Συνεντεύξεις

Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να οργανώσει την πολιτική και την κοινωνική άμυνα – Συνέντευξη με τον Μιχάλη Σπουρδαλάκη

Τη συνέντευξη πήραν η Ιωάννα Δρόσου και ο Παύλος Κλαυδιανός

Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης είναι πια γεγονός. Η νέα συμφωνία δημιουργεί σταθερό έδαφος, πάνω στο οποίο η κυβέρνηση θα ασκήσει την πολιτική της;

Είναι προφανές ότι για ένα σύντομο χρονικό διάστημα θα δοθεί μια ανάσα στην κυβέρνηση και η δυνατότητα να ασκήσει μια πολιτική, η οποία θα επανασυνδέεται κατά κάποιο τρόπο το προγραμματικό νήμα του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε με πολλούς τρόπους να είχε γίνει και να είχαμε σήμερα περισσότερα δείγματα τέτοιων πολιτικών. Η κυβέρνηση αναλώθηκε, υπό το βάρος των γνωστών πιέσεων και εκβιασμών, να διαθέσει όλη της την ενέργεια στην αξιολόγηση, τη σχέση με τους δανειστές και στην προοπτική για τη μείωση του χρέους και έτσι έχασε πολύτιμο χρόνο. Για να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, θα πρέπει να αλλάξουν πολλά πράγματα αρχίζοντας από το κυρίως πολιτικό υποκείμενο, «το κόμμα» που στηρίζει την κυβέρνηση.

Πώς θα προκληθούν ρωγμές στη σαρωτική πολιτική

Υπάρχει η δυνατότητα να ασκήσει τη δική της πολιτική η κυβέρνηση; Ο Νάσος Ηλιόπουλος, σε συνέντευξή του την προηγούμενη βδομάδα, χαρακτήρισε το μνημόνιο «επεκτατικό σύστημα εξουσίας». Αυτό το συμπέρασμα φαίνεται πως έχει γίνει λαϊκή συνείδηση. Πώς μπορείς να το ανατρέψεις;

Η διατύπωση είναι ακριβής. Πράγματι, βλέπουμε ότι μέχρι τώρα η νεοφιλελεύθερη πολιτική ηγεμονία δεν αφορά, όπως ίσως φαίνεται, μόνο στα οικονομικά. Ο νεοφιλελευθερισμός αφορά στο όλον, δεν αποτελεί απλώς συγκεκριμένη δημοσιονομική πολιτική που επιβάλλεται με εμμονικό τρόπο. Η δημοσιονομική πειθαρχία είναι μια διάσταση μόνο της σημερινής κατάστασης. Γι’ αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να οργανώσει την πολιτική και την κοινωνική άμυνα. Κατά συνέπεια, ακόμη και εκεί που η κυβέρνηση καταφέρνει να αντιστέκεται, συγκροτώντας –έστω και εν μέρει- κάποιες κόκκινες γραμμές, θα πρέπει να τις υποστηρίζει και με όρους κοινωνικούς και ιδεολογικούς. Για παράδειγμα, τα αντίμετρα που παίρνει η κυβέρνηση, δεν μπορεί να υποστηρίζονται στη λογική ότι εάν στην κυβέρνηση βρίσκονταν οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης δεν θα έκαναν το ίδιο. Αντίθετα, αυτά όπως και πολλά άλλα (μέτρα για την ανθρωπιστική κρίση, την υγεία, την παιδεία κ.ά.) θα πρέπει να προβάλλονται ως η «ταξική μεροληψία» της κυβέρνησης, δείχνοντας πως, παρά τους αρνητικούς συσχετισμούς, δεν αποτελούν ένα τυχαίο «μπάλωμα» ή ένα είδος φιλανθρωπίας αλλά πως πίσω από αυτά βρίσκεται η λογική, το εγχείρημα μιας αντιηγεμονικής αντίστασης την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ αντιπαραθέτει απέναντι στο «επεκτατικό σύστημα εξουσίας». Μόνο έτσι μπορεί να αξιοποιήσει στρατηγικά τα όποια θετικά μέτρα έχει καταφέρει, να ανοίξει νέα πεδία πολιτικής, να ανακτήσει σε ένα βαθμό το χαμένο έδαφος και χρόνο, αποκαθιστώντας έτσι, έστω και εν μέρει, το χαμένο φρόνημα του πολιτικού και του κοινωνικού ΣΥΡΙΖΑ.

Δεν υπάρχει ο φόβος να εκληφθεί η μνημονιακή πολιτική ως αήττητη;

Σαφώς. Γι’ αυτό επιμένω πως θα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να επινοήσει και να ανοίξει πεδία πολιτικής, ώστε να προκαλέσει ρωγμές στη σαρωτική αυτή πολιτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ συχνά λέει: «έχουμε την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία». Αυτό, κατά την άποψή μου, αποτελεί μια δικαιολογία για τις παραλείψεις, τα ελλείμματα και την ενδεχόμενη αναποτελεσματικότητα και υπογραμμίζει ότι για πολλούς δυστυχώς η ριζοσπαστικότητα είναι μια αφηρημένη έννοια. Το κράτος δεν αποτελεί απλώς μια αφηρημένη συμπύκνωση ταξικών συσχετισμών, το οποίο οργανώνεται και μέσα από τον αστερισμό των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του. Αντίθετα, ιδιαίτερα όταν το κράτος το διαχειρίζονται οι δυνάμεις της αριστεράς, που επιδιώκουν την «ταξική μεροληψία» μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικότερα στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, συμβάλλοντας σε κοινωνικούς συσχετισμούς και συμμαχίες που υπόσχονται άλλη δυναμική. Το κράτος με άλλα λόγια διαθέτει και μια μοναδική «επιτελεστική» δυνατότητα, η οποία όμως απαιτεί αξιοποίηση με φαντασία. Αυτός είναι ο βασικός λόγος, που παρά την υποχώρηση, παρά την ήττα, ένα μεγάλο κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει με αυτοπεποίθηση «εντός». Όχι γιατί ο αντίπαλος είναι χειρότερος, αλλά γιατί μπορούν να γίνουν πράγματα αν αλλάξουν λογικές και συσχετισμοί, αν αλλάξει η θεωρητική αλλά και η πρακτική ματιά. Υπάρχει, λοιπόν, δυνατότητα να αναπτερωθεί το χαμένο φρόνημα, αν ανοιχτούν καινούργια πεδία πολιτικής, στηριζόμενοι στα κεκτημένα των προηγούμενων ετών.

Χρειάζεται θεσμική σοβαρότητα

Το πεδίο που βρίσκεται έξω από τα όρια των μνημονίων έχει μείνει ανεκμετάλλευτο δύο χρόνια τώρα. Πώς θα πιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ το προγραμματικό νήμα που ανέφερες προηγουμένως;

Η κυβέρνηση είναι αυτή που πρέπει να τηρεί τις μνημονιακές υποχρεώσεις, για τις οποίες έχει δεσμευτεί. Γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει σαφής διάκριση της κυβερνητικής πολιτικής και του κόμματος. Πριν ακόμη την επώδυνη συμφωνία του 2015, είχαμε επισημάνει από τις στήλες της «Εποχής» τους κινδύνους της κοινοβουλευτικοποίησης και του κυβερνητισμού, που υποβαθμίζουν τον κομματικό οργανισμό σε λόμπι της κυβέρνησης. Για παράδειγμα, τι εμποδίζει την κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ από το να καταθέτει προτάσεις νόμων που θα είναι τολμηρές, ριζοσπαστικές και σε διαφορετική λογική των μνημονιακών δεσμεύσεων, και να μην περιμένει την κυβέρνηση να ασκεί αποκλειστικά την κοινοβουλευτική πρωτοβουλία; Κάτι που ως γνωστόν δεν βοηθά στην αναβάθμιση του κοινοβουλίου που αποτελεί και ζητούμενο. Τέτοιες πρωτοβουλίες, ακόμα και αν δεν προχωρούσαν έως τέλους, θα έδιναν ένα διαφορετικό στίγμα για το κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Η Κ.Ο., η οποία αποτελεί σε ένα βαθμό τη γέφυρα μεταξύ κόμματος και κυβέρνησης, αν αναλάμβανε το ρόλο που της αντιστοιχεί, θα μπορούσε να δείξει ότι το πολιτικό υποκείμενο που έφερε την κυβέρνηση στα πράγματα εξακολουθεί και κινείται σε ριζοσπαστική λογική λογική. Και να προσθέσω κάποια ερωτήματα ακόμα. Τι εμποδίζει τον ΣΥΡΙΖΑ από το να έχει μια συστηματική, σαφή, διακριτή επιλογή προσώπων και ταυτόχρονα να απαιτεί από αυτούς να συμπεριφέρονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να θυμίζει την ηθική της αριστεράς; Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε ως πόλος ισχυρής αντιπολίτευσης από το 2011 και ύστερα, διότι εξέπεμπε θεσμική σοβαρότητα. Γιατί αυτή φαίνεται να υποχωρεί και στη θέση της παγιώνεται η «προχειρότητα(;)» των τροπολογιών, του αιφνιδιασμού, η συμβολή στην αντιδημοκρατική πολυνομία, φαινόμενα που τον εκθέτουν;

Ολοένα και περισσότερο εμφανίζεται το ερώτημα πού αποφασίζονται όσα κατεβαίνουν στο κοινοβούλιο για νομοθέτηση ή όσα θεσμοθετούν υπουργοί…

Μα εδώ είναι το ζήτημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επτά βουλευτές όταν ψηφίστηκε το πρώτο μνημόνιο και είχε καταφέρει να ξεσηκώσει την κοινωνία. Αυτό το είχε καταφέρει διότι εξέπεμπε σοβαρότητα, κινείτο συλλογικά και συστηματικά και την ίδια στιγμή οι βουλευτές του είχαν παρουσία σε όλα τα κινήματα, όχι ως παράγοντες αλλά ως συμμετέχοντες. Αυτή η δυναμική έχει καμφθεί σήμερα και παρότι οι συνθήκες και τα καθήκοντα, είναι διαφορετικά, πρέπει να αποκατασταθεί. Χρειάζεται, λοιπόν, θεσμική σοβαρότητα, όπως και διαφορετική μεθοδολογία στρατολόγησης του πολιτικού προσωπικού με σαφείς κανόνες. Και εκεί θα φανεί η διαφορά. Δεν γίνεται μέλη του κόμματος, της κοινοβουλευτικής ομάδας ή ακόμα και ψηφοφόροι να λειτουργούν ως μικρά ή μεγάλα λόμπι της κυβέρνησης.

Ανασύνταξη και παρουσία στο κοινωνικό πεδίο

Αυτό προϋποθέτει πως το κόμμα θα ανακτήσει τη λειτουργία του, όπως και την επαφή του με την κοινωνία. Είναι εφικτό να συμβεί αυτό στη νέα φάση που ανοίγει, μετά τη συμφωνία;

Κοιτάξτε τα πολιτικά κόμματα, και μάλιστα εκείνα που διέπονται από, έστω και τυπικά, συλλογικές διαδικασίες είναι κατεξοχήν βολονταριστικοί θεσμοί. Επιλέγουν τις στρατηγικές τους και τις υλοποιούν στο πλαίσιο πάντα των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών. Κατά συνέπεια πιστεύω ότι, αν αυτό θεωρηθεί ότι είναι απαραίτητο να γίνει, είμαι βέβαιος σε μεγάλο βαθμό θα πραγματοποιηθεί. Το κόμμα λοιπόν θα ανακτήσει την ουσιαστική του λειτουργία όταν πάψουν τα κύτταρα του κόμματος, οι τοπικές οργανώσεις, να λειτουργούν σαν υπουργικά συμβούλια και τα μέλη τους ως υπουργοί. Το κόμμα πρέπει να ανασυνταχθεί, να έχει παρουσία στο κοινωνικό πεδίο, όχι για να δικαιολογήσει τα πεπραγμένα της κυβέρνησης, αλλά για να παραμείνει στις αρχές και τη λογική που χαρακτήρισε τον ΣΥΡΙΖΑ από την ίδρυσή του μέχρι να γίνει πρώτη κοινοβουλευτική δύναμη. Να σας πω ένα παράδειγμα: Αξίζει τον κόπο να ξαναδούμε την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά αυτό δεν πρέπει να γίνει μιμούμενη τις «πασοκοκκε» (και νεοδημοκρατικές) πρακτικές της Μεταπολίτευσης για λόγους καταγραφής δυνάμεων και ως προετοιμασία στην αντιπαράθεση των γενικών εκλογών. Πρέπει να αλλάξουμε τη λογική του συνδικαλιστικού κινήματος, για να μην αναπαραχθεί η ίδια γραφειοκρατία, η οποία ουσία το περιθωριοποιεί.
Και από την άλλη, τον ΣΥΡΙΖΑ χαρακτήρισε η έμπρακτη αναζήτηση της ενότητας της αριστεράς. Υπάρχουν πράγματι πολλοί που λένε ότι μετά την αποχώρηση πολλών συλλογικοτήτων, στελεχών και μελών του ΣΥΡΙΖΑ ότι η ενότητα της αριστεράς έχει τελειώσει ως κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό, κατά την άποψή μου, είναι λάθος και λίγο αυτάρεσκο. Το αίτημα για ενότητα δημιουργείται και πραγματοποιείται στο κοινωνικό πεδίο και δεν αποτελεί μόνο ή έστω κυρίως αποτέλεσμα συμφωνιών στελεχών. Τα πρόσωπα που αποχωρούν είναι άλλη υπόθεση. Επομένως, το αίτημα για ενότητα πρέπει να παραμείνει. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να βρει τρόπο να προσεγγίσει εκείνους, που δεν έχουν περάσει στην απέναντι πλευρά, που είναι οι περισσότεροι. Και να συναντηθεί ξανά με τους κοινωνικούς αγώνες. Πρέπει να έχει ένα σημείο επαφής αρχικά, που θα γίνει σημείο συνάντησης, και πιθανής συνεργασίας.

Πεδίο πολιτικής φαντασίας

Η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση μπορεί να είναι μια τέτοια αφορμή;

Βεβαίως. Η συνταγματική αναθεώρηση, ανεξάρτητα αν κανείς θεωρεί ότι ήταν η σωστή στιγμή για να γίνει, έχει ανοίξει πολύ πριν το επισημοποιήσει η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός το καλοκαίρι του 2016. Θυμίζω ότι το 2014 η Νέα Δημοκρατία είχε καταθέσει προτάσεις συνταγματικής αναθεώρησης. Επίσης, πριν ένα χρόνο κατατέθηκε πρόταση υπό τον καθηγητή κ. Αλιβιζάτο. Θυμίζω ότι και άλλες πολιτικές δυνάμεις και συλλογικότητες είχαν διατυπώσει σχετικές ιδέες και προτάσεις. Γνωρίζετε ότι το μόνο που απαιτείται για να ξεκινήσει η διαδικασία αναθεώρησης είναι η πρωτοβουλία 50 βουλευτών. Άρα έχει ανοίξει το θέμα. Η Επιτροπή Διαλόγου για τη Συνταγματική Αναθεώρηση επιτελεί μια προδιαδικαστική λειτουργία, πριν δηλαδή την τυπική έναρξη της διαδικασίας αναθεώρησης, είναι μια καινοτόμος πρωτοβουλία, η οποία αντικειμενικά θυμίσει το συμμετοχικό και το κινηματικό στίγμα, που χαρακτήριζε τον ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία πολλά χρόνια. Λέει ότι όλοι οι πολίτες, κοινωνικοί και επιστημονικοί φορείς και κυρίως εκείνες οι συλλογικότητες ή οι πολίτες που έχουν εμπειρίες από διαδικασίες που βρίσκονται κάτω από το ραντάρ της εξουσίας έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν τη γνώμη τους και τις προτάσεις τους. Είναι η πρώτη φορά που κυβέρνηση καλεί τους πολίτες σε μαζική συμμετοχή. Επομένως, ναι η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση είναι ένα πεδίο, όπου δυνάμει συναντώνται φορείς, συλλογικότητες και ενεργοί πολίτες, για να συζητήσουν, να οργανώσουν, να οραματιστούν. Άρα αποτελεί ένα πεδίο στο οποίο θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να ξεδιπλώσει την πολιτική του φαντασία. Και κάτι τέτοιο θα έπρεπε να γίνεται σε κάθε γειτονιά, ώστε η συζήτηση να έχει στοιχεία μαζικής συμμετοχής και ει δυνατόν κινήματος.
Μέχρι στιγμής έχει φανεί διάθεση διεύρυνσης της συζήτησης με τη συμμετοχή κινημάτων, συλλογικοτήτων και ενεργών πολιτών;
Η επιτροπή όταν συστάθηκε δέχτηκε τεράστια επίθεση από όλους όσοι ήθελαν να διατηρήσουν, ακόμα και προδιαδικαστικά, τη συνταγματική αναθεώρηση εντός του κοινοβουλίου. Στην έντονη αυτή κριτική περίμενα μια απάντηση από έναν κόσμο που πιστεύει στη συμμετοχή και στην κινηματική διεκδίκηση της ποιότητας της δημοκρατίας. Την είδα εν μέρει. Μέρος αυτής της αδιαφορίας είναι και η έλλειψη πληροφόρησης ή/και γνώσης. Ούτως ή άλλως οι θεσμικές συζητήσεις δεν είναι πολύ θελκτικές. Ωστόσο, έχουν έρθει σε επαφή με την επιτροπή ομάδες πολιτών και έχουν καταθέσει ολοκληρωμένες ή και σημαντικές επί μέρους προτάσεις, που αναρτώνται στον ιστοσελίδα της Επιτροπής [www.syntagma-dialogos.gov.gr]. Μάλιστα, σε μια συνάντηση ακτιβιστών με ομάδα από τα πολύχρωμα κινήματα αλληλεγγύης διατυπώθηκε η απορία «εμείς είμαστε κινήματα, τι δουλειά έχουμε με το σύνταγμα;» Όταν η συζήτηση έφτασε στο ερώτημα αν υπάρχει η έννοια και η πρόνοια της «αλληλεγγύης» στο σύνταγμα, όλοι υποσχέθηκαν ότι θα εμπλακούν στις διαδικασίες διαβούλευσης. Ήδη οργανώνουν πρωτοβουλίες διαβούλευσης με μέλη της επιτροπής ώστε να καταθέσουν προτάσεις.

Τι λείπει από το σύνταγμα;

Λέω σε όλους τους τόνους ότι το σύνταγμα οφείλει να καταγράφει την κοινωνική εμπειρία και την κοινωνικά παραγόμενη γνώση. Για να αποτυπωθεί ο σχετικός προβληματισμός θα πρέπει να γίνει με τρόπο συμμετοχικό, δηλαδή με τη συμμετοχή εκείνων που τον παράγουν με την κοινωνική τους δράση. Τι σημαίνει «κοινωνική οικονομία», «χωρίς μεσάζοντες», «αλληλέγγυο ιατρείο» κλπ; Αν ψάχναμε αυτές τις λέξεις, που τις κατέκτησε, τις δημιούργησε, τους έδωσε περιεχόμενο η κοινωνία στη δική της αγωνία να λύσει προβλήματα, πριν από δεκαπέντε χρόνια δεν θα υπήρχαν στα ελληνικά λεξικά. Δεν έχουμε υποχρέωση ως ενεργοί πολίτες αυτά να προσπαθήσουμε, με όποιο αποτέλεσμα, να αποτυπωθούν στον καταστατικό χάρτη της χώρας ως κοινωνικά δικαιώματα; Πιστεύω πως αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό.

Χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία στη Γαλλία

Μόλις ολοκληρώθηκαν οι γαλλικές εκλογές, με την εκλογή του Μακρόν, που απέτρεψε την εκλογή της Λεπέν. Τι διδάγματα προκύπτουν από αυτή τη μάχη; Η αριστερά έχασε μια ιστορική ευκαιρία να κερδίσει τις εκλογές;

Ο κίνδυνος για μένα δεν είναι μόνο η ακροδεξιά, η εκλογή της οποίας ευτυχώς απετράπη. Ο κίνδυνος είναι η αποπολιτικοποίηση, η απογοήτευση ή/και η υποπολιτικοποίηση, όπου αντιμετωπίζονται τα μικροπροβλήματα της γειτονιάς αλλά που αυτά δεν συνδέονται με τα ευρύτερα ζητήματα της πόλης, της περιοχής, της κεντρικής πολιτικής σκηνής, την διεθνή δυναμική κ.ο.κ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μου είχε δημιουργήσει την εντύπωση ότι μέρος της επιτυχίας του που έφερε την αριστερά στο προσκήνιο σε εθνικό και σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν το γεγονός ότι είχε καταφέρει να βάλει στη γωνία μια σειρά από παθογένειες της αριστεράς (κοινοβουλευτικοποίηση, βολονταρισμός, κρατισμός, οικονομισμός, αντιποίηση και υποκατάσταση της κοινωνίας, φόβος απέναντι στην κοινωνική δυναμική και σε πιθανές κυβερνητικές ευθύνες, καριερισμός, αυταρέσκεια, σεχταρισμός κ.λπ.). Στη Γαλλία τι είδαμε; Έναν αριστερό λόγο, ο οποίος στηριζόταν κυρίως στην προσωπικότητα ενός ανθρώπου, χωρίς πολιτικό υποκείμενο ή κάποια σοβαρή οργάνωση και του οποίου το πολιτικό πρόγραμμα ήταν κυρίως αλλαγές θεσμικού χαρακτήρα. Έχει αποδειχθεί ιστορικά πως δεν υπάρχει κάποιος θεσμικός ή νομικός δρόμος προς το σοσιαλισμό. Όλες αυτές οι παθογένειες, συν η έλλειψη κουλτούρας συνεργασίας, οδήγησαν στην ήττα της αριστεράς, που ίσως πράγματι έχασε μια ιστορική ευκαιρία.

Το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών ερμηνεύτηκε και ως ευκαιρία για τη σοσιαλδημοκρατία. Είναι τελικά έτσι; Αναγεννιέται από τις στάχτες της;

Η σοσιαλδημοκρατία δεν νομίζω ότι έχει τέτοιες προοπτικές. Ουσιαστικά ανανεώνεται το νεοφιλελεύθερο πρότζεκτ. Τι είναι ο Μακρόν; Ένας νεοφώτιστος Μπλερ, μάλιστα χωρίς κόμμα. Φαίνεται πως η αναποτελεσματικότητα, η διγλωσσία, η κοινωνική αναισθησία της σοσιαλδημοκρατίας οδηγούν σε ένα είδος ανανέωσης του λεγόμενου «κέντρου» με κυρίαρχα χαρακτηριστικά εκείνα της μεταδημοκρατίας, όπου θεωρείται ότι το πολιτικό δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι τίποτε άλλο από το κράτος και τη διαχείρισή του. Διαχείριση που θα διασφαλίζεται στη βάση των κανόνων λειτουργίας των επιχειρήσεων και που θα απαντά στην αριστερά ή στη δεξιά είτε σε εκείνους που λένε «ούτε δεξιά ούτε αριστερά» με το «και αριστερά και δεξιά». Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου για κίνδυνο που θα προκύπτει από την πολιτική διευθέτηση, που θα αδιαφορεί για την ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών, τη δημόσια λογοδοσία ή τον κοινωνικό έλεγχο και νομιμοποίηση. Η τελευταία μάλιστα θα διασφαλίζεται μέσα από αποτελεσματική επικοινωνία (δηλ. «επί (της) -κοινωνίας»), η οποία θα της αρκεί η τυπική στήριξη ενός μικρού μέρους των ψηφοφόρων. Οι γαλλικές εκλογές έδειξαν πως όταν αυτό το ρεύμα, που το είδαμε να δημιουργείται και στη χώρα μας, βρει απέναντί του το φόβητρο που λέγεται ακροδεξιά, θα σαρώσει. Δεν νομίζω λοιπόν ότι κινδυνεύουμε πλέον τόσο από την ακροδεξιά, όσο από την ουσιαστική –όχι τυπική- αδιαφορία προς τη δημοκρατία και τη δυνατότητα, που αυτή δίνει για να αντιμετωπίζουμε τα κοινωνικά προβλήματα που παράγει η σύγχρονη κοινωνία, ο καπιταλισμός.

Πηγή: Η Εποχή