Η Άνγκελα Μέρκελ έχει χαρακτηρίσει “γελοία” και «παράλογη» την αντίληψη ότι εκείνη είναι η ντε φάκτο αρχηγός του δυτικού κόσμου. Η αγωνία της Γερμανίδας καγκελαρίου είναι κατανοητή. Η σύγχρονη Γερμανία δεν έχει καμία επιθυμία να ηγηθεί της Δύσης και δεν είναι αρκετά ισχυρή για να σηκώσει αυτό το βάρος.
Αλλά οι μη ρεαλιστικές προσδοκίες δεν είναι ο μοναδικός λόγος για την ανησυχία της Γερμανίας. Αν η κυρία Μέρκελ κοιτάξει έξω από το γυάλινο κουτί του γραφείου της καγκελαρίας στο Βερολίνο, θα δει προβλήματα στον ορίζοντα από κάθε κατεύθυνση. Ανατολικά βρίσκονται οι απολυταρχικές και γερμανοφοβικές κυβερνήσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας και ανατολικότερα μια εχθρική Ρωσία. Δυτικά είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες του Ντόναλντ Τραμπ. Βόρεια η Βρετανία του Brexit. Και στον Νότο βρίσκονται η Ιταλία και η Ελλάδα, δύο χώρες με προβλήματα, οι οποίες κατηγορούν όλο και περισσότερο τη Γερμανία για τα οικονομικά δεινά τους.
Συνολικά η κατάσταση απειλεί να αναβιώσει έναν παλαιό γερμανικό εφιάλτη: τον φόβο να αποτελείς μια μεγάλη, απομονωμένη δύναμη στο κέντρο της Ευρώπης. Πρέπει να βρίσκεται σε ακόμη πιο γκροτέσκα κατάσταση, γιατί -αντίθετα με αυτό που έγινε τον 20ό αιώνα- η σημερινή μοναξιά της Γερμανίας πολύ λίγο έχει να κάνει με τη μοχθηρή συμπεριφορά της ίδιας της χώρας. Αντίθετα ο κόσμος γύρω από τη Γερμανία είναι που μεταβάλλεται ραγδαία, καθώς ο λαϊκισμός και ο εθνικισμός εξαπλώνονται ραγδαία σε όλη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Φυσικά μπορεί να ασκηθεί κριτική για τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση Μέρκελ διαχειρίστηκε τις κρίσεις με το ευρώ και τους πρόσφυγες. Αυτές οι επικρίσεις είναι πολύ έντονες στη Βαρσοβία, στην Αθήνα και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Αλλά κανένας δεν αμφιβάλλει στα σοβαρά για την αφοσίωση της σύγχρονης Γερμανίας στις φιλελεύθερες αξίες στο εσωτερικό και διεθνώς.
Το πρόβλημα είναι ότι η ακλόνητη αφοσίωση της Γερμανίας σε αυτές τις αξίες φαίνεται να αποτελεί την εξαίρεση στη Δύση και όχι ο κανόνας. Ένας Αμερικανός απεσταλμένος, επιστρέφοντας από το πρόσφατο Συνέδριο Ασφαλείας του Μονάχου, μου είπε ότι «αισθάνθηκα ωραία που βρέθηκα σε μια φυσιολογική χώρα ξανά». Αλλά η γερμανική ομαλότητα είναι πλέον αφύσικη.
Ο κίνδυνος και η ιδιομορφία της θέσης της Γερμανίας υπογραμμίζονται όταν συγκριθεί με τη διεθνή κατάσταση που αντιμετώπισε η χώρα στα μέσα του 2008, αμέσως πριν ξεσπάσει η χρηματοπιστωτική κρίση. Εκείνο το καλοκαίρι ένας χαρισματικός και ιδεαλιστής υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ, ονόματι Μπάρακ Ομπάμα, ήλθε στο Βερολίνο και μίλησε σε ένα τεράστιο και ενθουσιώδες κοινό.
Στη Μόσχα ένας περισσότερο φιλοδυτικός πρόεδρος, ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, διαδέχθηκε τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Με την επέκταση της Ε.Ε. προς τα ανατολικά να έχει ολοκληρωθεί πρόσφατα, η Γερμανία περιβαλλόταν πλέον από φιλικές δημοκρατίες και μέλη του ίδιου μπλοκ. Το ευρώ φαινόταν να λειτουργεί καλά και οι χώρες της νότιας Ευρώπης ευημερούσαν και μοιράζονταν τον ενθουσιασμό της Γερμανίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Βρετανία και η Γαλλία είχαν φιλοευρωπαϊκές κεντρώες κυβερνήσεις.
Λιγότερο από μία δεκαετία αργότερα, όλα αυτά έχουν αλλάξει ριζικά. Για τη Γερμανία οι πιο ανησυχητικές εξελίξεις είναι πιθανώς οι κοντινότερες. Η Ε.Ε. επρόκειτο να αποτελέσει την απόλυτη εγγύηση ενάντια στην επιστροφή της γερμανικής απομόνωσης στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αλλά η Βρετανία ψήφισε για να φύγει. Το Brexit σημαίνει πως η Ε.Ε. χάνει μια χώρα που πάντα ήταν κρίσιμη για την ισορροπία των δυνάμεων στην Ευρώπη. Δημιουργεί επίσης ένα προηγούμενο για πιθανές μελλοντικές αποχωρήσεις. Είναι πλέον σαφές ότι η Ε.Ε. μπορεί πράγματι να διαλυθεί.
Σχεδόν εξίσου ανησυχητική για τη Γερμανία είναι η προοπτική οι χώρες να παραμείνουν στην Ε.Ε., αλλά να μη σεβαστούν τις θεμελιώδεις αξίες και τους οικονομικούς κανόνες της. Η διάβρωση της δημοκρατίας στην Πολωνία και την Ουγγαρία -με την αναζωπύρωση του εθνικισμού- προκαλεί μεγάλη ανησυχία στην κυβέρνηση Μέρκελ, γιατί δεν υπάρχει καμία ξεκάθαρη θεραπεία. Υποτίθεται ότι η Ε.Ε. θα αποτελούσε εγγύηση ενάντια σε κάτι τέτοιο, αλλά δεν τα κατάφερε.
Κατά τις προσεχείς εβδομάδες και μήνες λαϊκιστικά και εθνικιστικά κόμματα θα σημειώσουν ισχυρές επιδόσεις στις εκλογές στην Ολλανδία και τη Γαλλία. Πολλοί στο Βερολίνο φοβούνται ότι η Ε.Ε. θα μπορούσε να καταρρεύσει αν η Μαρίν Λεπέν κερδίσει τη γαλλική προεδρία τον Μάιο.
Εν τω μεταξύ στην Ιταλία το φιλοευρωπαϊκό Κέντρο συρρικνώνεται κάτω από το βάρος της κρίσης του ευρώ. Το λαϊκιστικό και ευρωσκεπτικιστικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων είναι η κύρια αντιπολίτευση και θα μπορούσε να ανέβει στην εξουσία τους επόμενους 12 μήνες. Η ελληνική κρίση χρέους μπορεί σύντομα να αναζωπυρωθεί.
Πολύ ανησυχητικές για τη γερμανική κυβέρνηση είναι επίσης οι εξελίξεις στη Μόσχα και την Ουάσιγκτον. Η Γερμανία ηγήθηκε της ευρωπαϊκής απάντησης στην παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία. Αλλά το τίμημα για αυτό ήταν η μεγάλη αύξηση της εχθρότητας μεταξύ της Γερμανίας της κυρίας Μέρκελ και της Ρωσίας του κυρίου Πούτιν. Δεδομένης της φρικτής ιστορίας του 20ού αιώνα, μια εχθρική σχέση με τη Μόσχα ασκεί ιδιαίτερη ψυχολογική πίεση στο Βερολίνο.
Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η Δυτική Γερμανία μπορούσε τουλάχιστον να προσβλέπει στην ακλόνητη στήριξη των ΗΠΑ. Αλλά στην εποχή Τραμπ δεν μπορεί πλέον να στηριχθεί σε αυτό. Αντίθετα, ο κύριος Τραμπ αντιμετώπισε με φανερή περιφρόνηση την κυρία Μέρκελ και έχει εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τη δέσμευσή του στην ευρύτερη δυτική συμμαχία.
Με τόσα πολλά να πηγαίνουν στραβά για τη Γερμανία, πάρα πολλά εξαρτώνται από τις εκλογές στη Γαλλία. Αν κερδίσει την προεδρία ο φιλοευρωπαίος και φιλογερμανός Εμανουέλ Μακρόν, θα χαρεί το Βερολίνο. Η εκλογή του θα έσπαζε την αυξανόμενη αίσθηση απομόνωσης της Γερμανίας και θα ανανέωνε τις ελπίδες αναβίωσης της Ε.Ε. από μια γαλλογερμανική συνεργασία. Αντίθετα, αν κερδίσει η κυρία Λεπέν, ο εφιάλτης της Γερμανίας θα είναι πλήρης.
Gideon Rachman
Πηγή: Η Αυγή από Financial Times