Μετάβαση δεν σημαίνει υποκατάσταση, αλλά δομικό μετασχηματισμό
Η συζήτηση για την ενεργειακή μετάβαση συχνά βαλτώνει σε επιμέρους αντιπαραθέσεις για το κόστος, τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις ή τη γεωπολιτική. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για μια διαδικασία όπου το ενεργειακό σύστημα μετασχηματίζεται δομικά, παράλληλα με τον συνολικό μετασχηματισμό της οικονομίας και της παραγωγής, στο πλαίσιο της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης και της δομικής κρίσης του καπιταλισμού.
Τα βασικά ζητήματα της πολιτικής μετάβασης είναι: πρώτα, ποιος είναι ο στόχος της διαδικασίας μετάβασης, δηλαδή τι μορφή θα έχει η παραγωγή και χρήση ενέργειας τελικά, δεύτερον, ποια θα είναι η διαδικασία της μετάβασης, δηλαδή τα βήματα και οι πολιτικές, και τρίτον, ποια η πολιτική οικονομία του τελικού συστήματος και της μετάβασης.
Αποτέλεσμα της μετάβασης πρέπει να είναι ο μηδενισμός των ενεργειακών ρύπων, η ελαχιστοποίηση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος του κύκλου ζωής των συστατικών του συστήματος, η εξασφάλιση ενεργειακής ασφάλειας, ο τεχνολογικός απεγκλωβισμός, και αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας των σχετικών επενδύσεων (με ανάπτυξη των αντίστοιχων κλάδων).
Δεν πρόκειται για απλή υποκατάσταση πηγών ενέργειας, αλλά για αλλαγή της αρχιτεκτονικής, της τοπολογίας και της γεωγραφίας του ενεργειακού συστήματος. Η αλλαγή συντελείται ταυτόχρονα στην παραγωγή και τη χρήση ενέργειας. Συνήθως εστιάζουμε το σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας, αγνοώντας την αλλαγή στη σύνθεση του συνολικού ενεργειακού μείγματος, των μορφών πηγών και χρήσης ενέργειας (θερμική, χημική, κινητική κ.λπ.), αλλά και τις μεταξύ τους μετατροπές και απώλειες.
Ο βιοκλιματικός σχεδιασμός, η χρήση γεωθερμίας, ηλιακής θέρμανσης, η συμπαραγωγή με κυψέλες καυσίμου, τα συστήματα θέρμανσης γειτονιάς (district heating) και τηλεθέρμανσης, μαζί με την ανάπτυξη συστημάτων ευφυούς διαχείρισης μπορούν να οδηγήσουν σε εξοικονόμηση άνω του 50%, στην κατοικία, τα εμπορικά κτίρια και τη βιομηχανία.
Η ηλεκτροκίνηση αυξάνει τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας στις μεταφορές και αυτό μπορεί να σημάνει –με την παράλληλη αξιοποίηση ΑΠΕ– τη μείωση χρήσης ορυκτών καυσίμων. Όμως επίσης αυξάνει (σχεδόν διπλασιάζει) τον χρόνο ζωής των οχημάτων, ενώ σε συνδυασμό με την ψηφιακή μετάβαση σε πλατφόρμες διαμοιρασμού της χρήσης μπορεί να μειώσει το πλήθος οχημάτων στο μισό, με τελικό αποτέλεσμα μείωση μέχρι 75% στην παραγωγή οχημάτων (και μπαταριών), στην ανάγκη για χώρους στάθμευσης και στην απελευθέρωση δημοσίων χώρων στις πόλεις.
Μεγιστοποίηση κέρδους ή αξίας;
Ένα από τα πιο διχαστικά ζητήματα στη μέχρι τώρα συζήτηση είναι –όχι άδικα– η χωροθέτηση των ΑΠΕ σε ευαίσθητα οικοσυστήματα και παραγωγικές αγροτικές γαίες. Είναι κρίσιμο να συνειδητοποιηθεί ότι η άναρχη, δίχως σχεδιασμό εγκατάσταση ήταν πολιτική επιλογή.
Μελέτες στα Πανεπιστήμια Ιωαννίνων και Θεσσαλίας έχουν δείξει ότι επαρκεί ο χώρος εκτός ευαίσθητων οικοσυστημάτων για την κάλυψη των αναγκών (όπως γίνεται σε όλη την Ευρώπη). Η καθυστέρηση του ειδικού χωροταξικού και η απουσία ορθολογικού σχεδιασμού εξυπηρετεί προσοδοθηρικές επιδιώξεις που αγνοούν τις ανάγκες και προτεραιότητες της χώρας. Με την απουσία σχεδιασμού, ρύθμισης και ελέγχου, και με τον περιορισμό και την παρεμπόδιση εναλλακτικών δομών παραγωγής και χρήσης (ενεργειακές κοινότητες), το πεδίο αφέθηκε στα χέρια μεγάλων παικτών που επιδιώκουν –ανορθολογικά– τη μεγιστοποίηση της παραγωγής και κατανάλωσης, με εξωτερίκευση του κόστους σύνδεσης, διανομής και περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η επιλογή σημείων παραγωγής με, για παράδειγμα, μέγιστο αιολικό δυναμικό, αλλά αυξημένο κόστος διασύνδεσης και μεταφοράς και μεγάλο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, ευνοείται από την απουσία σχεδιασμού και ελέγχου και από το μοντέλο τιμολόγησης (με την οριακή τιμή συστήματος) που μεγιστοποιεί τα υπερκέρδη.
Παράλληλα, με την ιδιωτικοποίηση των φυσικών μονοπωλίων των δικτύων δημιουργήθηκε ένα ακόμη πεδίο κερδοσκοπίας που αυξάνει επιπλέον την τελική τιμή. Με τη συγκέντρωση σε μεγάλους παίκτες, η καρτελοποίηση και οι συμπαιγνιακές πρακτικές οδήγησαν στον πληθωρισμό κερδών και την ακρίβεια, με επώδυνες συνέπειες για τα νοικοκυριά και για την παραγωγή.
Με δεδομένο ότι το οριακό κόστος παραγωγής (των περισσότερων) ΑΠΕ τείνει στο μηδέν, ένας σχεδιασμός που θα βασίζεται σε ενεργειακές κοινότητες (συνεταιρισμούς) θα λειτουργεί με βάση το συνολικό κόστος και όχι το κέρδος.
Κομβικό σημείο στην ταχύτητα και κατεύθυνση της μετάβασης είναι η παράλληλη ανάπτυξη των δικτύων μεταφοράς, αποθήκευσης και διανομής. Οι επιλογές για τη γεωγραφία και το ρυθμό επένδυσης στα δίκτυα είναι κρίσιμες για τη διασύνδεση και αποδοτικότητα των ΑΠΕ. Αν ο σχεδιασμός και οι επενδύσεις υπακούν στις προτεραιότητες των ιδιωτών, τότε οι καθυστερήσεις και ο ανορθολογισμός θα κοστίσουν ακριβά στην οικονομία.
Ενέργεια και τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ)
Όσο αυξάνεται η χρήση ΤΝ και η ανάπτυξη των υποδομών της θα αυξάνονται και οι ενεργειακές ανάγκες. Βέβαια, η ΤΝ βρίσκεται ακόμη σε προ-παραδειγματικό στάδιο και η ενεργειακή της πυκνότητα αναμένεται να μειωθεί. Παράλληλα, με την αξιοποίησή της θα πρέπει να επιδιωχθεί η εξοικονόμηση ενέργειας (στη μεταποίηση και στη διαχείριση των ίδιων των συστημάτων ενέργειας) και πρώτων υλών, και η μείωση των ρύπων.
Μεσοπρόθεσμα αναμένεται να συμβάλει στην έρευνα για αύξηση της αποδοτικότητας των ΑΠΕ, π.χ. φωτοβολταϊκά ευρέος φάσματος με υπερδιπλάσια απόδοση και τεχνολογίες αποθήκευσης. Το λογικό είναι να αναμένουμε θετική επίδραση το ενεργειακό και περιβαλλοντικό ισοζύγιο, αλλά αυτό εξαρτάται από το επίπεδο ελέγχου και ρύθμισης της ΤΝ, και τις προτεραιότητες του μοντέλου ανάπτυξης συνολικά.
Σύνδεση με νέο μοντέλο ανάπτυξης και τεχνολογικό απεγκλωβισμό
Η χωρικά διάσπαρτη παραγωγή ΑΠΕ ευνοεί την αποκέντρωση και την ανάπτυξη ενός πολύ-επίπεδου αποκεντρωμένου ενεργειακού συστήματος, με ενισχυμένη αυτοδιαχείριση και συμμετοχικό σχεδιασμό. Το κράτος πρέπει να έχει ισχυρό ρόλο στα φυσικά μονοπώλια των δικτύων και στον υπερκείμενο σχεδιασμό, όπου απαιτείται συντονισμός και συνέργειες με τις πολιτικές αποκέντρωσης, μεταφορών (σιδηροδρομικό δίκτυο, ακτοπλοΐα, ψηφιακές πλατφόρμες διαμοιρασμού μεταφορών), μεταποίησης, τουρισμού κοκ.
Η ενεργειακή μετάβαση θα έχει εκθετικά αποτελέσματα όταν αναπτύξει συνέργειες με την αντίστοιχη μετάβαση σε μοντέλα διαμοιρασμού χρήσης (product/system-as-a-service) και την ανάπτυξη βιώσιμων πόλεων και οικισμών. Η χωροθέτηση μεταποιητικών μονάδων ώστε να συγκροτούν βιομηχανικά οικοσυστήματα όπου τα απόβλητα και οι ενεργειακές εκχυλίσεις της μίας θα μπορούν να αξιοποιούνται από άλλες εξοικονομούν ενέργεια, πόρους και περιβαλλοντικό κόστος.
Σε αντίθεση με τις μεγάλες και πολύπλοκες μονάδες ορυκτών καυσίμων και πυρηνικής ενέργειας, οι ΑΠΕ αποτελούνται από απλούστερες και μικρότερης κλίμακας μονάδες με δυνατότητες αυξημένης εγχώριας προστιθέμενης αξίας της επένδυσης. Σε δεύτερη φάση, υπάρχει η δυνατότητα ανάπτυξης και τεχνολογικά προηγμένων εξαρτημάτων, αξιοποιώντας το εγχώριο ερευνητικό δυναμικό, το οποίο μέχρι σήμερα, δυστυχώς, αξιοποιείται κυρίως από ξένες επιχειρήσεις. Ήδη έχουμε σχετικά παραδείγματα σε νέας γενιάς φωτοβολταϊκά.
Συμμετοχικός χωρικός σχεδιασμός
Η φυσική, οικονομική και κοινωνική γεωγραφία είναι κρίσιμες παράμετροι του σχεδιασμού. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ξεφύγουμε από τη λογική «ένα κουστούμι ταιριάζει σε όλους» και να προσαρμόσουμε το μίγμα ανάλογα με τις κατά τόπους δυνατότητες και ανάγκες.
Για παράδειγμα, στη Στερεά, στη Δυτική και Βόρειο Ελλάδα, και σε πολλά νησιά υπάρχει αξιόλογο γεωθερμικό δυναμικό για θέρμανση και βιομηχανική χρήση. Αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη στον ενεργειακό σχεδιασμό και στη βιομηχανική πολιτική. Πόλεις όπως η Λαμία και αγροτουριστικές περιοχές όπως η Βόρειος Εύβοια, η Κεντρική Μακεδονία, η Ηλεία και η Λέσβος, μπορούν να καλύψουν μεγάλο μέρος των αναγκών και να αναπτύξουν μεταποίηση (π.χ. τρόφιμα) και υπηρεσίες (π.χ. ιαματικό τουρισμό με επέκταση της τουριστικής περιόδου) που αξιοποιούν το γεωθερμικό φορτίο.
Στα νησιά, η ανάπτυξη ενεργειακών κοινοτήτων ΑΠΕ μπορεί να συνδυαστεί με συνεταιριστικές ή δημοτικές πλατφόρμες διαμοιρασμού ηλεκτρικών οχημάτων (που θα διατίθενται και σε τουρίστες μειώνοντας τις εισαγωγές ενέργειας και την ανάγκη μετάβασης με ΙΧ και αυξάνοντας την τοπικά προστιθέμενη αξία του τουριστικού προϊόντος) και με την ηλεκτροκίνηση της ακτοπλοΐας (ιδανικά με επιστροφή σε συνεταιριστικές μορφές όπως οι εταιρείες λαϊκής βάσης). Αντίστοιχα σε ορεινές περιοχές με την ανάπτυξη δικτύων τελεφερίκ.
Αυτός ο σχεδιασμός δεν μπορεί να επιβληθεί από τα πάνω. Απαιτούνται εργαλεία και δομές συμμετοχικού σχεδιασμού, ελέγχου και λογοδοσίας.
Συνοψίζοντας, οι ΑΠΕ παράγονται από ανανεώσιμα κοιτάσματα-ροές που δεν είναι συγκεντρωμένα όπως τα ορυκτά καύσιμα και οι αντίστοιχες μονάδες παραγωγής, Προσφέρονται έτσι για τοπικό κοινωνικό έλεγχο και αυτοδιαχείριση σε πλαίσιο ενός αποκεντρωμένου συστήματος με ενισχυμένο ρόλο του κράτους στη ρύθμιση και τον έλεγχο και σύγχρονα εργαλεία και δομές συμμετοχικού σχεδιασμού. Μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν την αιχμή μετάβασης σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης που βασίζεται στη συνεταιριστική παραγωγή.
Ο σχεδιασμός θα είναι αποτελεσματικός όταν αφορά σε ένα πολύπλευρο σχέδιο μετάβασης, που στοχεύει στην κάλυψη των αναγκών με το ελάχιστο δυνατό κόστος και την αποφυγή τεχνολογικού εγκλωβισμού, με ένα ορθολογικά διαφοροποιημένο μίγμα μορφών παραγωγής και χρήσης ενέργειας, με έμφαση στην εξοικονόμηση. Αυτή η πολιτική, υπηρετεί και την ανταγωνιστικότητα του συνολικού εναλλακτικού μοντέλου διοίκησης και παραγωγής, και ενισχύει τη γεωπολιτική αυτονομία και ασφάλεια της χώρας.