Συνέντευξη με τον Νικόλα Σεβαστάκη, καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
Ας ξεκινήσουμε από τα γεγονότα στις ΗΠΑ, από τη δολοφονία του Τσάρλι Κερκ και όσα ακολούθησαν. Πρόκειται για κάποιο σημείο καμπής; Να περιμένουμε να αλλάξουν πολλά ύστερα από αυτό;
Δε νομίζω. Είναι περισσότερο ένας κρίκος στην αλυσίδα κάποιων πραγμάτων. Η κουλτούρα της ένοπλης βίας, κυρίως από το χώρο της Ακροδεξιάς, είναι εμπεδωμένη στις ΗΠΑ. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την ιδιαιτερότητα του Κερκ του ίδιου και του κινήματός του, και την προσπάθεια θυματοποίησης του λόγου του ως λόγου που υποτίθεται πως ήταν απλά «συντηρητικός» και όχι κάτι πιο ακραίο, και που πέφτει θύμα αυτού που οι Αμερικάνοι αποκαλούν «Radical Left». Αυτό που συνιστά τομή με μία έννοια είναι η ίδια η μετάλλαξη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και της βάσης του, χωρίς να σημαίνει ότι πριν ήταν μια κλασική συντηρητική βάση κεντροδεξιού ευρωπαϊκού κόμματος. Είχε πάντα συνιστώσες θρησκευτικές, μεσσιανικές, ακροδεξιές, η σύνθεση όμως που φτιάχνεται επί Τραμπ είναι κάτι ιδιαίτερο. Υπάρχει μια διαδικασία αυταρχικοποίησης που παράγει όλο και πιο βίαια γεγονότα. Ο αυταρχισμός του κράτους και η «ριζοσπαστικοποίηση» στη βάση είναι φαινόμενα ομόλογα. Η ωμότητα των πάνω συναντά την ωμότητα κάποιων από τους κάτω. Ακόμα και η φιγούρα του δολοφόνου του Κερκ είναι υποφωτισμένη πολιτικά και μοιάζει περισσότερο με πρόσωπο βγαλμένο από την κουλτούρα του σκοτεινού διαδικτύου παρά με κάτι που μπορούμε να προσδιορίσουμε πολιτικά.
Τι έχει αλλάξει στην ιδεολογία και στην κουλτούρα της Δεξιάς διεθνώς, και γιατί;
Δύο ιδεολογικά ρεύματα που ιστορικά ήταν διαχωρισμένα, από τη μια ο δεξιός ελευθερισμός και αντικρατισμός, κατά των φόρων και του μεγάλου παρεμβατικού κράτους, και από την άλλη ένα ρεύμα ποινικού λαϊκισμού και αυταρχικού κρατισμού, συνενώνονται με ασταθή τρόπο φτιάχνοντας ένα μείγμα που το βλέπουμε και στους ιθύνοντες κύκλους του νέου τεχνολογικού καπιταλισμού, σε CEO, σε εκλαϊκευτές/προπαγανδιστές στο διαδίκτυο κ.α. Αφενός έχουμε μία εξέγερση απέναντι στο κανονιστικό στοιχείο του κράτους, από μέρους ατόμων που θέλουν να ζήσουν χωρίς κανόνες πολιτικής ορθότητας από τα πάνω, και αφετέρου έχουμε καινούρια ζήτηση αυταρχισμού και επέμβασης φίμωσης σε αντιπάλους, σε έντυπα, σε πανεπιστήμια κοκ. Αυτά τα δύο φτιάχνουν ένα μεταφασισμό –είμαστε αμήχανοι πια απέναντι στους όρους–, ένα νέο αστερισμό της Άκρας Δεξιάς, ο οποίος έχει υποστηρικτές και στις λαϊκές και μεσαίες τάξεις.
Αυτό που ενώνει τους δύο χώρους είναι η ιδέα του να κάνουμε ό,τι θέλουμε χωρίς το όριο που θέτει ο νόμος ή οι αξιώσεις περί ισότητας; Δηλαδή είναι κάτι σαν αυτό που περιέγραφε ο Μπόμπιο σε άλλες μεταβατικές εποχές, η ελευθερία κάποιων ενάντια στην ισότητα για όλους;
Νομίζω έχετε γράψει κι εσείς κ. Παπανικολόπουλε σχετικά κείμενα που αγγίζουν αυτή την προβληματική. Πιστεύω ότι είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο. Αυτό που ο ψυχαναλυτής Ζαν Πιερ Λεμπρούν έχει ονομάσει «ένας κόσμος χωρίς όρια». Κι εδώ βέβαια η έννοια του ορίου έχει πολύ μεγάλη σχέση με όλες τις συζητήσεις για την κλιματική κρίση, για το «δικαίωμα» στην οπλοκατοχή ή, για να έλθω στα δικά μας, τα ελληνικά, για την πολεοδομική αναρχία και για πολλά άλλα που αντιστρατεύεται αυτή η ασύδοτη κίνηση. Δίχως όρια σημαίνει να επιταχύνει κανείς διάφορες καταστροφές, όχι μόνο χάριν της κερδοφορίας, αλλά χάριν μιας φιλοσοφίας που περιφρονεί κάθε έννοια οριοθέτησης και σκοπού. Αυτό φυσικά δημιουργεί νέες προκλήσεις για όλες τις δυνάμεις της χειραφέτησης, που καλούνται πλέον να ενσωματώσουν στο πολιτικό τους σχέδιο και όραμα μια φιλοσοφία του ορίου.
Στην πολιτικο-κοινωνική συμμαχία που στηρίζει αυτή την πολιτική σε διάφορες χώρες, και στη δική μας, προστίθεται και το φιλελεύθερο Κέντρο. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Είναι μια ιδιόμορφη καθήλωση σε μια ανάλυση του κόσμου και των κινδύνων της δεκαετίας του 1990 ή των αρχών του 2000. Διάβαζα πρόσφατα τη συνέντευξη μιας συναδέλφου, την οποία εκτιμώ κατά τα άλλα, που έλεγε, κατά τα γνωστά, ότι το δίλημμα σήμερα είναι «μεταρρυθμίσεις ή λαϊκισμός». Αυτή η ανάλυση είναι πάρα πολύ στατική και δεν μπορεί να συναντήσει την εποχή των πολυκρίσεων. Δηλαδή, από το 2019/2020 έχουμε μπει, με την πανδημία, με την επιτάχυνση της τεχνητής νοημοσύνης, με όλα τα άλλα στο κοινωνικο-οικονομικό πεδίο, και φυσικά την άνοδο των ακροδεξιών δυνάμεων, σε ένα νέο πεδίο υπαρξιακού και ανθρωπολογικού κινδύνου, και όχι απλώς πολιτικών ρίσκων. Όταν ανεμίζεις σήμερα έναν άκυρο αντικομμουνισμό και δίνεις μάχες κάτω από ένα λάβαρο αντιλαϊκισμού, τη στιγμή που οι αριστερές δυνάμεις διεθνώς είναι στα κάτω τους (ήττες, δυσκολίες συγκρότησης), είναι μια καθήλωση που συντείνει αντικειμενικά σε μια πορεία μεγαλύτερης δεξιοποίησης του κόσμου. Κάποιος μπορεί να έχει διαφωνίες με τη μια ή άλλη ανάλυση ή πλευρές της αριστερής κουλτούρας στην Ελλάδα και διεθνώς, να θέλει να ασκήσει κριτική διατηρώντας αμφιβολίες. Την ίδια ώρα όμως προωθείται ένας ξεθυμασμένος τεχνοκρατικός λόγος για τις μεσαίες τάξεις, για τον καπιταλισμό και το γεωπολιτικό πλαίσιο, και έτσι ιεραρχεί κανείς τελείως λάθος τους κινδύνους. Και σαν να λένε ότι το βασικό πρόβλημα της εποχής μας είναι ο σοσιαλισμός ή ο αριστερός λαϊκισμός και όχι οι νεοφασισμοί. Νομίζω ότι η προσέγγιση του φιλελεύθερου Κέντρου ή μιας δεξιάς Σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα είναι εργαλειοποιημένη και εξαρτημένη από την τύχη της κυβέρνησης Μητσοτάκη και φυσικά τελείως ασυντόνιστη με τους πραγματικούς κινδύνους της εποχής που διανύουμε.
Ποια κατά τη γνώμη σας είναι τα βασικά προβλήματα του αριστερού ημισφαιρίου για όλες αυτές τις ήττες και τις δυσκολίες στις οποίες αναφερθήκατε;
Θα ομολογήσω ότι έχω ασκήσει πολλές φορές υπερβολική κριτική – υπερκριτική που έλεγε και ο Ελεφάντης. Εκ των υστέρων σκέφτομαι ότι ήταν υπερβολική και κάποιες φορές άστοχη, σχετιζόταν δηλαδή κυρίως με ζητήματα πολιτικής κουλτούρας και ύφους περισσότερο, όχι με τον σκληρό πυρήνα κάποιων θέσεων. Κάποιες ευκολίες, ας πούμε, που έχουν αναφερθεί σε αναλύσεις πολλών αρθρογράφων του χώρου. Πχ. αυτή την αντίληψη ότι το πρόβλημα είναι το 1%, ή έστω το 5%, και ότι το σύνολο των μεσαίων και λαϊκών τάξεων και των αιτημάτων τους πρέπει να το υπερασπιστούμε. Ή η προσέγγιση στη ρωσική εισβολή και στον πόλεμο στην Ουκρανία, που, κατά τη γνώμη μου, φανέρωσε πολλά κενά και λάθη. Το ότι έχουμε να κάνουμε με πολλούς ιμπεριαλισμούς, με πολλαπλά μέτωπα και δεινά κι όχι με ένα και μόνο. Ένα βασικό πρόβλημα, για να επιστρέψω στην ερώτηση, είναι το πρόβλημα των ηγετικών «εγώ», που υπάρχει και στη Γαλλία, το πρόβλημα των προσώπων και του ανταγωνισμού τους για την πρωτοκαθεδρία. Υπήρξε όμως και μια αποϊδεολογικοποίηση, μια κακή εκδοχή της στροφής στο ρεαλισμό που είδαμε στην ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο τρόπος με τον οποίον ερμηνεύτηκε η στροφή στο ρεαλισμό ή σε κάποιο πατριωτικό δημοκρατικό Κέντρο ήταν ένας τρόπος που λειτούργησε διαλυτικά. Η περίπτωση Κασσελάκη ήρθε ως αποτέλεσμα συρρίκνωσης ιδεολογικών, πολιτικών και οργανωτικών πόρων. Και, φυσικά, δεν μπορώ να μην αναφερθώ σε προσδοκίες αρχηγικού, μεσσιανικού τύπου απέναντι στον Μητσοτάκη σε προσωπικό επίπεδο, στην προσωποποίηση της πολιτικής, ενώ το θέμα ήταν η Δεξιά ως τρόπος αναπαραγωγής ενός συστήματος εξουσίας και ενός τρόπου διακυβέρνησης. Όλα αυτά λειτούργησαν με τρόπο διαλυτικό. Σήμερα, ακόμα η συζήτηση γυρίζει γύρω από το ποιο πρόσωπο θα μπορέσει να αντιπαρατεθεί στον Μητσοτάκη με όρους εκλογικής κυριαρχίας. Νομίζω ότι είναι λάθος προσέγγιση. Παρουσιάζει σίγουρα ενδιαφέρον για δημοσιογράφους και μια στενή περίμετρο στην πολιτική πιάτσα. Από την άλλη, έχει αναδυθεί, η δυναμική των κοινωνικών συναισθημάτων στη βάση διάφορων ηθικών τραυμάτων –τα Τέμπη είναι ένα από αυτά– που δημιουργούν τη δική τους άτυπη πολιτική δυναμική την οποία προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν οι αναλυτές ώστε να δούμε πού και αν θα κλίνει κάπου πολιτικά, τι θα γονιμοποιήσει και τι όχι. Είμαστε ανάμεσα σε μια βραχυκυκλωμένη και αμήχανη πολιτική τάξη της Αριστεράς και σε μία δεύτερη σφαίρα, αυτή των κοινωνικών συναισθημάτων, των κινητοποιήσεων, η οποία δεν είναι υποχρεωτικά αριστερόστροφη. Έχει στοιχεία ριζοσπαστικά, αναγεννητικά, κριτικά προς το σύστημα εξουσίας, αλλά θα μπορούσε να γονιμοποιήσει, όπως έγινε και στην περίοδο του αντιμνημονίου, μια νέα εθνικοσυντηρητική Δεξιά.
Ποια θα έπρεπε να είναι η στάση της Αριστεράς απέναντι σε αυτή την έκλυση συναισθημάτων; Να επαναφέρει το ριζοσπαστισμό σε επίπεδο πολιτικού λόγου, ύφους, προγράμματος; Σας το ρωτάω αυτό επικαλούμενος και μία πρόσφατη παρέμβασή σας στην οποία λέτε ότι ένα είδος αντικαπιταλισμού πρέπει να επανέλθει αν είναι να σώσουμε τον πλανήτη και την κοινωνία.
Η μετριοπάθεια δεν σημαίνει χλιαρότητα. Ακόμα και για να διατηρήσεις μία μετριοπαθή στρατηγική πρέπει ενίοτε να κινηθείς προς τα όρια. Ο ριζοσπαστισμός είναι συχνά προϋπόθεση για να σωθεί η πολιτική και κοινωνική δημοκρατία, ακόμα και σε ένα πλαίσιο αστικό και συμβατικό. Παρόλα αυτά δεν αρκεί πια αυτό. Είναι μεγάλη η ένταση των κρίσεων, το περιβαλλοντικό χάλι της χώρας και τα αδιέξοδα ενός μοντέλου ανάπτυξης –που για μένα μετράει όλο και περισσότερο–, καθώς και άλλες πλευρές της κρίσης, λχ. η ηθική, ή η έλλειψη εμπιστοσύνης. Χωρίς ηθικούς πόρους, καμία πορεία προς το καλύτερο δεν μπορεί να υπάρξει. Δηλαδή, με διαλυμένα τα υποκείμενα της δημοκρατίας, για ποια δημοκρατία μιλάμε; Η δημοκρατία είναι και μορφές υποκειμενικότητας και μορφές συλλογικής δράσης και συλλογικής ελπίδας. Ε, αυτά όλα χρειάζονται έναν ριζοσπαστισμό, όχι όμως αναγκαστικά τον ριζοσπαστισμό των πολλών επιθέτων ή της τεντωμένης φλέβας στο λαιμό – μια καρικατούρα ριζοσπαστισμού, ένας οξύς τόνος που θεωρείται συχνά συνώνυμο του ριζοσπαστισμού. Αντιθέτως, ο ριζοσπαστισμός ενδέχεται να είναι πιο ψύχραιμος, πιο προγραμματικός, μπορεί να είναι και πιο υπαινικτικός πολλές φορές, αλλά και πιο ανθρώπινος και τρυφερός. Δεν χρειάζεται πάντα να είναι μία δήλωση πολέμου. Θα υπάρχει, φυσικά, και αυτό όταν και όπου χρειάζεται. Όμως, έχουμε δει πολλές φορές μια κουλτούρα πολεμικών ανακοινωθέντων την οποία ακολουθεί μια κόπωση, μια αδράνεια και μια φυγή από το πολιτικό. Δηλαδή, είδαμε μια τεχνητή ανύψωση τόνων και κινηματικότητας που μετά ξεφούσκωνε. Προτιμώ να μην γίνεται κάθε λίγο και λιγάκι γενική απεργία και όταν γίνεται να φανερώνει μια ποιότητα κινητοποίησης και συλλογικής δράσης που να δημιουργεί γεγονότα. Η ατέρμονη επανάληψη τέτοιων κινητοποιήσεων γίνεται μια τελετουργία για επαγγελματικούς μηχανισμούς. Επομένως, ο ριζοσπαστισμός είναι αναγκαίος, με νέους κώδικες πολλές φορές, απαλλαγμένος από τη διάθεση να εντυπωσιάσει ή να αποστομώσει κάποιον άλλο στ’ αριστερά του ή στα δεξιά του.
Κρατάω ότι ο ριζοσπαστισμός είναι όρος επιβίωσης της δημοκρατίας, ενός ανεκτού επιπέδου ζωής, καθώς και της δυνατότητάς μας να αποφύγουμε τα χειρότερα σε κλιματικό επίπεδο. Θέλω να σας ρωτήσω όμως για το μεταναστευτικό. Είμαστε μια γηράσκουσα κοινωνία. Χωρίς νιάτα, όχι ριζοσπαστισμός δεν υπάρχει, αλλά ούτε και απλή αναπαραγωγή της κοινωνίας. Πλέον φεύγουν οι μετανάστες που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι στη χώρα μας, φεύγουν και οι νέοι. Ωστόσο, βλέπουμε ότι έχει εδραιωθεί στο δεξιό ημισφαίριο ένας αντιμεταναστευτικός λόγος, την ώρα που μας λείπουν εκατοντάδες χιλιάδες εργατικά χέρια. Τι θα μπορούσαμε να αντιπαρατάξουμε σε αυτό τον αντιμεταναστευτικό λόγο που δεν κατανοεί ότι αντιστρατεύεται το συμφέρον της ίδιας της κοινωνίας μας για την οποία υποτίθεται ότι κόπτεται;
Είναι ίσως το πιο δύσκολο ζήτημα για τις δυνάμεις της Αριστεράς, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Είναι στρυμωγμένες σε αυτό το ζήτημα, γιατί πραγματικά μεγάλα τμήματα των λαϊκών και των μεσαίων τάξεων των γηγενών αντιδρούν, δυσφορούν και συσπειρώνονται σε μια αντιμεταναστευτική διάθεση, πράγμα που έχει ως συνέπεια τόσο τα δεξιά κόμματα όσο και κάποια σοσιαλδημοκρατικά να μετακινούνται προς τις θέσεις της ριζοσπαστικής ταυτοτικής Δεξιάς. Βλέπουμε και στην Ελλάδα ότι τους τελευταίους μήνες, με τον κ. Πλεύρη και τους άλλους, έχουμε έναν λόγο που συναντά κανείς στο κόμμα της Λατινοπούλου ή στην Ελληνική Λύση. Στο πλαίσιο αυτό, είναι απαράκαμπτη μια διεθνιστική, ανθρωπιστική τοποθέτηση, μαζί με μια τοποθέτηση που παίρνει υπόψη τις αλήθειες της πολιτικής οικονομίας και του κοινωνικού μας σχηματισμού και των αναγκών του. Η Αριστερά πρέπει να επιμείνει σε αυτόν το δρόμο, χωρίς αποκλειστικά ηθικολογικό και κανονιστικό λόγο, προσπαθώντας μάλλον να τον γειώσει στα ζητήματα τα δημογραφικά, στα θέματα της κρίσης της υπαίθρου και της ερημοποίησης της χώρας, στα ζητήματα της τόνωσης γειτονιών, και κάνοντας μια δουλειά ενάντια στις εμπεδωμένες στην κοινωνία προκαταλήψεις. Πολλές φορές έχουν κατηγορηθεί οι δυνάμεις της Αριστεράς για λαϊκισμό, και από το Κέντρο και από τη Δεξιά. Στο μεταναστευτικό, όμως, η Αριστερά έχει αντι-λαϊκιστική θέση, αν θεωρήσουμε κοινότοπα λαϊκισμό ως την κολακεία του μέσου όρου ή των λαϊκών συναισθημάτων (που δεν είναι αυτό στη θεωρία, αλλά ας το αφήσουμε για την ώρα). Εκεί φαίνεται η παιδαγωγική και η πολιτική δουλειά της Αριστεράς. Για να γίνει αυτό, βέβαια, χρειάζονται όσα προείπαμε: μια ανασυγκρότηση πολιτική και ηθική του χώρου, η οποία το επόμενο διάστημα πρέπει να δώσει μια απάντηση στην πορεία προς τον κυνισμό. Γιατί αυτό είναι επίσης μεγάλο πρόβλημα σήμερα: ο μηδενισμός και ο κυνισμός. Έχω γράψει πολλές φορές για τον νέο καπιταλιστικό μηδενισμό, την αίσθηση ότι υπάρχει ένας αυτόματος μηχανισμός στον οποίο οφείλουμε να προσαρμοζόμαστε, παρακολουθώντας τον τυφλά, χωρίς να επενεργούμε πάνω του με στοχαστικό τρόπο. Νομίζω ότι αυτά είναι σημαντικά θέματα προσανατολισμού σήμερα. Εκτός από τα υλικά μέτωπα, δηλαδή, είναι και τα μέτωπα τα αξιακά που έχουν αυτοδύναμη σημασία.
Τελευταία ερώτηση για τη Γάζα. Επανήλθε ο πόλεμος και η γενοκτονία, και αναρωτιέμαι πώς άνθρωποι από το φιλελεύθερο Κέντρο και τη δημοκρατική Δεξιά προτάσσουν τα εθνικά συμφέροντα ή την αξίωση περί δυτικής ισχύος, και δεν κατανοούν ότι, όταν γκρεμίζεται κάθε ανθρώπινη αξία, όπως σε μια γενοκτονία που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας, τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να εγγυηθεί ένα καλύτερο μέλλον ή έστω μια συμβίωση μεταξύ ανθρώπων, λαών, κρατών.
Είναι πολύ κρίσιμη η στιγμή αυτή, λόγω του νεοαποικιακού σχεδίου Τραμπ-Νετανιάχου που παρουσιάστηκε για το μέλλον της Γάζας και θυμίζει την παλιά διευθέτηση συγκρούσεων επί Βρετανικής Αυτοκρατορίας, αλλά με κάποια στοιχεία που ενδεχομένως να βάλουν ένα τέλος στην άμεση αιματοχυσία, χωρίς ωστόσο να δίνουν προοπτική για την παλαιστινιακή ταυτότητα και πολιτική ανεξαρτησία. Είναι πραγματικά ντροπή η ιδέα ότι μπορούμε να συζητάμε με όρους κρατικού ρεαλισμού ή με όρους μιας φτηνής λογικής τύπου «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου». Λχ. πολλοί εδώ εξαρτούν τη θέση τους από το τι κάνει η Τουρκία («η Τουρκία είναι με τη Χαμάς, άρα εμείς πρέπει να είμαστε με το Ισραήλ») και από μια αποκρουστική ιδέα της Δύσης. Η Δύση είναι ένα σύνολο φωτεινών υποσχέσεων αλλά και μια ιστορία μεγάλων εγκλημάτων. Δηλαδή, δεν είναι μία ενιαία ταυτότητα την οποία σώνει και καλά πρέπει να υπερασπιζόμαστε, πόσο μάλλον να την ταυτίζουμε με τη συμπεριφορά ενός κράτους σαν το Ισραήλ. Μία ιδεολογική χρήση της Ιστορίας και ένας εθνικιστικός οίστρος οδήγησε κάποιους να πιστέψουν ότι το Ισραήλ θα έπαιζε ένα ρόλο «ανάσχεσης» της Τουρκίας στην περιοχή. Νομίζω ότι αυτά τα πράγματα είναι ανάξια σοβαρής συζήτησης. Το πρόβλημα είναι ότι η εβραϊκή πνευματικότητα και ταυτότητα μέσα στο πέρασμα των αιώνων έχει δώσει τόσους σπουδαίους καρπούς, ενώ από την άλλη το συγκεκριμένο κράτος του Ισραήλ πραγμάτωσε αυτό το αποκρουστικό έργο – και δεν έχει βέβαια σχέση με αυτό που λέμε δημοκρατία. Δεν μπορεί καμία δημοκρατία να στηρίζεται σε τέτοιο βαθμό στο έγκλημα και σε μια χυδαία λογική αποικιοποίησης και καταστροφής ενός άλλου λαού. Τολμώ να πω, βέβαια, ότι πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου πολλούς ιμπεριαλισμούς, γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις, χωρίς να κάνουμε διαγωνισμό για να την πούμε στον άλλον ή για να βγούμε εμείς οι μόνοι δίκαιοι. Πρέπει να ιεραρχούμε στη συγκυρία χωρίς ίσες αποστάσεις και χωρίς να χρησιμοποιούμε τα επιχειρήματα του λεγόμενου φιλελεύθερου Κέντρου που έχει μετατοπιστεί πάρα πολύ προς τα δεξιά. Τον λόγο που ακούγεται για τη Γάζα και την Παλαιστίνη σε αυτό το χώρο στην Ελλάδα τον συναντάς σε φωνές του Λικούντ στο Ισραήλ ή στη φιλοσιωνιστική υπερδεξιά στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ.
Δημήτρης Παπανικολόπουλος
Η ΕΠΟΧΗ