Το περιστατικό στην Ξάνθη δεν είναι «παρεκτροπή». Δεν είναι μια «κακή στιγμή» κάποιου αστυνομικού που «παρασύρθηκε». Είναι η γυμνή αλήθεια για το πώς λειτουργεί ένα σύστημα που έχει μάθει να μετράει την ανθρώπινη ζωή ανάλογα με την καταγωγή της.
Ένας αστυνομικός συνέλαβε χωρίς καμία κατηγορία έναν 40χρονο, του πέρασε χειροπέδες, τον ξυλοκόπησε ανηλεώς, τον έβαλε στο πόρτ μπαγκάζ και τον εγκατέλειψε στον επαρχιακό δρόμο του Σελέρου της Ξάνθης, επειδή τον πέρασε για μετανάστη χωρίς χαρτιά! Όταν λοιπόν στην πορεία αποδείχθηκε πως το θύμα ήταν ελληνογερμανός –πάσχων μάλιστα από σκλήρυνση κατά πλάκας– η οργή των διαφόρων δημοσιολογούντων, αλλά και του αρχηγείου της αστυνομίας, ξεχείλισε. Και να η τηλεοπτική…αγανάκτηση για την απαράδεκτη συμπεριφορά, να οι ανακοινώσεις της ΕΛΑΣ για την αστυνομία που «επιδεικνύει μηδενική ανοχή σε συμπεριφορές που δεν συνάδουν με την αποστολή και τον ρόλο της», να η άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του θύτη.
Τα ερωτήματα ωστόσο που αναδύονται, δεν μπορούν να αγνοηθούν: αν η εντύπωση του αστυνομικού ήταν ορθή, θα είχε δικαίωμα σε τέτοιες παράνομες πράξεις; Μήπως αν το θύμα ήταν όντως μετανάστης χωρίς χαρτιά, θα δικαιολογούσαν κάποιοι αυτή τη συμπεριφορά;
Δυστυχώς, η πραγματικότητα απαντά από μόνη της αφού είναι κοινό μυστικό πως η κατάχρηση εξουσίας από θεσμούς που υποτίθεται πως προστατεύουν το κοινό καλό, έχει γίνει κανονικότητα όταν τα υποκείμενα του ελέγχου εμπίπτουν στην κατηγορία των… συνήθων υπόπτων. Αστυνομικές επιχειρήσεις που θυμίζουν περισσότερο πογκρόμ παρά «προστασία της τάξης», προσαγωγές χωρίς αιτία, ξυλοδαρμοί σε κρατητήρια, «έλεγχοι» που εξελίσσονται σε εξευτελισμούς. Μια θεσμική πρακτική που καλλιεργείται, διδάσκεται και τελικά ενθαρρύνεται, μετατρέποντας τη στολή σε άδεια για αυθαιρεσία –αρκεί το πρόσωπο απέναντι να έχει το «λάθος» χρώμα δέρματος ή το «ξένο» όνομα.
Και όμως, αυτή η θεσμική βία δεν μένει ποτέ μετέωρη. Χρειάζεται το άλλοθι της δημόσιας σφαίρας. Εδώ, μπαίνουν τα ΜΜΕ.
Με κυνισμό που σοκάρει, πολλά από αυτά, χύνουν κροκοδείλια δάκρυα κάθε φορά που ένας μετανάστης εμπλέκεται σε παραβατική πράξη –συχνά πριν ακόμη γίνει γνωστό αν υπάρχουν αποδείξεις. Ξαφνικά, οι εφημερίδες και τα κανάλια θυμούνται την «ασφάλεια του πολίτη», τα πάνελ γεμίζουν με αγανακτισμένους «ειδικούς», οι τίτλοι κραυγάζουν για την «εισβολή λαθρομεταναστών» που απειλεί τη χώρα.
Αν όμως ο δράστης είναι έλληνας, η ρητορική μαλακώνει: τότε ακούμε για «μεμονωμένο περιστατικό», για «ψυχολογικά προβλήματα», για «προσωπικές διαφορές». Να γιατί η επιλεκτική ηθική σημαντικής μερίδας των ΜΜΕ, δεν είναι απλώς υποκρισία αλλά συνενοχή σε μια διαρκή διαδικασία δαιμονοποίησης ανθρώπων που έχουν ήδη πληρώσει ακριβά την ανάγκη τους να επιβιώσουν.
Αυτή η στρατηγική δεν είναι τυχαία. Είναι κομμάτι του πολιτικού αφηγήματος που χρόνια τώρα καλλιεργεί η Δεξιά. Στήνει σκιάχτρα για να αποσπά την προσοχή από τις πραγματικές πληγές: την ανεργία, τη φτώχεια, την κατάρρευση των κοινωνικών δομών, την αβίωτη καθημερινότητα των χαμηλών εισοδημάτων.
Αντί να λογοδοτήσει για πολιτικές που αποδομούν την υγεία, την παιδεία, την πρόνοια, επιλέγει τον εύκολο στόχο: τους «ξένους». Τους παρουσιάζει ως απειλή, ως εχθρούς που υπονομεύουν την «εθνική συνοχή». Και κάθε φορά που ένα περιστατικό βίας ή εγκληματικότητας συνδέεται με μετανάστη, το χρησιμοποιεί ως επιβεβαίωση του ίδιου τρομοκρατικού αφηγήματος.
Το αποτέλεσμα είναι ένα τοξικό κλίμα φόβου. Οι πολίτες βομβαρδίζονται καθημερινά με εικόνες και λόγια που τους πείθουν πως η μεγαλύτερη απειλή στη ζωή τους δεν είναι η ακρίβεια, η διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων ή η αδυναμία του κράτους να προσφέρει αξιοπρεπείς υπηρεσίες. Είναι ο «ξένος».
Η προσφύγισσα που έφυγε κυνηγημένη από τον πόλεμο, ο μετανάστης που δουλεύει αδήλωτος σε χωράφια και οικοδομές για μισθούς πείνας. Η προπαγάνδα κατασκευάζει ένα τέρας για να καλύψει τα πραγματικά τέρατα: την κοινωνική λεηλασία και τη διαρκή επίθεση στα πιο ευάλωτα στρώματα.
Δεν πρόκειται για τυχαίο λάθος, αλλά για συνειδητή πολιτική: ο φόβος ως εργαλείο εξουσίας. Γιατί, ως γνωστόν, μια κοινωνία φοβισμένη, που βλέπει τον «άλλον» ως εχθρό, είναι μια κοινωνία πιο εύκολη στη χειραγώγηση. Όταν οι φτωχοί στρέφονται ενάντια στους ακόμα φτωχότερους, οι πραγματικοί υπεύθυνοι μένουν στο απυρόβλητο. Όταν οι εργάτες αντιμετωπίζουν τους μετανάστες εργάτες ως «απειλή» αντί για συμμάχους, το κεφάλαιο τρίβει τα χέρια του. Όταν η αστυνομία χτυπά πρόσφυγες και οι πολίτες κοιτάζουν αδιάφοροι, ή και επιδοκιμάζουν, η κρατική καταστολή έχει ήδη κερδίσει.
Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση, δεν χωρούν ουδέτερες στάσεις. Η υποκρισία πρέπει να κατονομαστεί. Όσα ΜΜΕ μετατρέπουν την εξαθλίωση σε θέαμα, όσα στοχοποιούν ανθρώπους με βάση την καταγωγή τους, είναι συνένοχα. Όσοι θεσμοί καταπατούν δικαιώματα με πρόσχημα την «τάξη», είναι όργανα βαρβαρότητας. Και όσες πολιτικές δυνάμεις χτίζουν καριέρες πάνω στη ξενοφοβία και τον ρατσισμό, δεν είναι απλώς «ακραίες»· είναι άκρως επικίνδυνες για τη δημοκρατία.
Αν θέλουμε να μιλάμε σοβαρά για ελευθερία, δικαιοσύνη και ισότητα, πρέπει να κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα: η αστυνομική αυθαιρεσία απέναντι στους μετανάστες δεν είναι «παρεκτροπή». Είναι συστατικό στοιχείο ενός μηχανισμού που έχει μάθει να επιβιώνει επενδύοντας στον φόβο και τον διχασμό.
Η σιωπή μας –ή χειρότερα, η συνενοχή μας– απλώς νομιμοποιεί αυτήν τη βία.
Το περιστατικό της Ξάνθης δεν πρέπει να ξεχαστεί. Πρέπει να μείνει ως υπενθύμιση του πού οδηγεί η επιλεκτική αποδοχή της βίας. Γιατί αν δεχτούμε ότι ο ξυλοδαρμός θα ήταν «δικαιολογημένος» αν το θύμα ήταν μετανάστης, έχουμε ήδη χάσει την ουσία. Και τότε το ερώτημα δεν είναι αν το επόμενο θύμα θα είναι ελληνικής ή άλλης καταγωγής· αλλά ποια, ποιος, ποιο από εμάς, θα έχει σειρά για το πορτ μπαγκάζ.