Συνεντεύξεις

Άγγελος Σεριάτος: «Βλέπουμε ξανά την πλήρη αποευθγράμμιση των εκλογέων από προηγούμενες εκλογικές προτιμήσεις τους»

Ο Άγγελος Σεριάτος μιλά για τη στρατηγική των κοινοβουλευτικών κομμάτων για το 2025, σε ένα πολιτικό τοπίο κατακερματισμού προτιμήσεων και δυνάμεων και όπου «ο κύριος υποδοχέας της αντισυστημικής δυσαρέσκειας είναι το υπερσυντηρητικό τόξο που κυριαρχείται από δυνάμεις της μισαλλόδοξης, ρατσιστικής Άκρας Δεξιάς»
 
Το 2024 ήταν μια χρονιά με πολλές πολιτικές αναταράξεις και τα κόμματα προετοιμάζονται να μπουν στο 2025 με μια στρατηγική που θα τα σταθεροποιήσει. Μπορούν να καταφέρουν κάτι τέτοιο; Που βρισκόμαστε;
 
Τα στοιχεία συνθέτουν μια εικόνα κατακερματισμού προτιμήσεων και δυνάμεων, αντίστοιχη του 2012. Στο κομματικό μας σύστημα, ξεχωρίζει η ΝΔ, με επιρροή, ωστόσο, που δεν εντυπωσιάζει. Την ίδια στιγμή, οι δυνάμεις της Άκρας Δεξιάς εμπεδώνονται ως χώρος με διακριτή παρουσία, η κρίση στο αριστερό ημισφαίριο επιμένει, ενώ συνολικά έντεκα κομματικοί σχηματισμοί διεκδικούν την εκπροσώπησή τους στο κοινοβούλιο. Και αυτή η συνθήκη τεκμηριώνει ότι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δεν ήταν προϊόν μιας κυρίως «χαλαρής», προσωρινά τιμωρητικής διάθεσης των ψηφοφόρων, αλλά προάγγελος ενός νέου υπό διαμόρφωση τοπίου.
 
 
Το 2012 ήταν μια μακρά κινηματική περίοδος, με συσσωρευμένη οργή και έντονη κινητικότητα. Υπάρχουν σήμερα αυτές οι συνθήκες;
 
Πράγματι εκείνη η περίοδος που χαρακτηρίστηκε και από έναν διπλό εκλογικό σεισμό συνοδεύτηκε από μαζικές κινητοποιήσεις, στοιχείο που εκλείπει σήμερα. Οι δύο περίοδοι μοιράζονται, εν τούτοις, μια κοινή διαδικασία: την πλήρη αποευθγράμμιση των εκλογέων από προηγούμενες εκλογικές προτιμήσεις τους. Στη νέα, όμως κατάσταση, ο κύριος υποδοχέας της αντισυστημικής δυσαρέσκειας είναι το υπερσυντηρητικό τόξο που κυριαρχείται από δυνάμεις της μισαλλόδοξης, ρατσιστικής Άκρας Δεξιάς, και όχι όπως τότε η ριζοσπαστική Αριστερά.
 
 
Βλέπουμε τα κόμματα του Βελόπουλου και της Λατινοπούλου να αυξάνουν συνεχώς δυνάμεις, χωρίς να λειτουργούν μάλιστα σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Ποια η εκτίμησή σου;
 
Αθροιστικά, τα κόμματα που βρίσκονται δεξιότερα της ΝΔ προσεγγίζουν στις μετρήσεις εκλογικής επιρροής το 20%, παρουσιάζοντας όχι μόνο ανθεκτικότητα αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτή της Ελληνικής Λύσης και της Φωνής Λογικής, και δυναμική ανόδου. Εκτιμώ πως παρά την έλλειψη μιας ηγετικής φυσιογνωμίας στον ακροδεξιό χώρο κατά κανένα τρόπο δεν μπορεί να αποκλειστεί η σύγκλιση ορισμένων εξ αυτών των δυνάμεων. Το «παράθυρο ευκαιρίας» για τη συγκρότηση ενός ενιαίου πολιτικού φορέα κυβερνητικής κλίσης στο ακροδεξιό χώρο είναι το μεγαλύτερο από τη μεταπολίτευση και μετά. Αυτοί οι σχηματισμοί παρουσιάζουν εντυπωσιακή ανθεκτικότητα τα τελευταία χρόνια, την ίδια στιγμή που «οι κακοί» του χώρου «βρίσκονται στη φυλακή», συμβάλλοντας στην εμπέδωση μιας αντίληψης ότι οι υπόλοιπες συναφείς δυνάμεις εκφράζουν έναν αγνό αντισυστημικό πατριωτισμό. Ταυτόχρονα, η άνοδος αυτών των κομμάτων στον ευρωπαϊκό χώρο ενισχύει την απενοχοποίηση τέτοιων εκλογικών επιλογών, δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες για πειραματισμό των εκλογέων σε μια τέτοια κατεύθυνση, ιδίως στην Ελλάδα που επικρατεί η αντίληψη πως ριζοσπαστικές λύσεις με αριστερό προσανατολισμό δοκιμάστηκαν και απέτυχαν.
 
 
Η ατζέντα της ακροδεξιάς είναι κυρίαρχη και η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί όλο και περισσότερο να την υιοθετεί ώστε να ελέγξει τις διαρροές από τα δεξιά της. Το καταφέρνει;
 
Όχι επαρκώς, και αυτό επαληθεύεται από την μελέτη της συσπείρωσης της αλλά και της κατεύθυνσης των εκροών της. Η ΝΔ έχει μία συσπείρωση πέριξ του 60%, σημειώνοντας τις μεγαλύτερες απώλειες εκλογέων προς την Άκρα Δεξιά και δευτερευόντως προς τη ζώνη των αναποφάσιστων και το ΠΑΣΟΚ. Η μέχρι πρότινος κίνηση της ΝΔ προς τους μετριοπαθέστερους ψηφοφόρους ήταν κίνηση υψηλού ρίσκου γιατί έθετε αν αμφιβόλω τις σχέσεις του κόμματος με παραδοσιακά υπερσυντηρητικά κοινά του. Την τελευταία περίοδο επιδιώκεται η ανάδειξη μιας πιο οικείας προς αυτούς τους ψηφοφόρους ατζέντας, με εστίαση στην εξωτερική πολιτική της χώρας και τα λεγόμενα εθνικά θέματα. Ωστόσο, δεν είμαι βέβαιος πως τέτοιες κινήσεις βραχέως ορίζοντα, χωρίς αντίστοιχη αντιμετώπιση της κυριότερης πρόκλησης, δηλαδή της ακρίβειας μπορούν να αποδώσουν. Η εμπέδωση της Άκρας Δεξιάς δεν σχετίζεται κυρίως ή αποκλειστικά με την υιοθέτηση μιας πιο φιλελεύθερης ατζέντας από την ΝΔ αλλά και με την κρίση εκπροσώπησης και με τα αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής.
 
 
Η Νέα Δημοκρατία θέλει να εκπροσωπήσει τη «σταθερότητα». Έχει περιθώρια να το κάνει με τη φθορά που έχει υποστεί;
 
Κατά τη διάρκεια της μετά-ΣΥΡΙΖΑ εποχής η μόνη σταθερή μεταβλητή στο κομματικό μας σύστημα είναι η Νέα Δημοκρατία. Υπό αυτή την έννοια, το κυβερνών κόμμα διαθέτει σημαντικό απόθεμα εκπροσώπησης του αιτήματος για σταθερότητα. Ωστόσο, το αίτημα για σταθερότητα κατά την πρώτη μεταμνημονιακή περίοδο και το αίτημα για σταθερότητα σήμερα έχουν διαφορετικό περιεχόμενο, γιατί συνοδεύονται από άλλα επίδικα και προσδοκίες. Η ΝΔ έχει πράγματι υποστεί σημαντική φθορά και η αίσθηση κυριαρχίας της οφείλεται κυρίως στον κατακερματισμό των δυνάμεων του αριστερού ημισφαιρίου και της Άκρας Δεξιάς και δευτερευόντως στην ανθεκτικότητα της ίδιας τα τελευταία χρόνια. Πάντως, και παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, δείχνει πως διαθέτει σημαντικές ποσότητες καύσιμης ύλης στο δρόμο προς τις επόμενες εκλογές.
 
 
Το ΠΑΣΟΚ το 2024 βρέθηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επανεξελέγη ο Ν. Ανδρουλάκης και προσπαθεί να κυριαρχήσει στην ατζέντα. Μπορεί να το καταφέρει; Διότι δημοσκοπικά δεν φαίνεται να έχει μεγάλη ορμή.
 
Συνολικά το 2024 ήταν μια σαφώς θετική χρονιά για το ΠΑΣΟΚ. Το ιστορικό κόμμα πέτυχε όχι μόνο να ανακάμψει αλλά και να εμπεδωθεί ως δεύτερη πολιτική δύναμη στο κομματικό σύστημα. Ωστόσο, οι προκλήσεις για το κόμμα τώρα ξεκινάνε. Η εξαιρετικά υψηλή συσπείρωση άνω του 85% που καταγράφει το ΠΑΣΟΚ στις μετρήσεις, τεκμηριώνει ότι από εδώ και στο εξής θα χρειαστεί να πείσει εκλογείς που δεν το προτίμησαν στις τελευταίες εκλογές. Και αυτό δεν αποτελεί μια εύκολη άσκηση, ιδίως για ένα κόμμα που εκ των πραγμάτων δυσκολεύεται να παρουσιαστεί ως «νέο» στο πολιτικό σκηνικό. Δεύτερον, ο Νίκος Ανδρουλάκης, τουλάχιστον προσώρας, δεν προσλαμβάνεται από σημαντικό τμήμα εκλογέων ως το πρόσωπο που μπορεί να αμφισβητήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και τρίτον, το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως άφησε ένα σημαντικό πολιτικό αποτύπωμα, το οποίο σήμερα λειτουργεί ως αντίσταση στην άνοδο του ΠΑΣΟΚ: ο μεγαλύτερος όγκος των ψηφοφόρων που εγκατέλειψε τον ΣΥΡΙΖΑ από το 2019 και έπειτα δυσκολεύεται να ευθυγραμμιστεί, έστω και κριτικά, με το ΠΑΣΟΚ.
 
 
Ο ΣΥΡΙΖΑ το 2024 βίωσε πολλαπλές κρίσεις και τώρα, υπό την προεδρία του Σ. Φάμελλου, προσπαθεί να επανεκκινήσει, χωρίς να ξέρει βέβαια από που να αρχίσει. Υπάρχουν περιθώρια να επανακάμψει ο ΣΥΡΙΖΑ;
 
Η εκλογή του Σωκράτη Φάμελλου στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ νομίζω πως αποτέλεσε τομή με την έννοια ότι τερματίστηκε μια μακρόχρονη περίοδος κρίσης για το κόμμα. Μέχρι να συμβεί όμως αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ήδη απωλέσει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ οι διασπάσεις του οδήγησαν στην δημιουργία δύο νέων κομμάτων. Σε αυτή τη φάση, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει απωλέσει περισσότερους από τους μισούς ψηφοφόρους που τον στήριξαν κατά τις βουλευτικές εκλογές του 2023 (18%). Ωστόσο, ο τερματισμός της περιόδου περιδίνησης που σφραγίστηκε με την εκλογή του νέου προέδρου δείχνει να βάζει φρένο στην δημοσκοπική καθίζηση. Αυτός όμως ήταν αναμφίβολα ο πρώτος στόχος. Ο δεύτερος και μεγαλύτερος, αυτός της επανάκαμψης του ΣΥΡΙΖΑ, είναι μια διαφορετική και εξαιρετικά πιο σύνθετη άσκηση.
 
 
Η Νέα Αριστερά, από την άλλη, δεν έχει καταφέρει να πείσει κόσμο να τον εκπροσωπήσει. Έχω την αίσθηση ότι σε ευρύτερα στρώματα δεν έχει καταφέρει να διαφοροποιηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε να πείσει γιατί δεν επιστρέφει τώρα που δεν είναι πια ο κ. Κασσελάκης πρόεδρος. Τα περιθώρια είναι περιορισμένα έως τις εκλογές του 2027. Έχει δυνατότητες να ξεχωρίσει;
 
Η Νέα Αριστερά είναι ένα κόμμα που δημοσκοπικά κινείται στα επίπεδα των επιδόσεων του κατά τις τελευταίες ευρωεκλογές, δηλαδή πέριξ του 2,5%. Σε αυτή τη φάση, είναι σαφές πως το κόμμα δεν παρουσιάζει δυναμική. Ενδεικτικό τούτου, είναι και το γεγονός πως δεν κατάφερε να πείσει εκλογείς που απογοητεύτηκαν τον τελευταίο χρόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ ότι αποτελεί μια εναλλακτική αριστερή λύση στην οποία μπορούν να στηριχθούν. Εκτιμώ πως η Νέα Αριστερά δεν έχει καταφέρει να συγκροτήσει μια στρατηγική αφήγηση που θα της επέτρεπε σε πρώτη φάση να αποτελέσει ένα διακριτό πόλο αριστερής συσπείρωσης. Ο βαθμός δυσκολίας άλλωστε μιας τέτοιας προσπάθειας είναι πολύ υψηλός, δεδομένου ότι η Νέα Αριστερά είναι ένα κόμμα που δημιουργήθηκε στη βάση διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ της μεγάλης ήττας του 2023. Ένας τέτοιος σχηματισμός είναι εξαιρετικά δύσκολο να επανασυστηθεί στην κοινωνία ως κάτι «νέο». Σε κάθε περίπτωση, νομίζω πως πολύ σύντομα θα γνωρίζουμε αν το εγχείρημα μπορεί να κομίσει κάτι πολιτικά και κοινωνικά χρήσιμο και άρα να εμφανίσει και ανθεκτικότητα στη μακρά περίοδο.
 
 
Η Πλεύση Ελευθερίας, από την άλλη, εδραιώνει την παρουσία της στα σόσιαλ μίντια, έχει καταφέρει να εκπροσωπήσει κοινωνικούς αγώνες, όπως οι κινητοποιήσεις των εποχικών πυροσβεστών, αλλά και τα Τέμπη και αυξάνει δημοσκοπικά την επιρροή της. Ένα τόσο προσωπαγές κόμμα, χωρίς οργανωτική δομή μπορεί να παίξει ρόλο;
 
Η Πλεύση Ελευθερίας παρουσιάζει σημαντική ανθεκτικότητα, ενδεχομένως και δυναμική περαιτέρω ανάπτυξης. Μάλιστα, η διείσδυσή της στους νέους εκλογείς είναι εντυπωσιακή. Το κόμμα χαρακτηρίζεται από εξαιρετική επικοινωνιακή στρατηγική: Έχει πλήρη επίγνωση των δυνατοτήτων αλλά και των περιορισμών και γι’ αυτό επιλέγει με μεθοδικότητα τις μάχες που δίνει, όπως για παράδειγμα αυτή που αφορά στην τραγωδία των Τεμπών. Θα δούμε πως θα εξελιχθεί το φαινόμενο.
 
 
Το ΚΚΕ αυξάνει σταθερά τα ποσοστά του, από τους απογοητευμένους αριστερούς ψηφοφόρους. Μπορεί να συνεχίσει να επιλέγει να είναι εκτός πολιτικού παιχνιδιού ή θα πιεστεί να κάνει συμμαχίες, πρώτα και κύρια κοινωνικές, και επομένως να αλλάξει τακτική;
 
Το ΚΚΕ δείχνει εντυπωσιακή ανθεκτικότητα. Μένει να δούμε αν αυτή καταγραφόμενη διεύρυνση της επιρροής του κόμματος θα έχει προσωρινά ή πιο μόνιμα χαρακτηριστικά. Σε κάθε περίπτωση, το ΚΚΕ λειτουργεί αυτή την περίοδο ως επιλογή αξιοπιστίας και συνέπειας για σημαντική μερίδα του κόσμου της Αριστεράς, ο οποίος βρίσκεται σε μια κατάσταση ματαίωσης ή αναμονής. Νομίζω πως και γι’ αυτή την περίπτωση θα χρειαστεί να περιμένουμε τις εξελίξεις της επόμενης περιόδου.
 
Ιωάννα Δρόσου