Macro

Κύρκος Δοξιάδης: Η αυτογνωσία της Αριστεράς

Το προηγούμενο άρθρο μου («Πρακτικός καπιταλισμός» – «Εφ.Συν.», 19.8.2025) τελείωνε ως εξής: «Η Αριστερά πλέον είναι ούτως ή άλλως διαλυμένη. Το αίτημα όμως για την ανατροπή του καπιταλισμού είναι πιο καίριο παρά ποτέ». Σχιζοειδής διατύπωση, το παραδέχομαι. ή, αλλιώς, φαίνεται πως το παράκανα με την «απαισιοδοξία της νόησης». Στο σημερινό άρθρο θα προσπαθήσω επομένως να συμβάλω με μια «νότα αισιοδοξίας» στον διάλογο της Αριστεράς, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως απομακρύνομαι από τη λογική και τα συμπεράσματα του προηγούμενου άρθρου.

Υπάρχει στην παράδοση της Αριστεράς μια παμπάλαια άποψη, με την οποία συμφωνώ: Απαραίτητη προϋπόθεση για την οποιαδήποτε στοιχειωδώς επιτυχή αριστερή πολιτική είναι η ιστορική αυτογνωσία της Αριστεράς. Τούτο σημαίνει πρώτα απ’ όλα το προφανές: ότι η Αριστερά οφείλει να αναγνωρίζει τα λάθη της και να διδάσκεται από αυτά. Αλλά σημαίνει και κάτι ευρύτερο και βαθύτερο. Δεν αρκεί να λέμε: «κάναμε λάθη, πρέπει να επανορθώσουμε και να μην τα επαναλάβουμε». Η Αριστερά οφείλει πρώτα απ’ όλα να ξεκινάει από τη συνειδητοποίηση της ιστορικά προσδιορισμένης –και κατά τούτο σε μεγάλο βαθμό αντικειμενικά δεδομένης– ταυτότητάς της. Ακόμα κι αν τούτη η συνειδητοποίηση είναι αφόρητα δυσάρεστη.

Στο τέλος του προηγούμενου άρθρου μου επισημαίνω ότι η Αριστερά πλέον είναι διαλυμένη. Ας αναφερθώ λοιπόν πρώτα σε αυτό. Πρόκειται για κυριολεκτική διάλυση, αν λάβουμε υπόψη ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν πέντε (5) ξεχωριστά κόμματα που έχουν προκύψει από τον φορέα που μέχρι το 2015 αποτελούσε τον ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ. ΣΥΡΙΖΑ, ΜέΡΑ25-ΛΑ.Ε., Πλεύση Ελευθερίας, Νέα Αριστερά, Κίνημα Δημοκρατίας. Και τα ποσοστά που παίρνουν πλέον όλα στις δημοσκοπήσεις είναι ανάλογα μικρά – δεν πρόκειται δηλαδή για τέσσερις μικροδιασπάσεις που έχουν συμβεί ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ισχυρός και θαλερός όπως παλιά. Η κατακόρυφη καθοδική πορεία συνεχίστηκε μετά την εκλογική συντριβή του 2023 – και το πιθανότερο είναι πως θα συνεχιζόταν και χωρίς τις διασπάσεις που συνέβησαν έκτοτε. Αν δηλαδή υπάρχει σχέση αιτίου – αιτιατού μεταξύ της απότομης καθοδικής πορείας και των πρόσφατων διασπάσεων, μάλλον το αίτιο είναι η πρώτη και το αιτιατό οι δεύτερες – όχι αντίστροφα.

Δεν έχουμε λόγο να υποθέσουμε πως ο κόσμος των κατώτερων και μεσαίων τάξεων που παλαιότερα ψήφιζε ΣΥΡΙΖΑ έγινε πιο συντηρητικός. Και το κοινωνικο-πολιτικό καθεστώς εξακολουθεί ολοένα και πιο απροκάλυπτα να επιδεικνύει τον χειρότερο εαυτό του. Δεν θα ήταν και τόσο αυθαίρετο, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι οι λαϊκές τάξεις απλώς έχουν χάσει την ελπίδα τους στην οργανωμένη Αριστερά. Την εποχή που είχε προκύψει το φαινόμενο Κασσελάκη, είχα γράψει πάρα πολλά προσπαθώντας να το εξηγήσω. Συνοψίζοντας μάλλον αυτό που ήταν το κεντρικό μου συμπέρασμα, θα έλεγα ότι ο Κασσελάκης ήταν ένα επιτυχημένο –όπως αποδείχτηκε– στρατήγημα των καθεστωτικών δυνάμεων για να διαλυθεί ό,τι είχε απομείνει στην Αριστερά μετά τη συντριπτική εκλογική της ήττα. Επιμένω σε αυτό το συμπέρασμα, αλλά παραμένει ένα ερώτημα. Πώς τα κατάφεραν τόσο εύκολα οι καθεστωτικές δυνάμεις; Πώς κατόρθωσαν δηλαδή να εκλεγεί ηγέτης ενός αριστερού κόμματος –έστω και από (μπάτε σκύλοι αλέστε) «μέλη» του δίευρου– κάποιος που δεν ήταν παρά μια πιο «τρέντι» εκδοχή του Βασίλη Λεβέντη;

Επανέρχομαι στο θέμα του προηγούμενου άρθρου. Μπορεί η κοινοβουλευτική Αριστερά –διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα– να είχε απεμπολήσει επισήμως τον αντικαπιταλιστικό της χαρακτήρα, αλλά ο αγώνας εναντίον των μνημονίων ήταν –πρακτικά– αντικαπιταλιστικός αγώνας. Ηταν αντίσταση εναντίον της πιο επιθετικής πολιτικής του σύγχρονου καπιταλισμού. Οι λαϊκές τάξεις μπορεί αντίστοιχα να είχαν λησμονήσει την αντικαπιταλιστική ιδεολογία και εννοιολογία, αλλά τον πρακτικό αντικαπιταλιστικό αγώνα της Αριστεράς τον εκτίμησαν. Για όσο εκείνος κράτησε. Και μετά την έναρξη εφαρμογής του τρίτου μνημονίου όμως, εκτίμησαν και τις όποιες –επίσης πρακτικά αντικαπιταλιστικές και μέσα στα ασφυκτικά μνημονιακά πλαίσια– προσπάθειες διάσωσης των κατώτατων λαϊκών τάξεων, δηλαδή κυρίως των ανέργων – όπως είχε φανεί και στην ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων του 2019.

Εχασαν κάθε εκτίμηση όμως για το κόμμα της Αριστεράς όταν, ιδίως μετά από εκείνες τις εκλογές, η ηγεσία του δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να προσπαθεί να το μετατρέψει σε μια πιο «λάιτ» εκδοχή της Ν.Δ. Είτε ο Κασσελάκης είτε ο Φούφουτος, λοιπόν, ένα και το αυτό για τον κόσμο που κάποτε ήλπιζε στην Αριστερά.

Υστερα από αυτές τις ζοφερές σκέψεις, η «αισιόδοξη νότα» τώρα. Το κόμμα της εναπομείνασας (Νέας) Αριστεράς δεν έχει παρά να ξαναπιάσει το νήμα των πρακτικών αντικαπιταλιστικών αγώνων της μνημονιακής περιόδου. Μνημόνια μπορεί να μην υπάρχουν, αλλά από καπιταλισμό καλά πάμε.

ΕΦΗΜΕΡΊΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ