Το 2004, λίγο μετά τον θάνατο του Φίλιππου Ηλιού, ο Σπύρος Ασδραχάς είχε προτείνει στα ΑΣΚΙ ένα μεγάλο συνέδριο για τον ιδρυτή των Αρχείων με θέμα τη συγκρότηση ενός μαρξιστή ιστορικού στον 20ό αιώνα. Συζητώντας τότε για τους ξένους ομιλητές, ο Ασδραχάς επέμενε ιδιαίτερα στον Έρικ Χομπσμπάουμ, ως το κατεξοχήν παράδειγμα ενός τέτοιου ιστορικού που γέννησε ο ταραγμένος προηγούμενος αιώνας.
Ήταν ο ίδιος, άλλωστε, ο επιφανής ιστορικός, που επέμεινε στη σχέση του με την Αριστερά, μέσα και από την αυτοβιογραφία του που έγραψε σε ηλικία 85 χρόνων και δημοσίευσε με τον τίτλο “Interesting Times” (στα ελληνικά “Συναρπαστικά χρόνια” από τις εκδόσεις Θεμέλιο). Ένα ογκώδες έργο, το οποίο εγγράφεται στη μακρά παράδοση των αυτοβιογραφιών δημόσιων προσώπων που ανθούν σε γραμματείες όπως η αγγλοσαξωνική. Οι περισσότερες από αυτές εύλογα προέρχονται από πολιτικούς και στρατιωτικούς. Υπάρχει και ένας σημαντικό τμήμα τους το οποίο έχει γραφεί από διανοούμενους, ανάμεσά τους και ιστορικοί όπως ο Γκίμπον ή ο Γκιζό. Κείμενα τα οποία εστίασαν κατά κύριο λόγο στη δημόσια ζωή των ηρώων τους, δικαιολογώντας επιλογές και στάσεις.
Πώς διαμορφώνεται λοιπόν ένας μαρξιστής ιστορικός; Πώς διαμορφώνεται η ιστορική του συνείδηση; Πώς χαρτογραφεί το παρελθόν του σε συνδυασμό με τις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές; Πώς δικαιολογεί τις κρίσιμες επιλογές του;
Ο Έρικ Χομπσμπάουμ γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια τη χρονιά της Οκτωβριανής Επανάστασης. Γιος ενός Άγγλου επιπλοποιού που είχε μεταναστεύσει στην Αλεξάνδρεια και μιας μητέρας Αυστριακής, εβραϊκής καταγωγής, μετακινήθηκε με την οικογένειά του στην Τεργέστη και μετά στη Βιέννη, όπου σε ηλικία 14 χρόνων έμεινε ορφανός και από τους δύο γονείς του. Έφηβος πια, με συγγενείς του κατέφυγε στο Βερολίνο, τα τελευταία χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ζώντας την άνοδο του ναζισμού. Με την επικράτηση του Χίτλερ, εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο.
Διαβάζοντας στην αυτοβιογραφία του τα πρώτα εκτενή κεφάλαια για την περίοδο αυτή, νομίζω ένα από τα ωραιότερα αυτοβιογραφικά κείμενα που έχω διαβάσει, μπορεί κανείς να διακρίνει νήματα που διαπέρασαν τον υπόλοιπο βίο του, να παρακολουθήσει ορισμένα από τα μονοπάτια που ακολούθησε. Εβραίος χωρίς εβραϊκότητα, όπως τόνιζε ο ίδιος, αντίθετος σε κάθε λογική εθνικιστικών ή θρησκευτικών διεκδικήσεων, μέλος πολλών κοινοτήτων και στην πραγματικότητα καμίας, ο Χομπσμπάουμ υπήρξε ο απόλυτος κοσμοπολίτης, ο οποίος από πολύ νωρίς έγινε δέκτης των ερεθισμάτων πολλαπλών εθνικών, θρησκευτικών και πολιτιστικών κοινοτήτων. Διαμορφώθηκε σε ένα περιβάλλον όπου συνδυάζονταν η οδύνη μα και η περηφάνια. Άλλωστε, ακόμη και όταν οι αυτοκρατορίες καταρρέουν, η αίσθηση του βάρους που κουβαλούν διαπερνά τους απογόνους τους.
Για τα χρόνια που ακολουθούν, στη διήγηση του Χομπσμπάουμ η πλέον σημαντική στιγμή είναι αυτή της ένταξής του στο Κομμουνιστικό Κόμμα κατά τις σπουδές του στο Κέιμπριτζ. Πιστός στις πολιτικές του θέσεις βρέθηκε να πολεμά στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο όχι στις υπηρεσίες κατασκοπείας όπως οι άλλοι συμφοιτητές του, αλλά σε έναν λόχο του Μηχανικού. Το 1947 διορίστηκε λέκτορας στο Κολέγιο του Μπερμπέκ. Παράλληλα, αποτέλεσε ένα από τα ιδρυτικά στελέχη της ομάδας των ιστορικών του Κομμουνιστικού Κόμματος, μια ομάδα η οποία συμπεριλάμβανε ιστορικούς όπως τους E. P. Thompson, Christopher Hill, Rodney Hilton, Raphael Samuel, Maurice Dobb και άλλους, και υπήρξε ο πυρήνας της εκδοτικής επιτροπής του περίφημου περιοδικού “Past and Present”, το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1952. Σε αντίθεση με τους περισσότερους από τους άλλους ιστορικούς – συντρόφους του, παρέμεινε ενεργό μέλος του Κ.Κ. μέχρι την αυτοδιάλυσή του, το 1991, και παρά το ότι ήδη από τη δεκαετία του 1950 είχε προχωρήσει σε κριτική προς τη Σοβιετική Ένωση διατήρησε ισχυρή την πίστη του στα κομμουνιστικά ιδεώδη και την ενεργό πολιτική δράση.
Εξαιρετικά δημοφιλής ιστορικός, με μια σαφή, γλαφυρή, απλή αλλά όχι απλοϊκή γραφή, ο Χομπσμπάουμ άνοιξε στο ευρύτερο κοινό αλλά και στην κοινότητα των ιστορικών μια σειρά από θέματα και νέες προβληματικές. Οι μετασχηματισμοί των κοινωνιών από τον 18ο αιώνα, η ανάδειξη ενός παγκοσμιοποιημένου παρελθόντος, το εργατικό κίνημα, η στροφή προς τη μελέτη πλέον των ανθρώπων με σάρκα και οστά, η κοινωνική ληστεία, η έννοια των επινοημένων παραδόσεων αποτελούν πλευρές μιας πολύμορφης παρέμβασης. Η Κοινωνική Ιστορία, για τον ιστορικό, έπρεπε να αποτελεί μέρος του ευρύτερου πολιτικού σχεδίου της Αριστεράς, δίνοντας ξανά ζωή σε ξεχασμένες φωνές και τοποθετώντας τη βιωμένη πραγματικότητα των ανθρώπων στο επίκεντρο.
Ο Χομπσμπάουμ ανήκει σε μια μακρά γενιά διανοουμένων οι οποίοι στράφηκαν στον Μεσοπόλεμο προς τον μαρξισμό στο πλαίσιο του αντιφασιστικού αγώνα και μιας ευρύτερης πολιτικής στράτευσης και εντάχθηκαν σε όλη την Ευρώπη στο ανερχόμενο κομμουνιστικό κίνημα. Μέσα από την εμπειρία της Βαϊμάρης, ο ιστορικός έγινε πρώτα κομμουνιστής και, ως εκ τούτου, μαρξιστής. Η πολιτική ταυτότητά του συγκροτήθηκε, όπως γράφει, τη δεκαετία του 1930, όταν ο αγώνας απέναντι στον φασισμό διεξαγόταν καθημερινά στους δρόμους της Βιέννης και οι κομμουνιστές βρίσκονταν στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Από τους ανθρώπους της γενιάς του, κάποιοι από αυτούς στράφηκαν στην Ιστορία είτε στο πλαίσιο της ευρύτερης συγκρότησής τους είτε στο πλαίσιο μιας ιδιαίτερης ενασχόλησης αντιμετωπίζοντας την κριτική ανάγνωση του παρελθόντος ως συστατικό στοιχείο της πολιτικής τους πράξης.
Μας φτάνει η σχέση του Χομπσμπάουμ με τον μαρξισμό και την πολιτική του στράτευση για να κατανοήσουμε το έργο του; Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική. Αν ο ίδιος επιλέγει να εστιάσει στη σχέση αυτή, δέχθηκε μια σειρά από διαφορετικές επιρροές οι οποίες γονιμοποίησαν το έργο του. Παράλληλα, πόσο με το έργο του ο Χομπσμπάουμ είναι ένας τυπικός μαρξιστής ιστορικός, όταν δεν υπηρετεί, λ.χ., τη Θεωρία των Σταδίων; Ο Φίλιππος Ηλιού, θέτοντας το ίδιο ζήτημα για τον Νίκο Σβορώνο, υποστήριζε ότι οι άνθρωποι αυτοί υπηρέτησαν μια επιστήμη που με τους όρους της μαρξιστικής σκέψης δεν θα λεγόταν αριστερή επιστήμη, αλλά επιστήμη των αριστερών.
Δεν ξέρω εάν ισχύει κάτι τέτοιο. Ούτως ή άλλως, στην αυτοβιογραφία του ο Χομπσμπάουμ εμφανίζεται, παρά τις επιμέρους κριτικές, ένθερμος θιασώτης των μαρξιστικών ιδεών και λιγότερο των ίδιων των κομμουνιστικών καθεστώτων, ακόμη και όταν επιχειρεί με όρους ιστορικούς, μετά τη δεκαετία του 1980, να κατανοήσει την πτώση του ανατολικού μπλοκ. Η αυτοβιογραφία του δομείται σταθερά γύρω από το ερώτημα του γιατί ο συγγραφέας παρέμεινε μαρξιστής διανοούμενος, γιατί δεν εγκατέλειψε, όπως οι περισσότεροι από τους συνοδοιπόρους του, τις πολιτικές ιδέες που τον συντρόφεψαν από τα νεανικά του χρόνια. Ίσως γιατί ένα κείμενο, ακόμη και μια αυτοβιογραφία, δεν σημαδεύεται μόνο από το παρελθόν στο οποίο αναφέρεται αλλά και από τη στιγμή την οποία γράφεται. 13 χρόνια μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, το βιβλίο του Χομπσμπάουμ μοιάζει να ξαναμαζεύει τα στοιχεία που χρειάζεται για να δικαιολογήσει την πορεία του, να κρατήσει ακόμη ζωντανή την πίστη του, έστω κι αν ζούμε σε καιρούς χαλεπούς. Ή την πίστη του όπως τη διατύπωνε και ο ίδιος στην καταληκτήρια φράση της αυτοβιογραφίας του: Ακόμη χρειάζεται να καταγγέλλουμε την αδικία και να την αντιπαλεύουμε. Ο κόσμος δεν θα γίνει καλύτερος από μόνος του.
Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι ιστορικός (Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΑΣΚΙ)
Πηγή: Η Αυγή