To δάχτυλο επί των τύπων των ήλων θέτει ο Τάσος Τρίκκας με το καινούργιο του βιβλίο «Οκτωβριανή Επανάσταση 1917-2017: Από το Όραμα στην Πράξη. Κομμουνιστική Διεθνής-Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Ρωγμές στη Μονολιθικότητα», το οποίο αναμένεται να κυκλοφορήσει την επόμενη εβδομάδα από τις εκδόσεις Θεμέλιο και ενδεικτικό απόσπασμά του αναδημοσιεύει σήμερα η «Αυγή» της Κυριακής. Στην κομβική επέτειο των 100 χρόνων από την Οκτωβριανή Επανάσταση, το ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς και συγγραφέας εστιάζει την έρευνά του στην αντίστιξη της Κομμουνιστικής Διεθνούς με το ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα και το αριστερό κίνημα της χώρας μας. Στο βιβλίο του εξετάζει ενδελεχώς τη διαφοροποίηση του ΚΚΕ απέναντι σε καίρια ζητήματα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, αναδεικνύοντας την αυτοτέλειά του. Χαρακτηριστικό τεκμήριο είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε το ΚΚΕ τις οδηγίες της Κ.Δ. για το Μακεδονικό όταν αρνήθηκε να εργαστεί για την ανεξαρτησία της Μακεδονίας και της Θράκης.
Στα αποσπάσματα που προδημοσιεύονται στη συνέχεια συμπυκνώνεται η στόχευση της έρευνας του Τάσου Τρίκκα, η οποία, όπως σημειώνει ο Ηλίας Νικολακόπουλος, ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΕΚΠΑ, «αποτελεί μια αναστοχαστική συμβολή για τα εκατό χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση και μια πραγματική εισφορά για την ιστορία της συγκρότησης του ΚΚΕ κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Δεν επιζητεί τις εύκολες απαντήσεις ούτε παρακάμπτει τις σκοτεινές πλευρές. Στόχος του, να αναδείξει τους σταθμούς, τις αντιφάσεις και τις επιλογές μιας δύσβατης πορείας, με ‘αναβαθμούς και αναστροφές’».
Το μεγάλο ξεκίνημα
Ένα πολιτικό, ιδεολογικό και κοινωνικό κίνημα γεννήθηκε, το οποίο αφύπνισε συνειδήσεις και έφερε στο προσκήνιο της Ιστορίας τεράστιες μάζες από τις υποτελείς τάξεις, που ήταν εκτοπισμένες στο περιθώριο, καταδικασμένες σε μια χαμοζωή. Εργάτες, φτωχοί αγρότες, απόκληροι των πόλεων και της υπαίθρου προσχωρούν στον αγώνα για μια κοινωνία ισότητας, δικαιοσύνης, ελευθερίας. Το φως της ελπίδας καταυγάζει την πορεία τους.
Η πολιτικοποίηση πελώριων λαϊκών μαζών κάτω από τον αστερισμό του ρωσικού Οκτώβρη· αυτό ήταν το μεγάλο κατόρθωμα της Επανάστασης. Η πολιτικοποίηση, η αναβάθμιση της πραγματικότητας, όπου το αυτονόητο γίνεται πρόβλημα για σκέψη και για δράση και όπου το άτομο εγκαλείται να συγκροτηθεί ως υποκείμενο ελευθερίας για τον μετασχηματισμό του κόσμου.
Αποτίμηση
Αναπόσπαστο μέρος του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, με τη δική του φυσιογνωμία και ιδιαίτερη υπόσταση, χαρακτηρίζεται από μια εσωτερική λαογενή δυναμική αυτοτέλειας. Στο πλαίσιο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας ακολουθεί τη γενική πολιτική της, αλλά ταυτόχρονα ψηλαφεί, αναζητεί συχνά έναν δικό του δρόμο. Είναι το «Ελληνικό Τμήμα» της Διεθνούς, όχι όμως μια απλή απόφυσή της. Η εικόνα του «υπάκουου κόμματος» που θέλησαν να διαμορφώσουν οι αντίπαλοί του, άλλα και το ίδιο σε μεγάλο βαθμό δημιούργησε μέσα σε ορισμένες συνθήκες, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα – είναι μια εύκολη γενίκευση, βασισμένη στην ιστορική συγκυρία.
Κομμουνιστική Διεθνής και Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος βαδίζουν στον ίδιο δρόμο, όχι όμως και στην ίδια «κυκλοφοριακή λωρίδα». Οι σχέσεις τους, στενές, σε μόνιμη διαλεκτική ένταση, αφήνουν να διαφανεί η ύπαρξη δύο γραμμών, ομόλογων, παράλληλων αλλά όχι ταυτόσημων.
Η δύναμη της αυτοτέλειας
Δύο γραμμές
Η πορεία του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ πραγματοποιείται κάτω από τον αστερισμό της Κομμουνιστικής Διεθνούς, δεν είναι όμως αυτό απλή «απόφυση» της Διεθνούς. Η διαλεκτική ένταση ανάμεσα στη λαογενή δύναμη που αποτέλεσε το ΚΚΕ, από τη μία, και την ισχυρή επίδραση -και επέμβαση- της Κ.Δ., από την άλλη, σφραγίζουν την ιστορική διαδρομή του.
Το ΣΕΚΕ/ΚΚΕ ακολουθεί πιστά τις αποφάσεις και τις «οδηγίες» της Κ.Δ. Το κόμμα, η ηγεσία, οι οργανώσεις του δεν περιορίζονται όμως στην απλή διεκπεραίωση των «καθηκόντων» που ορίζει η Κ.Δ. Έπρεπε αυτά να «φιλτραριστούν» μέσα από τον ηθμό της ελληνικής πραγματικότητας, που αποτελούσε το πεδίο εφαρμογής της γενικής «γραμμής». Στο μέτρο της επιτυχίας αυτής τής διήθησης, η εγχώρια, λαογενής Αριστερά διατηρούσε και ανέπτυσσε, μέσα σε προκαθορισμένα όρια, την αυτοτέλειά της. Από τη διήθηση και τη διάθλαση των κατευθύνσεων και των αποφάσεων της Κ.Δ., κατά την πρόσληψη και εφαρμογή τους από τα εγχώρια κομματικά όργανα διαμορφώνεται μια σχετική «παραλλαγή», πάντοτε «εντός ορίων», της γενικής γραμμής της Κ.Δ.· παραλλαγή ισοδύναμη με μια δεύτερη, ιδιαίτερη γραμμή του ΚΚΕ. Η διερεύνηση της όσμωσης και της διαλεκτικής έντασης ανάμεσα στις δύο γραμμές αποτελεί σταυρικό ζήτημα στη μελέτη του ελληνικού κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος.
Η ιδιαίτερη γραμμή του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ, όποτε διαμορφώνεται και παρουσιάζεται, αποτελεί εκδήλωση της «δυναμικής της αυτοτέλειας», που το χαρακτηρίζει, παρά την αντίθετη εικόνα που έτεινε να επικρατήσει στο ελληνικό κομμουνιστικό και αριστερό κίνημα. Η ετερότητα εκατέρωθεν δεν καταλύεται, παρά τους ισχυρούς ιδεολογικούς και πολιτικούς δεσμούς.
Χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία είναι δυνατό να εντοπιστεί η ύπαρξη των «δύο γραμμών». Στο Μακεδονικό ζήτημα εκδηλώνεται με την αντίσταση στις αποφάσεις της ΒΚΟ-Κ.Δ. (Η τελική αποδοχή τους ήταν αναπότρεπτη, εφόσον το ΚΚΕ ήθελε να παραμείνει στην Κ.Δ.). Και στην ίδια συνάφεια το ΚΚΕ δεν δέχεται να προσφέρει υλική βοήθεια (βάσεις σε ελληνικό έδαφος, εξοπλισμό) στο Κ.Κ. Βουλγαρίας, που προετοίμαζε εξέγερση (1923) και αψηφά σχετική απόφαση της Διεθνούς. Μπορεί κανείς να επισημάνει και άλλες ανάλογες «αποκλίσεις» από τη γραμμή της Κ.Δ. Ανάμεσά τους είναι η απόφαση του ΣΕΚΕ/ ΚΚΕ για την πολιτική της «μακράς και νομίμου υπάρξεως», όπως και η απουσία -έως αντίθεσή του- στη γενικότερη προσπάθεια των Κ.Κ. για το «Ενιαίο Μέτωπο». Αλλά και στην «εσωκομματική πάλη χωρίς αρχές», οι δύο αντίπαλες ομάδες της ηγεσίας του ΚΚΕ ερμηνεύουν η καθεμία με τον δικό της τρόπο τη γραμμή της Κ.Δ. για την «Τρίτη Περίοδο» -τη γενική απεργία-, ώστε να την παραλλάσσουν ουσιαστικά. Στην ίδια συνάφεια εντάσσεται επίσης η αρχική δισημία της στάσης του ΣΕΚΕ στο θέμα της ένταξης στην Κ.Δ., η οποία παρακολουθείται για ορισμένο χρονικό διάστημα από την τήρηση αποστάσεων από τη Διεθνή και τις αποφάσεις της.
Η δυναμική της αυτοτέλειας, που εκφράζεται σ’ αυτές τις «αποκλίσεις», οι «παραλλαγές» της γενικής γραμμής, ενισχύεται από το γεγονός ότι για το νεότευκτο κόμμα, με την αδιαμόρφωτη φυσιογνωμία και τις χαλαρές δεσμεύσεις, είναι ακόμη πιο ανοιχτός ο ορίζοντας των επιλογών του και της διαμόρφωσης της πολιτικής του. Στα τέλη της δεκαετίας του ’20 η κατάσταση δεν θα είναι ίδια. Η Κ.Δ., που ώς τότε ήταν ακόμη «και Διεθνής, και Κομμουνιστική» (Άγγελος Ελεφάντης), θα έχει υποστεί ριζική αλλαγή με την πλήρη επικράτηση της σταλινικής ηγεσίας.
Παρ’ όλα αυτά, η αντοχή της δυναμικής της αυτοτέλειας του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος είναι μεγάλη. Θα υποδηλώσει την παρουσία της και αργότερα, στη νέα φάση που θα ακολουθήσει μετά την ολοκλήρωση της «μπολσεβικοποίησης» και την επέμβαση της Κ.Δ. στο ΚΚΕ με το διορισμό ηγεσίας, το 1931. Το πολυσυζητημένο «γράμμα» του Νίκου Ζαχαριάδη, όταν έγινε η εισβολή της φασιστικής Ιταλίας στην Ελλάδα, τεκμηριώνει την ιδιαίτερη γραμμή του ΚΚΕ στην τόσο κρίσιμη ιστορική καμπή.
Η Κ.Δ. θα «αυτοδιαλυθεί» το 1943, αλλά το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα θα εξακολουθήσει να έχει ένα «διεθνές κέντρο» που θα είναι το «Διεθνές Τμήμα» του ΚΚΣΕ. Το ΚΚΕ θα ακολουθεί με συνέπεια τις «οδηγίες» του – ο τρόπος της οργανωτικής σύνδεσης μαζί του δεν αποτελεί πρόβλημα. Η εμπεδωμένη πειθαρχία του ΚΚΕ στις κατευθύνσεις της Κ.Δ. και του ΚΚΣΕ έχει ως αποτέλεσμα, και στη νέα φάση, τον αταλάντευτο «σεβασμό» των αποφάσεων που το αφορούν, όπως η επιλεγόμενη «συμφωνία της Γιάλτας». Όμως, η συμμόρφωσή του με τις κατευθύνσεις που υπαγορεύονται στα διάφορα Κ.Κ. δεν εξαφανίζει το πνεύμα της «παραλλαγής» τους, που εμποδίζει την ισοπέδωση του ελληνικού αντιφασιστικού κινήματος μέσα στη μέγγενη της «ενότητας του αντιφασιστικού αγώνα», όπως συνέβη με άλλα κομμουνιστικά κόμματα. Ο αγώνας της αντίστασης, που εμπνέεται και διευθύνεται από τους Έλληνες κομμουνιστές, δεν γνωρίζει «στεγανά» ανάμεσα στο στόχο της εθνικής απελευθέρωσης και την προέκτασή του στο πεδίο της κοινωνικής απελευθέρωσης. Και το νήμα της δυναμικής της αυτοτέλειας συνεχίζεται, στη μεταπολεμική περίοδο, με τη «θεωρία των δύο πόλων» που ανέπτυξε ο Νίκος Ζαχαριάδης μετά την επιστροφή του από το στρατόπεδο του Νταχάου· ένα πολιτικό άνυσμα υπέρβασης των δεσμεύσεων για την Ελλάδα από τη «συμφωνία της Γιάλτας».
Πόλυ Κρημνιώτη
Πηγή: Η Αυγή