Συνεντεύξεις

Κώστας Ελευθερίου: «Η κυβέρνηση είναι σε μηχανική υποστήριξη, αλλά επιβιώνει»

Ο Συντονιστής Κύκλου Πολιτικής Ανάλυσης του Ινστιτούτου ΕΝΑ και καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του ΔΠΘ Κώστας Ελευθερίου, μιλά στην Εποχή για την επιχείρηση της ΝΔ συσπείρωσης του σκληρού πυρήνα των οπαδών της και την έλλειψη εναλλακτικής που κάνει το κυβερνών κόμμα να διατηρεί, έστω και “τραυματισμένο, το προβάδισμά του. Όσον αφορά την αντιπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ πολιτεύεται ως κεντροδεξιό κόμμα που προσπαθεί να εμφανιστεί ως αντιδεξιό, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αντιμέτωπος με την αυτοδιάλυσή του, ενώ ο Αλ. Τσίπρας προσπαθεί να αναδυθεί από τα πάνω, και η Νέα Αριστερά βαλτώνει στο έλλειμμα αξιοπιστίας της. Συζητούμε ακόμα για την κρίση εμπιστοσύνης στο κομματικό σύστημα και τον αντίκτυπο του δημοψηφίσματος δέκα χρόνια μετά.

Η κυβέρνηση είναι αντιμέτωπη με ένα ακόμα σκάνδαλο που προσπαθεί να ενταφιάσει, για μία ακόμα φορά, ενώ συνεχώς προκύπτουν και νέες αποκαλύψεις. Είναι μια κυβέρνηση που μπορεί να σταθεί;

Υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα μπορούσε να σταθεί μια κυβέρνηση η οποία φέρει όλα αυτά τα βάρη, καθώς αμφισβητείται επί της ουσίας η διαχειριστική της υπεροπλία, την οποία επικαλούταν ως το μεγάλο της πλεονέκτημα. Και όλα αυτά τα ζητήματα άπτονται της αξιοπιστίας της κυβέρνησης και του κράτους και εντείνουν την κρίση εμπιστοσύνης. Ωστόσο, όσο δεν υπάρχει εκείνη η εναλλακτική που θα δεξιωθεί την όποια διαμαρτυρία ή τη δυσαρέσκεια, το κυβερνών κόμμα θα διατηρεί, έστω και «τραυματισμένο», το προβάδισμά του. Μην ξεχνάμε, επίσης, ότι εξακολουθεί να διαθέτει και μια βάση υποστήριξης στο 25%-30%, η οποία εξακολουθεί να θεωρεί ότι η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός είναι εγγυήσεις της κανονικότητας και της σταθερότητας. Όσο δεν εμφανίζεται το αντίπαλο δέος, θα διατηρεί αυτό το εύθραυστο προβάδισμα, το οποίο θα βρίσκεται υπό διαρκή αίρεση. Η κυβέρνηση είναι σε μηχανική υποστήριξη, αλλά επιβιώνει.

Ωστόσο, συσσωρεύονται τα αρνητικά συναισθήματα, όπως αποτυπώνεται στην πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου ΕΝΑ, με την απογοήτευση να κυριαρχεί (52%) και να ακολουθούν ο θυμός (36%), η απελπισία (25%) και η αποστροφή (18%). Η κυβέρνηση προσπαθεί να δώσει διέξοδο σε αυτά φτιάχνοντας εσωτερικούς εχθρούς και ένα αφήγημα «απειλής». Αυτή η παλιά και δοκιμασμένη συνταγή μπορεί να τη βγάλει πάλι από τα προβλήματά της;

Σε αυτή τη φάση, η λογική της Νέας Δημοκρατίας είναι να επιτύχει μια μίνιμουμ συσπείρωση του σκληρού πυρήνα των οπαδών της. Δεν μπορεί πλέον να εκπληρώσει τον ρόλο του «κεντρώου» κόμματος-ομπρέλα, όπως έκανε το 2023, οπότε και προώθησε τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Λόγω της διόγκωσης αρνητικών συναισθημάτων στην κοινωνία και της κρίσης εμπιστοσύνης, κινείται στη λογική της εκ νέου απεύθυνσης στους ήδη πεπεισμένους υποστηρικτές της, που συγκροτούν και έναν χώρο πολιτικού μέινστριμ. Ακόμα και στα πιο χαμηλά ποσοστά πρόθεσης ψήφου που εμφάνισε, διατηρούσε ένα 22%, το οποίο προσπαθεί να διευρύνει με τμήματα συγκεκριμένων εκλογικών ακροατηρίων, τόσο εκ δεξιών, εργαλειοποιώντας τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, όσο και από το «κέντρο», επαναφέροντας το «σκιάχτρο» του Τσίπρα και του 2015. Να έχουμε υπόψη ότι αυτή η κυβέρνηση προσπάθησε να αντιμετωπίσει όλες τις κρίσεις με όρους ιδεολογικής οξύτητας και ως ενός σημείου με μια λογική «δόγματος του σοκ». Για παράδειγμα, όταν κορυφώθηκε η κοινωνική διαμαρτυρία για τα Τέμπη, η απάντησή της ήταν περαιτέρω ιδιωτικοποίηση για τον σιδηρόδρομο και πρόταση για συνταγματοποίηση της άρσης μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Επενδύει σε μια τακτική κοινωνικού αυτοματισμού, ψάχνοντας αποδιοπομπαίους τράγους για να αποσείσει τις ευθύνες της.

Η στρατηγική συσπείρωσης εφαρμόζεται την ίδια στιγμή που πολλά στελέχη της ΝΔ και της κυβέρνησης βρίσκονται στη δαγκάνα της Δικαιοσύνης για διαφθορά και διαπλοκή…

Εδώ εντοπίζεται ακριβώς το πρόβλημα της έλλειψης εναλλακτικής: Πάνω από επτά στους δέκα πολίτες θεωρούν ότι υπάρχει συγκάλυψη στην υπόθεση των Τεμπών ή ότι η κυβέρνηση φέρει τη βασική ευθύνη για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Η κυβέρνηση, διαμέσου της διάχυσης της ευθύνης σε παρελθόντα χρόνια –γιατί άραγε η εξεταστική για τον ΟΠΕΚΕΠΕ να μη φτάνει και μέχρι την αγροτική μεταρρύθμιση του Κουμουνδούρου;– θέλει να θεμελιώσει τον κυνισμό τού «έτσι ήταν πάντα η Ελλάδα». Ούτως ώστε, πάνω σε αυτή την παραδοχή, να αποφύγει την αποκλειστικότητα του αναθέματος και να διεκδικήσει μια ψήφο χαμηλών προσδοκιών. Γι’ αυτό λέμε ότι η κρίση εμπιστοσύνης είναι αποτέλεσμα τού πως επιλέγει να πολιτικοποιήσει την κοινωνία το πολιτικό σύστημα.

Λέμε συνεχώς πως δεν υπάρχει αντίπαλο δέος. Υπάρχουν σίγουρα οι συνθήκες για να διαμορφωθεί κάποιο κόμμα ως τέτοιο, αλλά δεν φαίνεται να έχει κάποιο από τα υπάρχοντα κόμματα αυτή τη δυναμική ή δυνατότητα. Ποιο είναι το κύριο έλλειμμα των κομμάτων της αντιπολίτευσης;

Τα περισσότερα από αυτά τα κόμματα φέρουν ένα έλλειμμα εμπιστοσύνης από την εποχή που βρίσκονταν στην κυβέρνηση – αναφέρομαι κυρίως στο ΠΑΣΟΚ και στον ΣΥΡΙΖΑ. Κουβαλάνε τα φορτία των μνημονίων, χωρίς να εξηγούν επαρκώς στους ψηφοφόρους τι πήγε καλά και τι δεν πήγε καλά. Στον ΣΥΡΙΖΑ, βεβαίως, υπάρχουν και τα ερωτήματα γύρω από την οιονεί αυτοδιάλυσή του μετά το καλοκαίρι του 2023. Ο κατακερματισμός στον ευρύτερο (κεντρο)αριστερό χώρο έχει εκ των πραγμάτων δημιουργήσει κόμματα μικρής και μεσαίας δύναμης που, κατά κύριο λόγο, λειτουργούν με στρατηγικές επιβίωσης στενών και βραχυπρόθεσμων οριζόντων, οι οποίες αποτρέπουν τυχόν συγκλίσεις και δεν επιτρέπουν κάποιο από αυτά τα κόμματα να ξεχωρίσει σαν αντίπαλο δέος προς την ΝΔ.

Τα περισσότερα κόμματα ευαγγελίζονται τη μεγάλη πολιτική σκηνή και επιδιώκουν να δημιουργήσουν το μέτωπο που θα ρίξει τον Μητσοτάκη…

Από μόνα τους δεν μπορούν να το επιτύχουν, αλλά δεν θέλουν και να συνασπιστούν για να το επιτύχουν. Αυτό επιτείνει την καχυποψία και δυσπιστία των πολιτών. Δεν υπάρχουν προς το παρόν προϋποθέσεις συγκλίσεων ανάμεσα σε αυτές τις δυνάμεις, διότι εντέλει όλοι έχουν κάτι κακό να πουν για όλους τους υπόλοιπους. Και πολύ φοβάμαι ότι αυτή η κατάσταση κατακερματισμού θα συνεχιστεί μέχρι τις εκλογές. Εάν δε επιχειρηθεί κάτι είτε ως πρωτοβουλία-ομπρέλα είτε ως νέο κόμμα για να συσπειρώσει κάποια από τα θραύσματα του κατακερματισμένου τοπίου, αυτό θα εδράζεται σε μια πολύ ασταθή βάση. Όσο δε κατακερματίζεται το κεντρο(αριστερό) πεδίο, τόσο περισσότερο ενισχύεται η αυτοαναφορικότητα των πολιτικών δρώντων. Αρκετά από τα κόμματα αυτού του χώρου δεν επικοινωνούν πολύ επιτυχημένα ή επαρκώς με το τι συμβαίνει στην κοινωνία, και αυτό είναι κάτι που το καταλαβαίνουν οι πολίτες.

Το ΠΑΣΟΚ μοιάζει με παρακολούθημα της Δεξιάς, ειδικά από το πώς στάθηκε στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Είναι σαν ο μόνος του στόχος να είναι να επανέλθει ο παλιός δικομματισμός, χωρίς όμως και να έρχεται αντιμέτωπο με τις αμαρτίες του παρελθόντος του. Θα μπορέσει να αναδειχθεί ξανά;

Με βάση τα έως τώρα δεδομένα, δεν θα μπορέσει! Το πρόβλημα με το ΠΑΣΟΚ είναι το εξής: ως κομματική οργάνωση –διότι πράγματι η κατάρρευσή του το 2012 ήταν το πιο εμβληματικό γεγονός της περιόδου της κρίσης– δεν προέβη ποτέ σε κάποια εσωτερική συζήτηση του τι συνέβη το 2009-2014. Όλες οι τάσεις του κόμματος, τόσο η νυν προεδρική όσο και η θεωρητικά αριστερόστροφη, εξακολουθούν να ερμηνεύουν τα πεπραγμένα του κόμματος σε αυτή την περίοδο με όρους ιστορικής δικαίωσης. Πέραν αυτού, το ΠΑΣΟΚ πολιτικοϊδεολογικά είναι ουσιαστικά ένα κεντροδεξιό κόμμα. Συμφωνεί με πολλά από όσα λέει η ΝΔ, αλλά διαφωνεί με τον τρόπο που τα υλοποιεί. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι ενσωματώθηκαν και αξιοποιήθηκαν πολύ εύκολα τόσα κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ στις κυβερνήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αυτό είναι η απόληξη της κρατικοποίησης του ΠΑΣΟΚ, που λέγαμε παλιά, και αυτή ήταν η αντίληψη του «δικομματισμού» ως συστήματος εξουσίας, το οποίο πια εκφράζει κυρίως η ΝΔ. Το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να εμφανιστεί ως αντιδεξιό, κυρίως σε ζητήματα διαφθοράς και διαφάνειας, ενώ διαφοροποιείται πολιτικοϊδεολογικά από οτιδήποτε έχει σχέση με την Αριστερά, κάτι που είναι κόντρα στην παράδοσή του. Αυτή η στρατηγική «διμέτωπου», βέβαια, δεν απαντά σε ένα κρίσιμο ερώτημα: γιατί, όταν αυτοδιαλύθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, οι αριστερόστροφοι πρώην ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ δεν επέστρεψαν στα πάτρια πολιτικά εδάφη; Διότι το ίδιο το ΠΑΣΟΚ δεν επιδίωξε να τους προσελκύσει, καθώς δεν αποτίμησε ποτέ κριτικά την αρνητική επίδραση των μνημονιακών επιλογών του, και διότι επιμένει να διαφοροποιείται από οτιδήποτε παραπέμπει σε μια αριστερή λογική. Εξακολουθούν να αντιλαμβάνονται το κόμμα τους καταρχήν ως μέρος του πολιτικού μέινστριμ, σε μια εποχή βέβαια που κυριαρχεί η αντισυμβατική πολιτική και που το (μειοψηφικό) πολιτικό μέινστριμ το εκφράζει κυρίως η ΝΔ.

Είναι στους στόχους τους να διεκδικήσουν και να πάρουν την κυβέρνηση ή μήπως περιορίζονται στην καθιέρωσή τους ως δεύτερο κόμμα; Έχω την αίσθηση ότι μέλημά τους είναι το δεύτερο.

Πιθανόν να τους ενδιαφέρει η αριθμητική καταγραφή τού να κατοχυρώσουν τη δεύτερη θέση και να διευρύνουν την κοινοβουλευτική τους ομάδα. Μπορεί για κάποιους εντός του κόμματος (θέλω να πιστεύω όχι για τον πρόεδρό του) ο στόχος να είναι και η συμπερίληψή τους σε ένα κυβερνητικό σχήμα με τη ΝΔ. Με ιδεολογικούς όρους πάντως, η στάση τους εξηγείται εύκολα, δεν είναι κάτι το παράδοξο αυτό που βλέπουμε.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πράγματι αυτοδιαλυθεί, όπως επισήμανες, και βλέπουμε τις μικρογραφίες του να προσπαθούν να καθιερωθούν στο κομματικό σύστημα. Παράλληλα, ο νυν πρόεδρος του κόμματος φαίνεται να μην μπορεί να χαράξει την πλεύση του ΣΥΡΙΖΑ και ο πρώην πρόεδρός του προσπαθεί να επανεμφανιστεί στην πολιτική σκηνή ως ηγέτης δίχως κόμμα. Είναι σε τέλμα;

Όπως έχουμε ξαναπεί, αυτά που βλέπουμε στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, από το 2023 και ύστερα, είναι πρωτοφανή για το κομματικό φαινόμενο γενικά. Νομίζω ότι σε αυτή τη φάση ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να υπερβεί με τίποτα το έλλειμμα αξιοπιστίας. Το 2023 υπέστη πράγματι μια τεράστια εκλογική ήττα, διατηρώντας όμως ένα 17,8 % και τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κάτι που, από μόνο του, σε μια εποχή ανόδου της Ακροδεξιάς και υποχώρησης της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ήταν ως ενός σημείου ένα επίτευγμα και ένα σημείο αφετηρίας για μια μελλοντική αντεπίθεση. Κανείς και καμία στον ΣΥΡΙΖΑ δεν το είδε έτσι. Όλες και όλοι το είδαν αποκλειστικά σαν μια καταστροφική ήττα και ματαίωση της κυβερνητικής δυναμικής και ο ίδιος ο Τσίπρας σαν μια δική του προσωπική ήττα. Παραιτήθηκε, χωρίς βέβαια να εξηγήσει γιατί έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ και ποια είναι η δική του ευθύνη για αυτή την ήττα, διακήρυξε το «κλείσιμο του κύκλου» του ΣΥΡΙΖΑ και άφησε τους ανεπαρκείς, όπως φάνηκε, επιγόνους του να διαχειριστούν την επόμενη μέρα του κόμματος με μια διαδικασία που έφερε τα αποτελέσματα που όλοι ξέρουμε. Και ο πρώην πρόεδρος παρακολουθούσε σαν εξωτερικός παρατηρητής την αυτοδιάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, σαν να ήταν ένα ναυάγιο ή ένα φυσικό φαινόμενο, ανασχεδιάζοντας την πολιτική του εικόνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτή τη στιγμή ένα κόμμα που δεν μπορεί εύκολα να το εμπιστευτεί κάποιος ή κάποια. Είναι ένα κόμμα που εξέλεξε ως αρχηγό τον Κασσελάκη· ένα κόμμα που η πλειοψηφία της κομματικής του ελίτ επέτρεψε να γίνουν δύο διασπάσεις· ένα κόμμα που, ενώ ήταν υπό διάλυση, κατόρθωσε να πάρει στις ευρωεκλογές 14,8% (διότι εάν αυτό ήταν ποσοστό Κασσελάκη, θα είχε μεταφερθεί και στο Κίνημα Δημοκρατίας) και στη συνέχεια να το απολέσει, βυθιζόμενο στην αυτοαναφορικότητα· κι ένα κόμμα σε μια μόνιμη μεταβατική κατάσταση αναμονής της επανάκαμψης ενός «παράκλητου».

Ο Κ. Μητσοτάκης πάντως τον έχει επιλέξει ως αντίπαλο, παρακάμπτοντας τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, ίσως γιατί θέλει να υπενθυμίσει ότι τον κέρδισε…

Αυτό είναι μια πολύ σωστή παρατήρηση. Είναι και η μνήμη του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Χρησιμοποιεί, όπως είπαμε, το «σκιάχτρο» του Τσίπρα για να συσπειρώσει τους δικούς του υποστηρικτές.

Και ο Αλ. Τσίπρας εκμεταλλεύεται τη συγκυρία ώστε να αναδειχθεί.

Ναι, αλλά η διαφορά είναι ότι αυτή τη φορά πάει να το κάνει από τα πάνω. Ο Τσίπρας το 2012, αναδείχθηκε σε ηγέτη της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης μέσα από τα κινήματα ενάντια στη λιτότητα, δηλαδή από τα κάτω. Τώρα διεκδικεί να δείχνει δυνητικά αρεστός στις ελίτ, σε όσους εντέλει ελέγχουν τους περίφημους «αρμούς της εξουσίας», που κάποτε έλεγε και ο ίδιος. Αυτό είναι το «υπεύθυνο» και μετριοπαθές προφίλ που ανασχεδιάζει. Και αυτό, κατά τη γνώμη μου, θα έχει σίγουρα επίπτωση στη δυνητική επιρροή του όποιου εγχειρήματος πιθανότατα προωθεί.

Η Νέα Αριστερά παρεμβαίνει όπως θα περίμενε κανείς από ένα μικρό κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που εκπροσωπείται στη Βουλή. Πήγε στην Κρήτη να αναδείξει το προσφυγικό, ακολούθησε την Πορεία για τη Γάζα, φέρνει στη Βουλή τα σκάνδαλα αλλά και ζητήματα καθημερινότητας. Την ίδια στιγμή, πολιτεύεται σαν ένα κόμμα που επιδιώκει να φτιαχτεί η συμμαχία που θα ρίξει τον Μητσοτάκη. Μπορεί να κάνει και τα δύο;

Είναι δύσκολο να εμφανιστούν ως εκφραστές μιας «αμόλυντης» και ιδεολογικά συγκροτημένης ριζοσπαστικής Αριστεράς, όπως είπε στην Εποχή την προηγούμενη εβδομάδα ο Πασχάλης Τεμεκενίδης, στελέχη τα οποία από υπουργικές θέσεις εφάρμοσαν μνημονιακές πολιτικές. Η Νέα Αριστερά πατάει σε δυο βάρκες προσπαθώντας να υπερασπιστεί έναν «ταξικά μεροληπτικό» αριστερό κυβερνητισμό και ταυτόχρονα να αποκαταστήσει, από μειοψηφικές θέσεις βέβαια, μια σύνδεση με την κινηματική δυναμική. Εκ των πραγμάτων, μια νέα αριστερή ριζοσπαστική αντίληψη μπορεί να εκφραστεί μόνο από μια νέα γενιά στελεχών, απαλλαγμένη από τα βαριά φορτία του κυβερνητισμού. Διαφορετικά, η Νέα Αριστερά θα παραμείνει καθηλωμένη στα πενιχρά ποσοστά που καταγράφει. Δεν μπορεί να παίξει πειστικά ούτε το συστημικό παιχνίδι, γιατί θα πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα «γιατί δεν γυρνάτε στον ΣΥΡΙΖΑ;», αλλά ούτε το κινηματικό παιχνίδι, γιατί έχει να αντιμετωπίσει την αναπόφευκτη αντίκρουση «μα, εσείς κυβερνήσατε…». Αυτή είναι η βάση του ελλείμματος αξιοπιστίας της Νέας Αριστεράς.

Δέκα χρόνια μάς χωρίζουν από το δημοψήφισμα του 2015 και η συζήτησή μας σήμερα νομίζω ότι πλαισιώνεται από τα μαθήματα από εκείνη την ιστορική στιγμή και όσα ακολούθησαν. Τι θα ξεχώριζες;

Το δημοψήφισμα είναι ένα τεράστιο ορόσημο για έναν πολύ απλό λόγο: για πρώτη φορά δόθηκε ο λόγος σε έναν λαό, ο οποίος υφίσταντο πολιτικές άγριας λιτότητας, ώστε να τοποθετηθεί γύρω από κάτι το οποίο αφορούσε το μέλλον του και μέχρι τότε συζητιόταν πίσω από κλειστές πόρτες, χωρίς διαφάνεια και δημοσιότητα. Αυτό κρατάω από το δημοψήφισμα ως γεγονός, ασχέτως της μετέπειτα διαχείρισης του αποτελέσματός του. Από εκεί και πέρα, μόνο η πλευρά του «Ναι» εξακολουθεί να έχει μέχρι και σήμερα συνεκτικό αφήγημα για το δημοψήφισμα, ενώ η πλευρά του «Όχι» έχει πολλά και αντιφατικά μεταξύ τους αφηγήματα. Θεωρώ πράγματι ότι η πολιτική στροφή μετά το δημοψήφισμα, με το τρίτο μνημόνιο, οδήγησε πολλούς ψηφοφόρους προς την αποστράτευση, και έχει βαρύνουσα σημασία για την εξέλιξη της ελληνικής Αριστεράς. Διαμόρφωσε, ωστόσο, και μια βάση υποστήριξης για τον ΣΥΡΙΖΑ, η οποία τον ακολουθούσε σε μια λογική μιας έντιμης «φιλολαϊκής» διαχείρισης των προγραμμάτων λιτότητας. Επέτρεψε, επίσης, στη ΝΔ να συσπειρώσει το μπλοκ του «Ναι» στο αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και να χτίσει την κοινωνική συμμαχία που της έδωσε αλλεπάλληλες εκλογικές επιτυχίες το 2019 και το 2023. Ουσιαστικά, ουδέποτε ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε να παράξει, έστω εκ των υστέρων, ένα αφήγημα που να εξηγεί στην κοινωνία την πραγματική σημασία του δημοψηφίσματος, πέραν του υποβιβασμού του σε εργαλείο στήριξης της διαπραγματευτικής του τακτικής. Αυτή η αμηχανία κατέστησε το δημοψήφισμα ένα θέμα το οποίο ο συριζαϊκός χώρος εν γένει αποφεύγει να συζητά και να ανακαλεί. Θα έλεγα, πάντως, πως το γεγονός ότι η χώρα έχει μείνει στην ουσία χωρίς αξιωματική αντιπολίτευση και ουσιαστικά πολιτικά αντίβαρα, λόγω της αυτοδιάλυσης του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ένα γεγονός ίδιας σημασίας και επίδρασης με τη διαχείριση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος. Δίπλα στο 2015, δηλαδή, πρέπει να μπει και το 2023.

Ιωάννα Δρόσου
Η ΕΠΟΧΗ