Τα ελληνικά νησιά βρίσκονται τα τελευταία χρόνια αντιμέτωπα με ένα φαινόμενο που εντείνεται με ραγδαίους ρυθμούς: την καταλυτική εξάρτησή τους από τον τουρισμό. Η αυξημένη ζήτηση, σε συνδυασμό με την άναρχη δόμηση, τις βραχυχρόνιες μισθώσεις και την πίεση των μεγάλων επενδυτικών σχεδίων, έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου τα όρια αντοχής πολλών νησιών δοκιμάζονται. Το ερώτημα δεν είναι αν θα συνεχίσουμε να στηριζόμαστε σημαντικά στον τουρισμό –αυτό είναι δεδομένο– αλλά αν θα μπορέσουμε να διασφαλίσουμε ότι δεν θα καταρρεύσει η βάση που τον στηρίζει, δηλαδή οι τουριστικοί πόροι: το νησιωτικό τοπίο, οι μοναδικοί οικισμοί, η ταυτότητα κάθε προορισμού.
Ο κίνδυνος δεν προέρχεται μόνο από την υπερβολική συγκέντρωση επισκεπτών και υπέρβαση υποδομών αλλά και από την υπερδόμηση, τη μεγέθυνση του τουριστικού τομέα, που πλέον συνδυάζει τουριστικά καταλύματα και real estate. Οι νέες επενδυτικές τάσεις στρέφονται σε μορφές καταλυμάτων που εξασφαλίζουν αυτό τον συνδυασμό (π.χ. τα Σύνθετα Τουριστικά Καταλύματα ή ακόμη τη δημιουργία ολόκληρων οικισμών) ως στρατηγικές επενδύσεις που ξεφυτρώνουν παντού.
Η έννοια της «φέρουσας ικανότητας» είναι σε κάθε περίπτωση κομβική. Πρόκειται για τα όρια που αφορούν τη φύση, τις υποδομές, την κοινωνία και την τοπική οικονομία. Όταν αυτά ξεπερνιούνται, οι οχλήσεις γίνονται αισθητές σε όλους. Οι κάτοικοι βιώνουν ελλείψεις σε βασικούς πόρους: νερό που δεν επαρκεί, ηλεκτροδότηση που δοκιμάζεται, απορρίμματα που συσσωρεύονται. Η κυκλοφοριακή συμφόρηση πνίγει τους οικισμούς, ενώ η ακρίβεια σε ενοίκια και αγαθά κάνει δυσβάστακτη την καθημερινότητα. Η κοινωνική συνοχή διασπάται, καθώς η ζωή των μόνιμων κατοίκων παραγκωνίζεται μπροστά στις ανάγκες της τουριστικής βιομηχανίας.
Οι ίδιοι οι επισκέπτες, από την πλευρά τους, δεν απολαμβάνουν πια την εμπειρία που υπόσχονταν τα νησιά. Η πολυκοσμία, η απώλεια της αυθεντικότητας, η ρύπανση και η υποβάθμιση του τοπίου μειώνουν τη γοητεία που κάποτε τα έκανε μοναδικά. Αντί να ενισχύεται το τουριστικό προϊόν, υπονομεύεται.
Έχουν ξεπεράσει τα ελληνικά νησιά τα όριά τους; Στις περιπτώσεις της Σαντορίνης και της Μυκόνου η απάντηση είναι ξεκάθαρα θετική: η φέρουσα ικανότητα έχει προ πολλού υπερβεί τα όριά της. Αλλά και σε άλλα νησιά, όπως η Πάρος, η Σίφνος, η Φολέγανδρος, ακόμη και η Νάξος, οι πιέσεις εντείνονται. Ενώ η δεύτερη κατοικία Ελλήνων και αλλοδαπών, καθώς και η εξάπλωση των βραχυχρόνιων μισθώσεων, συμβάλλουν σημαντικά στην υπερβολική για το χαρακτήρα των νησιών δόμηση, ταυτόχρονα περιορίζεται η διαθεσιμότητα στέγης για τους κατοίκους. Οι δημοτικές υπηρεσίες αδυνατούν να ανταποκριθούν στον πολλαπλάσιο πληθυσμό της θερινής περιόδου. Οι ευαίσθητες οικολογικά περιοχές δέχονται πιέσεις που ξεπερνούν την ικανότητά τους να ανακάμψουν.
Προφανώς χρειάζεται έμφαση στις υποδομές, ιδιαίτερα αυτές που αφορούν στην ποιότητα ζωής κατοίκων και επισκεπτών, ώστε π.χ. η απόρριψη λυμάτων στη θάλασσα ή η υπερχείλιση των αποχετευτικών δικτύων να παύσουν να αποτελούν είδηση σε ελληνικά και ξένα ΜΜΕ. Αλλά στην περιορισμένη έκταση των νησιών, η κατασκευή υποδομών έχει όρια, αυτά που θέτει το ιστορικά διαμορφωμένο τοπίο τους. Προφανώς χρειάζεται οργάνωση/διαχείριση προορισμού. Δεν είναι εφικτό να συνεχίσουμε να πληγώνουμε το τοπίο με νέες υποδομές χωρίς κόστος. Κόστος στην ελκυστικότητα των νησιών, στην περίπτωση που χάσουν την ταυτότητά τους, γιατί τότε είτε η ζήτηση θα αρχίσει σταδιακά να μειώνεται, είτε θα τα νησιά θα προσελκύουν ζήτηση μικρότερης οικονομικής απόδοσης, όπως ήδη συμβαίνει, με τις απώλειες που σημειώνει στις τουριστικές περιοχές η εστίαση.
Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, η απλή ευχή για «ήπια ανάπτυξη», που συναντάμε σε όλα σχεδόν τα προγραμματικά κείμενα, αλλά χωρίς κανόνες βιωσιμότητας, δεν αρκεί. Χρειάζονται συγκεκριμένα μέτρα:
Θέσπιση σαφών ορίων επισκεψιμότητας. Σε ορισμένα νησιά, η διαχείριση της κρουαζιέρας, σημαντικής αιτίας υπερτουρισμού, πρέπει να μπει σε αυστηρό πλαίσιο με ημερήσια ανώτατα όρια αφίξεων καθώς και ταυτόχρονων αφίξεων. Το ίδιο ισχύει και για δημοφιλείς φυσικούς ή αρχαιολογικούς χώρους, που χρειάζονται σύστημα διαχείρισης.
Ολοκληρωμένος χωρικός σχεδιασμός. Τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια πρέπει να προχωρήσουν άμεσα, ενσωματώνοντας τη φέρουσα ικανότητα. Οριζόντια «χαλάρωση» των κανόνων δόμησης ή προώθηση μαζικών επενδύσεων χωρίς μελέτη επιπτώσεων οδηγούν μόνο σε περαιτέρω κορεσμό. Οι ήδη εγκεκριμένες στρατηγικές επενδύσεις που δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμη (αλήθεια τι στρατηγικό προσφέρει ένα ξενοδοχείο με βίλες;) θα πρέπει να τεθούν υπό την κρίση του σχεδιασμού και να μην αντιμετωπίζονται ως κάτι απαραβίαστο.
Περιορισμός των βραχυχρόνιων μισθώσεων. Η ανεξέλεγκτη εξάπλωσή τους εκτοπίζει κατοίκους και εργαζομένους. Απαιτούνται ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ποσοτικά όρια και ισορροπία με τη μακροχρόνια κατοικία. Η βραχυχρόνια μίσθωση που, όπως είναι γνωστό, αφορά κτίρια κατοικίας, θα πρέπει να τεθεί υπό την κρίση των επιστημόνων των Πολεοδομικών Σχεδίων. Η πρόβλεψη περιοχών κατοικίας συχνά επιτρέπει τη δημιουργία ακινήτων βραχυχρόνιας μίσθωσης. Ο σχεδιασμός ζωνών θα πρέπει να αναφέρεται σε όλες τις μορφές τουριστικής χρήσης.
Ενίσχυση υποδομών και υπηρεσιών. Η προστασία του τοπικού πληθυσμού σημαίνει επενδύσεις σε ύδρευση, αποχέτευση, απορρίμματα, συγκοινωνίες. Δεν μπορεί οι μόνιμοι κάτοικοι να υποφέρουν από έλλειψη νερού ή ηλεκτρικού επειδή οι ανάγκες της τουριστικής αιχμής απορροφούν τα πάντα.
Συμμετοχή της κοινωνίας. Οι κάτοικοι και οι ΟΤΑ πρέπει να έχουν φωνή στη λήψη αποφάσεων. Δεν είναι δίκαιο να σχεδιάζεται το μέλλον των νησιών ερήμην τους. Η προστασία της ποιότητας ζωής τους είναι καίριας σημασίας.
Διατήρηση και χορήγηση κινήτρων για την επιβίωση αγροτικών και μικρών μεταποιητικών δραστηριοτήτων. Σήμερα ελάχιστες λειτουργούν στα μικρότερα νησιά. Η συμμετοχή τους στη διατήρηση τη φυσιογνωμίας είναι σημαντική όχι μόνο από τη σκοπιά του τοπίου ή των παραδόσεων, αλλά και από τη σκοπιά του τουρισμού – η σύνδεση με τα τοπικά προϊόντα θα μπορούσε να είναι αμοιβαία επωφελής.
Ο υπερτουρισμός δεν είναι μοιραία εξέλιξη. Είναι το αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών ή, καλύτερα, της απουσίας τους. Η φέρουσα ικανότητα, αν αντιμετωπιστεί σοβαρά, μπορεί να αποτελέσει το εργαλείο που θα μας δείξει πότε και πώς πρέπει να μπει φρένο.
Η απουσία ρυθμίσεων οδηγεί σε επιδείνωση περιβαλλοντικών, κοινωνικών και υποδομικών πιέσεων. Η εφαρμογή εργαλείων μέτρησης, ρύθμισης και συμμετοχικού σχεδιασμού είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί ότι ο τουρισμός θα συνεχίσει να αποτελεί πηγή ευημερίας, χωρίς να υποσκάπτει τα ίδια του τα θεμέλια. Η θέση και διαχείριση ορίων δεν αποτελεί περιορισμό της ανάπτυξης, αλλά αναγκαία προϋπόθεση για τη βιωσιμότητά της στο μέλλον.
Μαίρη Τζιράκη – Μπέττυ Χατζηνικολάου
Η ΕΠΟΧΗ