισκα τα βιβλία που αναζητούσαν! Και όταν δημιουργήσαμε το Επί Λέξει, οι περισσότεροι στάθηκαν δίπλα μου.
Τι έχει αλλάξει σήμερα;
Έχει αλλάξει ο τρόπος που το κοινό αναζητά το βιβλίο που το ενδιαφέρει. Παλιά υπήρχαν οι κυριακάτικες εφημερίδες και τα βιβλιοπωλεία. Τώρα, όλο και μειώνονται οι άνθρωποι που εμπιστεύονται τους βιβλιοπώλες. Αυτό ξεκίνησε όταν εξαπλώθηκε η χρήση του διαδικτύου. Πληθαίνουν αυτοί που εμπιστεύονται περισσότερο τους «φίλους» από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή τους «influencers», παρά τους βιβλιοπώλες. Παλιότερα, οι περισσότεροι πελάτες μάς απευθύνονταν με τα μικρά μας ονόματα… Στα μάτια μου ένας συνειδητός βιβλιόφιλος που θέλει να διευρύνει το πεδίο του, αναζητά έναν άνθρωπο που έχει εποπτεία, να τον πάρει από το χέρι. Αντίθετα, οι «influencers» απευθύνονται σε ένα γενικό κοινό με λιγότερες απαιτήσεις. Ωστόσο πιστεύω ότι δεν έχει ακόμα κριθεί το για πόσο καιρό οι επαρκείς αναγνώστες/στριες θα εξακολουθούν να αποζητούν να ενημερώνονται από τους βιβλιοπώλες, αντί να στραφούν σε μια δική τους αναζήτηση στο διαδίκτυο.
«Πες μου ένα καλό βιβλίο να διαβάσω!» Τι απαντούσες σε όσους/ες έρχονταν σε σένα με αυτό το αίτημα;
Η πρώτη μου ερώτηση ήταν «τι διάβασες τελευταία;». Για να καταλάβω τις αναγνωστικές προτιμήσεις τους και ανάλογα με αυτές να κάνω μια πρόταση. Πρότεινα κάτι περίπου στην ίδια κατεύθυνση, να προσομοιάζει ή και να είναι λίγο καλύτερο. Ώστε να «συνδεθούν». Το αναγνωστικό κοινό κατατάσσεται κι αυτό σε κατηγορίες. Υπάρχει μια κατηγορία λ.χ. που δεν θέλει με τίποτα να διαβάσει διήγημα, δεν μπορείς να την πείσεις. Άλλοι/ες μένουν στα ίδια για να περνάνε ευχάριστα την ώρα τους, άλλοι/ες έχουν εξελικτική πορεία.
Η ελληνική λογοτεχνία δεν διαβάζεται όπως διαβαζόταν
Το σημερινό κοινό, το κοινό της δεκαετίας του 2020, τι διαβάζει;
Τελευταία, στο βιβλιοπωλείο ζητούσαν όλο και συχνότερα ξένη λογοτεχνία. Το βρίσκω φυσιολογικό. Οι αναγνώστες/στριες νιώθουν ότι βρίσκονται στο κέντρο των τεκταινομένων διεθνώς, επιπλέον οι μεταφράσεις που κυκλοφορούν είναι καλές, τα βιβλία έχουν «ψαγμένες» εισαγωγές ή επίμετρα. Δεν λέω… εξακολουθούμε να έχουμε καλή ελληνική λογοτεχνία, ωστόσο τα τελευταία χρόνια νομίζω ότι έχει χάσει τη δυναμική της. Πώς να ξεχάσω τι γινόταν με τη Ζυράννα Ζατέλη ή τον Μουρσελά; Έκαναν τρελές πωλήσεις τότε που ήμουν στην Εστία. Έχουμε και σήμερα καλούς/ές πεζογράφους. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορώ να ερμηνεύσω γιατί η ελληνική λογοτεχνία δεν διαβάζεται όπως διαβαζόταν. Είχαμε επίσης μια έξαρση ιστορικών μυθιστορημάτων μετά τον Τσίρκα, τον Κοτζιά κ.ά., αλλά και αυτή η λογοτεχνία μοιάζει να έχει κουράσει. Το σημερινό κοινό ενδιαφέρεται περισσότερο για τα μυθιστορήματα που εκφράζουν το «τώρα», τη σημερινή εποχή, μην ξεχνάμε και την καταιγίδα των αστυνομικών προς αυτή την κατεύθυνση, παρότι πολλά απ’ αυτά δεν έχουν να πουν κάτι ιδιαίτερο. Από την πλευρά τους, οι νεότεροι/ες πεζογράφοι πολλές φορές αναδεικνύουν το δευτερεύον. Είναι γεγονός ότι ξέρουν να γράφουν, τα κείμενά τους είναι ωραία σε επίπεδο μορφής, αλλά συχνά είναι αδύναμα θεματικά. Μετά το 2014 λ.χ. δεν υπήρξε άλλο Γκιακ…
Έχει ωστόσο ενδιαφέρον το ότι υπάρχει μια κατηγορία βιβλίων, τα θεωρητικά, μελέτες και δοκίμια, κυρίως πολιτικά αλλά και ιστορικά, κοινωνιολογικά, οικονομικά αλλά και τα θεατρικά κ.ά., που παρότι είναι κατηγορία αντιεμπορική έχει ένα δικό της αναγνωστικό κοινό, φανατικό και απαιτητικό. Ειδικά στο Επί Λέξει, επειδή γύρω του υπήρχαν πολλά γραφεία πολιτικών και δικηγόρων, τα δοκίμια είχαν αναγνώστες επίμονους και ανήσυχους.
Πάντως, το είδος που περισσότερο απ’ όλα βρίσκεται σήμερα σε άνθηση είναι τα βιβλία αυτοβοήθειας. Σημαίνουν σίγουρα χρήματα για τους εκδότες τους, αλλά εμείς στο Επί Λέξει με τίποτα δεν τα προβάλλαμε στη βιτρίνα. Πώς να πουλήσω ένα βιβλίο, από τη στιγμή που δεν μπορώ να το υπερασπιστώ; Από τη στιγμή που όλα αυτά τα θεωρώ «αμερικανιές», γραμμένες από …σχεδόν τσαρλατάνους;
Ας ανοίξουμε το εύρος του φακού μας. Πόσο σοβαρά καλλιεργούμε την κουλτούρα της ανάγνωσης στην Ελλάδα; Πόσο φιλαναγνώστες και φιλαναγνώστριες είμαστε;
Μπορεί να υπάρχει, ας πούμε, ένα σταθερό 10% συστηματικών αναγνωστών/στριών που στηρίζουν τα βιβλία, όμως από εκεί και πέρα το αναγνωστικό κοινό είναι περιστασιακό. Με άλλα λόγια, ως λαός δεν είμαστε φιλαναγνώστες/στριες. Ίσως να έχει κάπως αυξηθεί το περιστασιακό αναγνωστικό κοινό αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με το επαρκές κοινό. Αυτό το αποδίδω στη στρατηγική που ακολουθεί η πολιτεία στη σχολική εκπαίδευση απέναντι στο βιβλίο και τη λογοτεχνία. Αρκεί να σκεφτούμε ότι μόλις το 2025 αποφασίστηκε να ενταχθούν στη σχολική ύλη μια σειρά από θεμελιακά κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Όμως, για να διαμορφωθούμε ως επαρκείς αναγνώστες/στριες χρειάζεται να έχουμε επαφή με το βιβλίο από την παιδική μας ηλικία. Και επειδή δεν έχουν όλες οι οικογένειες τα απαραίτητα οικονομικά μέσα, χρειάζεται μια πολιτική φιλαναγνωσίας που θα ενισχυθεί από την πολιτεία – κάτι που η πολιτεία ποτέ δεν πήρε την πρωτοβουλία να κάνει. Έγινε μια προσπάθεια όταν δημιουργήθηκε το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), αλλά δεν ρίζωσε για πολύ.
Προσωπικά υποστηρίζω ότι εάν η πολιτεία επεξεργαζόταν ένα πρόγραμμα με ενεργές βιβλιοθήκες από τον Έβρο μέχρι το Καστελόριζο, είναι σίγουρο ότι το φιλαναγνωστικό κοινό θα γινόταν πολύ μεγαλύτερο. Εάν σε κάθε διοικητικό διαμέρισμα λειτουργούσε μια βιβλιοθήκη, ανοιχτή στο κοινό, και μόνο το γεγονός ότι τα παιδιά θα εξοικειώνονταν με την εικόνα της, τη λειτουργία της, θα ήταν ενθαρρυντικό.
Από την άλλη είναι γεγονός ότι σήμερα το διαδίκτυο και το κινητό-στο-χέρι παίζουν αρνητικό ρόλο στην ανάγνωση όχι μόνο των βιβλίων αλλά γενικότερα κάθε εντύπου. Το λένε και οι επιστήμονες: είναι θέμα των νευρώνων του εγκεφάλου. Όσοι/ες εθίζονται στην εικόνα του κινητού, του τάμπλετ ή του διαδικτύου δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν στη σελίδα του βιβλίου, στο έντυπο. Η γενιά των 30άρηδων είναι αυτή που ακόμα πατά σε δύο βάρκες. Για τις νεότερες γενιές θα είναι πολύ πιο δύσκολο. Φοβάμαι λοιπόν ότι το έντυπο βιβλίο σταδιακά θα πεθάνει.
Μια μορφή πολιτισμικής παρέμβασης
Στις αρχές του 2000, στις Διεθνείς Εκθέσεις Βιβλίου της Φρανκφούρτης πολλοί επαγγελματίες της αλυσίδας του βιβλίου υποστήριζαν ότι πλέον θα κυριαρχούσαν τα e–books και οι εκδοτικές επιχειρήσεις θα έπρεπε να προσαρμοστούν. Αυτό δεν έχει ακόμα συμβεί, το έντυπο βιβλίο αντέχει, όμως τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα βλέπουμε ένα ρεύμα προς τα audio books, τα ακουστικά βιβλία, που έχουν αγκαλιάσει και τους μεγάλους κλασικούς. Σ’ αυτό το ρευστό τοπίο, το Επί Λέξει καλλιέργησε έναν άλλο δρόμο, τις απογευματινές εκδηλώσεις για τις νέες εκδόσεις. Μια πρωτοβουλία που κινητοποίησε τον κόσμο του βιβλίου, εκδοτικό, συγγραφικό, μεταφραστικό, κριτικό, αναζωογόνησε το ευρύτερο αναγνωστικό ενδιαφέρον για ποικίλα είδη, κάτι που ακολούθησαν και πολλά άλλα βιβλιοπωλεία.
Στα δώδεκα χρόνια που λειτούργησε το βιβλιοπωλείο οργανώσαμε περισσότερες από 1200 εκδηλώσεις. Θεωρούσα τις εκδηλώσεις μια μορφή πολιτισμικής παρέμβασης και το βιβλίο προνομιακό φορέα της, άμεσα συνδεδεμένο με αυτή τη διαδικασία. Γι’ αυτό επέμενα να κάνουμε πολλές, και σ’ αυτό πολύ με ενθάρρυνε ο Νίκος Γκιώνης των εκδόσεων Πόλις που συμφωνούσε. Στα μάτια μου κάθε εκδήλωση ήταν ένα πολιτισμικό δρώμενο. Η πρόθεσή μου δεν ήταν να προσελκύσω πελάτες, να πουλήσω, άλλωστε δεν «πουλάνε» όλες οι εκδηλώσεις, εξαρτάται πάντα από το βιβλίο, το πάνελ, τη συγκυρία, παράγοντες που δεν όριζα εγώ που φιλοξενούσα τις εκδηλώσεις. Όμως μου άρεσε πολύ αυτή η παράπλευρη δραστηριότητα. Και από τη στιγμή που το Επί Λέξει έκλεισε –η επίσημη ανακοίνωση έγινε στα τέλη Μαΐου– ήξερα ότι δεν θα είναι τα βιβλία που θα μου λείψουν περισσότερο, αλλά οι άνθρωποι.
Μικέλα Χαρτουλάρη
Η ΕΠΟΧΗ