Macro

Αννέτα Καββαδία: Όταν η εξουσία φοβάται τον καθρέφτη της

Δεν ήταν απλώς ένα οργανωτικό ατόπημα. Ούτε κάποια οργανωτική αστοχία. Ήταν μια συνειδητή πολιτική πράξη, μια δηλωτική πράξη φόβου αλλά και αλαζονείας: να αποτραπούν οι ερωτήσεις που ξεφεύγουν από το κυβερνητικό σενάριο και που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ρωγμές στο κυρίαρχο αφήγημα.

Ο λόγος για τη συνέντευξη Τύπου του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, εκεί όπου, για άλλη μια χρονιά, «ενοχλητικοί» και «ενοχλητικές» δημοσιογράφοι αντιπολιτευόμενων, κυρίως, ΜΜΕ, είτε αποκλείστηκαν και δεν πήραν ποτέ τον λόγο, είτε αντιμετωπίστηκαν με τρόπο σκαιότατο –πόσο εύγλωττη είναι αλήθεια η γλώσσα του σώματος!- και με ψεύδη.

Τα μικρόφωνα λοιπόν άνοιξαν μόνο (σχεδόν) για προβλέψιμες ερωτήσεις και όσες, όσοι, όσα υπήρχε… κίνδυνος να ρωτήσουν για την ακρίβεια, τον ΟΠΕΚΕΠΕ, το διαλυμένο ΕΣΥ ή τη μαφία της Κρήτης, βρήκαν τα μικρόφωνα κλειστά. Έτσι, ο «Ριζοσπάστης», η «Αυγή», το «Κόκκινο», το «Documento», η «Δημοκρατία», το «Jacobin Greece» αλλά και η ΕΡΤ3 (!) καθώς και άλλα ΜΜΕ της Θεσσαλονίκης –παρότι έδρα της ΔΕΘ- και της ευρύτερης Περιφέρειας, δεν επελέγησαν να θέσουν ερωτήσεις σε έναν πρωθυπουργό πλήρως προστατευμένο. Επιλογή που οδήγησε το ΔΣ της ΠΟΕΣΥ να εκδώσει ανακοίνωση στην οποία αφού χαρακτηρίζει ακατανόητες τέτοιου είδους πρακτικές, επισημαίνει πως «οι δημοσιογράφοι, εκπροσωπώντας τα ΜΜΕ στα οποία εργάζονται, προσέρχονται στη ΔΕΘ με στόχο να κάνουν όσο καλύτερα τη δουλειά τους και όχι για προσωπικούς ή άλλους λόγους. Η στέρηση αυτού του δικαιώματος, οι αποκλεισμοί και οι διακρίσεις στην επιλογή ερωτήσεων, κάθε άλλο παρά συμβάλλουν στην ολόπλευρη ενημέρωση της ελληνικής κοινωνίας, δεν συνάδουν με την ελευθεροτυπία και είναι καταδικαστέοι».

Η ειρωνεία είναι πως τέτοιες κινήσεις αποκαλύπτουν ακριβώς αυτό που θέλουν να κρύψουν: τον φόβο της εξουσίας. Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν βέβαιος για την πορεία του, γιατί να αποφύγει τις ερωτήσεις; Γιατί να αποκλείσει φωνές που απλώς επιτελούν το καθήκον τους;

Η αλήθεια είναι ότι η δημοσιογραφία είναι καθρέφτης –και ο καθρέφτης δείχνει όσα δεν θέλουμε να δούμε. Ιδίως η ερευνητική δημοσιογραφία αποτελεί το πιο ισχυρό αντίβαρο στην αυθαιρεσία. Δεν περιορίζεται σε σύντομες ερωτήσεις μιας συνέντευξης· σκάβει βαθιά, αποκαλύπτει σκάνδαλα, φωτίζει τις σκιές. Αυτός είναι και ο λόγος που η κυβέρνηση τη φοβάται. Γιατί γνωρίζει ότι, όσο κι αν ελέγχει τις τηλεοπτικές εικόνες, η έρευνα δεν ελέγχεται.

Δεν πρέπει, ωστόσο, να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Η κυβέρνηση αισθάνεται ασφαλής να αποκλείει δημοσιογράφους επειδή μεγάλο μέρος του Τύπου έχει, εδώ και χρόνια, αποδεχθεί τη σχέση εξάρτησης.

Οι «λίστες Πέτσα», οι απευθείας επιχορηγήσεις, οι άτυπες συμφωνίες, δημιούργησαν ένα περιβάλλον όπου τα φιλικά ΜΜΕ επιβραβεύονται και τα… ανυπάκουα περιθωριοποιούνται. Ορισμένοι δημοσιογράφοι έμαθαν να σιωπούν για να διασφαλίζουν την πρόσβασή τους στην εξουσία ενώ άλλοι έγιναν σχεδόν «εκπρόσωποι Τύπου», με κοστούμι δημοσιογραφίας. Αποτέλεσμα; Η πραγματική, ανεξάρτητη φωνή να αποδυναμώνεται όλο και περισσότερο.

Υπάρχει, όμως, και μια βαθύτερη εξήγηση για την επιλογή του αποκλεισμού. Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι το έδαφος κάτω από τα πόδια της δεν είναι τόσο σταθερό όσο στο παρελθόν. Η φθορά είναι εμφανής, η κοινωνική δυσαρέσκεια μεγαλώνει, οι δημοσκοπήσεις δεν προσφέρουν πλέον την ίδια άνεση.

Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, το Μέγαρο Μαξίμου χρειάζεται περισσότερο από ποτέ τα επικοινωνιακά στηρίγματα που του παρέχουν τα φιλικά ΜΜΕ. Δεν μπορεί να διακινδυνεύσει δύσκολες ερωτήσεις, αποκαλύψεις ή συγκρουσιακές στιγμές που θα εκθέσουν τις αδυναμίες του. Ο αποκλεισμός, λοιπόν, δεν είναι μόνο πράξη φόβου, αλλά και στρατηγική επιβίωσης: περιορίζουμε την ενοχλητική φωνή για να κρατήσουμε ζωντανό το αφήγημα.

Ο αποκλεισμός, ωστόσο, δεν αφορά μόνο τους δημοσιογράφους που στερήθηκαν ερωτήσεων. Αφορά ολόκληρη την κοινωνία αφού στερεί από τους πολίτες το δικαίωμα να δουν τον πρωθυπουργό της χώρας να αναμετριέται με σκληρές ερωτήσεις, να λογοδοτεί χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Το μήνυμα είναι σαφές: η λογοδοσία δεν είναι για όλους, αλλά μόνο για τους «εγκεκριμένους». Η ελευθερία του Τύπου γίνεται υπό αίρεση. Η δημοκρατία εμφανίζεται σαν σκηνικό που στήνεται και ξεστήνεται κατά βούληση.

Κι αυτό μας οδηγεί σε κάτι ακόμα πιο ανησυχητικό: στον κίνδυνο της συνήθειας. Σήμερα αποκλείονται οι «ενοχλητικοί» ρεπόρτερ, αύριο μπορεί να αποκλείονται οι «ενοχλητικοί» πολίτες.

Γιατί ο αυταρχισμός δεν εκδηλώνεται πάντα με θεαματικές συγκρούσεις. Έρχεται με μικρές δόσεις, με τεχνικές δικαιολογίες που μοιάζουν αθώες. Αν η κοινωνία συνηθίσει στην ιδέα ότι «έτσι γίνονται τα πράγματα», τότε η διάβρωση θα έχει ήδη συντελεστεί.

Κι αν αυτή η πρακτική παγιωθεί, το πλήγμα θα είναι ανεπανόρθωτο αφού δεν θα περιορίζεται μόνο στη ΔΕΘ, θα αφορά κάθε πεδίο δημόσιου λόγου. Γιατί μια κυβέρνηση που σήμερα διαλέγει ποιοι δημοσιογράφοι θα ρωτήσουν, αύριο θα θελήσει να διαλέγει ποιοι πολίτες θα ακουστούν.

Ας το πούμε καθαρά: ο αποκλεισμός στη ΔΕΘ είναι επικίνδυνος. Ακριβώς επειδή είναι απόρροια φόβου και όχι δύναμης. Και οι συνέπειες αυτού του φόβου θα είναι απρόβλεπτες αν ο Τύπος συνεχίσει να παίζει τον ρόλο του θεατή.

Οι δημοσιογράφοι οφείλουν, οφείλουμε, να ξαναθυμηθούν την αποστολή τους: να ρωτούν τα δύσκολα, να στέκονται απέναντι στην εξουσία και όχι δίπλα της, να υπερασπίζονται την ανεξαρτησία τους ακόμη κι αν το κόστος είναι βαρύ. Γιατί χωρίς ερευνητική δημοσιογραφία, η κοινωνία χάνει το τελευταίο της όπλο απέναντι στην αυθαιρεσία. Και η κοινωνία πρέπει να το απαιτήσει. Γιατί η επόμενη ερώτηση που θα φιμωθεί, μπορεί να είναι η δική της. Και τότε, δεν θα φταίει μόνο η κυβέρνηση. Θα φταίμε κι εμείς που αφήσαμε την εξουσία να σπάσει όλους τους καθρέφτες.

Η ΕΠΟΧΗ