Το ιδεώδες του «δημοκρατικού καπιταλισμού» ως στρατηγικού ορίου, η κεντρικότητα των μεσοστρωμάτων στο μεταρρυθμιστικό μπλοκ, η προσήλωση στη θεσμικότητα της άσκησης της πολιτικής και η αέναη αναπαραγωγή της σχέσης του ηγέτη-μονάρχη με τους υπηκόους του αποτελούν τα χαρακτηριστικά στοιχεία μιας πολυσυλλεκτικής ιδεολογικής πολυφωνίας χωρίς ειρμό, που αθροίζει «θεωρητικές» ακροβασίες με την επαναφορά των αναχρονισμών της στρατηγικής των «σταδίων».
Το δημοψήφισμα του 2015 και τα όσα ακολούθησαν σ’ εκείνη τη δύσκολη για τον κόσμο της Αριστεράς χρονιά, αποτιμήθηκαν με διαφορετικό τρόπο στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Από κάποιους, ως επώδυνος συμβιβασμός διάσωσης, από άλλους ως εγκατάλειψη μιας στρατηγικής υπόσχεσης. Στο υπόβαθρο της πλειονότητας των προσεγγίσεων και, παρά τις αποχρώσεις, η αίσθηση της ήττας ήταν παρούσα – όπως και μέσα στην κοινωνία. Καμιά αφηγηματική ταχυδακτυλουργία δεν μπορεί να τη σβήσει.
Αιφνιδίως, ο τότε πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, ακυρώνοντας την όποια απόπειρα συλλογικού αναλυτικού απολογισμού υπήρξε (ή θα έπρεπε να υπάρξει) για τα γεγονότα εκείνης της συγκυρίας σύγχυσης, διαψεύσεων, απογοήτευσης, έρχεται να προτείνει τη δική του «αλήθεια»: χρησιμοποιώντας τον όρο «δραματοποίηση», μας εξηγεί ότι τα όσα βιώσαμε τότε δεν ήταν παρά μια αναγκαία δραματουργική διασκευή του πραγματικού – ένας ιδιοφυής ελιγμός εξόδου από την κρίση που τον πιστώνεται ο ίδιος. Ενα κλείσιμο του ματιού σε πολλές κατευθύνσεις. Δεν είναι μόνον η επιλογή της στιγμής γι’ αυτήν την «αποκάλυψη» που γεννάει ερωτήματα. Είναι η «χρήση» αυτής της αλήθειας για την αναδρομική δικαίωση της στρατηγικής στροφής το 2019 – το κρίσιμο ορόσημο του περάσματος από τη φάση των «ριζοσπαστικών φαντασιώσεων» στην «ωριμότητα» της αποδοχής του εφικτού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η θεατρικότητα είναι έκδηλη και στην τωρινή επανεμφάνιση του προέδρου. Ομως η επικοινωνιακή χορογραφία είναι άλλου τύπου. Χωρίς τις εντάσεις εκείνων των παλαιών ημερών. Χωρίς τις προσδοκίες των υποτελών. Χωρίς τις θεωρητικές αναζητήσεις και τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των αριστερών του χώρου. Με την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης της Αριστεράς να αποτελεί την «κανονικότητά» της. Αν η δραματοποίηση ως τεχνική διαπραγμάτευσης έγινε αποδεκτή εκείνες τις μέρες των σκληρών διλημμάτων από ένα μέρος του κόσμου που συσπειρώθηκε στο εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ, η πρόσκληση συμμετοχής στο υπό εξέλιξη μακρόσυρτο θεατρικό μπουλβάρ της «επιστροφής Του» απευθύνεται σ’ ένα άλλο ακροατήριο, ευρύτερο και από αυτό της κλασικής Σοσιαλδημοκρατίας – το εθνικό ακροατήριο μιας νέας «μεγάλης ιδέας», στην αγκαλιά της οποίας μπορούν να συνυπάρξουν οι πληβείοι με τα «υγιή» επιχειρηματικά συμφέροντα.
Το ιδεώδες του «δημοκρατικού καπιταλισμού» ως στρατηγικού ορίου, η κεντρικότητα των μεσοστρωμάτων στο μεταρρυθμιστικό μπλοκ, η προσήλωση στη θεσμικότητα της άσκησης της πολιτικής και η αέναη αναπαραγωγή της σχέσης του ηγέτη-μονάρχη με τους υπηκόους του αποτελούν τα χαρακτηριστικά στοιχεία μιας πολυσυλλεκτικής ιδεολογικής πολυφωνίας χωρίς ειρμό, που αθροίζει «θεωρητικές» ακροβασίες με την επαναφορά των αναχρονισμών της στρατηγικής των «σταδίων». Και που υπόσχεται ότι μια «δημοκρατική» διαχείριση της εκμετάλλευσης της ανθρώπινης εργασίας μπορεί να αποτρέψει την αναπαραγωγή και την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων!
Πριν από όχι και πολύ καιρό, ο Βορίδης έθεσε ως στόχο της κυβερνητικής παράταξης την οριστική αποβολή των «ελαττωματικών ιδεών» της Αριστεράς από το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης (με κάθε δυνατό τρόπο). Δεν έχουμε κανέναν λόγο να τον διευκολύνουμε με την αυτοκατάργησή μας, προσφέροντας συναίνεση σε οποιοδήποτε μανιφέστο για τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού. Θα επιμείνουμε στα δικά μας. Τις όποιες βεβαιότητές μας (παλιές και καινούργιες) και τα πολλά μας ερωτηματικά:
● Ενα κομβικό ζήτημα που υποτιμήθηκε και έμεινε έξω από την ατζέντα της περιόδου 2015-2019 ήταν αυτό στο οποίο κρίνεται η δυνατότητα μιας ανθεκτικής ηγεμονίας κάθε εγχειρήματος διακυβέρνησης της Αριστεράς – δηλαδή η συμμετοχή, η κινητοποίηση και η συνέργεια των κοινωνικών της στηριγμάτων στην πολιτική διεύθυνση, για τη συγκρότηση ενός νέου συνασπισμού εξουσίας των μετασχηματισμών της κοινωνικής και ανθρώπινης χειραφέτησης.
● Το δόγμα «θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα», αφυδατωμένο από το όποιο ριζοσπαστικό περιεχόμενο μιας άλλης εποχής, αποτελεί σήμερα την προμετωπίδα ενός αριστερού κομφορμισμού που οριοθετεί την πολιτική πράξη στο θεσμικό πεδίο και στους κοινοβουλευτικούς διαξιφισμούς των κομματικών αρχηγών. Οι αυθόρμητες (και απρόβλεπτες) κοινωνικές κινητοποιήσεις συνιστούν μια αυτονόητη αμφισβήτηση αυτής της στάσης. Δεν χρωστάμε καμιά συναίνεση και κανέναν σεβασμό στον «δυτικό κανόνα» της σημερινής πολιτικής θέσμισης της καπιταλιστικής εξαχρείωσης, που στρώνει τον δρόμο στην προέλαση του φασισμού. Δεν έχουμε κανέναν απολύτως λόγο να υιοθετήσουμε την πολιτική γλώσσα και την αισθητική που εκπορεύεται και απευθύνεται στο γκρίζο φάσμα των μεσαίων «τάξεων».
● Εχουμε, ταυτόχρονα, την εμπειρία εκείνου του αποσπασματικού ακτιβισμού που αδυνατεί να ανυψωθεί στο επίπεδο της δημοκρατικής, συλλογικής πολιτικής δράσης μακράς διάρκειας, χωρίς την οποία τα μέλη του αριστερού κόμματος αποτελούν μια αδρανή μάζα παθητικών καταναλωτών της πολιτικής που παράγεται από τις «συλλήψεις» του αρχηγού, των επικοινωνιολόγων και του «πρωινού καφέ στο Μαξίμου» (ανεξαρτήτως των κάθε φορά ενοίκων του). Και αυτό αποτελεί το πιο κρίσιμο ίσως ζήτημα της κομματικής οικοδόμησης, απωθημένο στα αζήτητα.
● Η ψυχολογίζουσα ερμηνεία της νοσταλγίας για την «Επιστροφή», σαν απάντηση σε ένα αίσθημα απορφανισμού, δεν μπορεί να δικαιώσει την εγκατάλειψη μιας κριτικής προσέγγισης: Ο αναντικατάστατος ρόλος του στιβαρού αρχηγού-πατέρα, που όλα τα μπορεί και όλα τού επιτρέπονται, ανήκει στην πολιτική μας προϊστορία – σε αυτήν των «ψευδών ανθρώπινων σχέσεων», που (σύμφωνα με τον Μαρξ) επιβάλλουν οι δομές του καπιταλισμού σε όλα τα επίπεδα. Απέναντι στην αντίληψη αυτή, η ανανεωτική και ριζοσπαστική Αριστερά προέταξε το «ένστικτο της συλλογικότητας», που ενυπάρχει στη γενεαλογία της, και τη συνεχή δημοκρατική του εμβάθυνση, σε καθολική ρήξη με το αστικό υπόδειγμα της πολιτικής δράσης σε όλες τις παραλλαγές του.
● Ολα τα παραπάνω συνιστούν μια εμμονική προσκόλληση. (Στο κάτω κάτω όλοι είμαστε εμμονικοί κάποιου είδους.) Αποτελούν την απόρριψη ενός πολιτικού σεχταρισμού που φτωχοποιεί τις προσδοκίες των υποτελών, επιτείνει την αποξένωσή τους από την Αριστερά, ενισχύει την τελική αποδοχή της ζωής υπό τον καπιταλισμό ως μοίρας, με μοναδική πολυτέλεια αυτήν της επιλογής του καλύτερου διαχειριστή. Και απέναντι σε αυτά: Μπορούμε να ανασυστήσουμε την Αριστερά ως έπος; Μπορούμε να επαναφέρουμε την ιδέα μιας στράτευσης της μακράς διάρκειας, στην εποχή της διολίσθησης στον αριστερό ανθρωπότυπο που αρκείται στην αυτάρκεια της μοναχικής του πορείας; Μπορούμε να επεξεργαστούμε τον αριστερό ριζοσπαστισμό ως καθολικό απελευθερωτικό πρόταγμα, πέρα από μια εκδοχή οικονομικού αναγωγισμού; Καμιά αυταρέσκεια δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι διαθέτει τις απαντήσεις σε τέτοιου είδους καταλυτικά ερωτήματα. Ας ξεκινήσουμε τουλάχιστον από αυτό που μπορούμε: Από την άρνηση να αποτελέσουμε μέρος της γελοιογραφικής έκπτωσης μιας υπόθεσης που εγγράφηκε στην ανθρώπινη Ιστορία με τη μέγιστη δυνατή σοβαρότητα, αυτήν της διανοητικής και σωματικής αφοσίωσης, και την οποία δεν θέλουμε να εγκαταλείψουμε. Ας δηλώσουμε πάλι την απόφασή μας «να μείνουμε στη βάρκα».