Συνεντεύξεις

Μάρω Δούκα: Η σχέση μου με την Αριστερά, σχέση ζωής

Ομολογουμένως μία εκ των πιο σημαντικών λογοτεχνών της χώρας, η Μάρω Δούκα δεν παύει σε τακτά χρονικά διαστήματα να μας προσφέρει απολαυστικά αναγνώσματα επηρεασμένα από το κοινωνικό γίγνεσθαι.
 
Γεννήθηκε στα Χανιά, το 1947. Δύσκολοι καιροί. Από το 1966 ζει στην Αθήνα. Τέλειωσε το Ιστορικό και Αρχαιολογικό στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Το 1974 εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο. Και συνεχίζει τη διαδρομή της. Έχει εκδώσει 19 βιβλία. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία. Έχει μεταφραστεί σε κάμποσες γλώσσες. Η έγνοια της πάντα οι ανήμποροι και οι φτωχοί. Ελπίδα της ο πολιτισμός που επιμένει.
 
Τελευταίο πόνημα της συγγραφέως, το «Φελιτσιτά», από τις εκδόσεις Πατάκη. Στη συζήτηση που ακολουθεί φωτίζονται πλείστες όσες πλευρές του βιβλίου – για το πώς η οικογένεια του εξηντάχρονου Κωνσταντίνου Καβουράκη ή Κάβουρα αντιδρά στη φυγή του ύστερα από χειροδικία κατά της γυναίκας του αλλά και τη βίαιη αντίδραση ενός εκ των παιδιών του εναντίον του. Μια ζωή ταλαίπωρος εμποροϋπάλληλος, κάτοικος Σεπολίων, δραπετεύει συνειδητά στο κέντρο της Αθήνας, στην Αιόλου, ενώ ανακαλύπτει ολόκληρη αυλή των θαυμάτων στην πίσω πλευρά της μεγάλης πόλης. Η αγωνία της καθημερινής επιβίωσης, οι κακουχίες και η νοσταλγία για το σπίτι του, τα τρία παιδιά του και τα σαράντα χρόνια γάμου.
 
 
 
 
Γιατί ο τίτλος «Φελιτσιτά»;
 
Είχα αρχίσει να γράφω, να φαντάζομαι τους ήρωες, τη μητέρα, τον πατέρα και τα τρία παιδιά σε μια γειτονιά της Αθήνας, χωρίς να γνωρίζω τον τίτλο. Ο τίτλος άρχισε να επικρατεί σε αντίστιξη, θα έλεγα, με τη διαδρομή του πατέρα που ήθελε να είναι ευτυχισμένος, αλλά οι συγκυρίες της ζωής και πιο συγκεκριμένα ο χαρακτήρας του, τα πειραγμένα νεύρα του, δεν τον άφηναν να χαρεί. Tο «φελιτσιτά» (ευτυχία στα ιταλικά) συνδέεται και με τη μαυρόασπρη γάτα στον λογότυπο της γατοτροφής «Φέλιξ» (ευτυχής). Κι αυτή η μαύρη γάτα με τις άσπρες βούλες κατοικοεδρεύει στον ίδιο δρόμο όπου οι συγκυρίες τον έφεραν να επιλέξει για να «μετοικήσει», κοντά τον ναό της αγίας Ειρήνης, στο Μοναστηράκι. Έπειτα, καθώς προχωρούσα, με τον ίδιο τίτλο να με τριγυρίζει, θυμήθηκα το ιταλικό τραγούδι «Φελιτσιτά» με τον Αλ Μπάνο και τη Ρομίνα Πάουερ, μεγάλη επιτυχία της εποχής, εκεί γύρω στα 1981. Θέλω εδώ να πω ότι ένα βιβλίο όσο γράφεται επανατοποθετείται… ώσπου να έρθουν να δέσουν και να μονιάσουν οι λεπτομέρειες που θα το βοηθήσουν να υπάρξει.
 
 
Μιλήστε μας λίγο για την οικογένεια Κωνσταντίνου Καβουράκη ή Κάβουρα. Θα την ορίζατε ως μια τυπική νεοελληνική οικογένεια;
 
Δεν θα τολμούσα να την χαρακτηρίσω τυπική… Aν και στην ορατή καθημερινότητά της θα μπορούσε να μας ξεγελάσει. Το πρωί όλοι στη δουλειά, το απόγευμα στο σπίτι, σπανίως ακούγονταν οι φωνές τους έξω στον δρόμο. Ξεκίνησα να γράφω με την εικόνα ενός παραδαρμένου άντρα με πολλά αποθέματα αγάπης και πλούτο συναισθημάτων μέσα του, αλλά που οι συνθήκες της καθημερινότητας τού μαύριζαν την ψυχή. Δίπλα του, αλλά και πολύ μακριά του, η γυναίκα του, που δυσκολευόταν πολύ να την κουμαντάρει. Τα παιδιά του, επίσης, στον δικό του κόσμο το καθένα, ανεξάρτητα και αποξενωμένα.
 
 
Πείτε μας για τη μενταλιτέ του Καβουράκη. Τον θεωρείτε φαλλοκράτη και βίαιο;
 
Έχω ήδη δώσει το στίγμα του, αυτό που ήθελα να προσθέσω είναι ότι ούτε φαλλοκράτη ούτε βίαιο τον είχα φανταστεί. Η ίδια η αφήγηση, όμως, οι κανόνες της μυθοπλασίας, που δεν ορίζονται ακριβώς, με οδηγούσαν σ’ έναν παραπονεμένο, θυμωμένο άντρα, με πολλά τραύματα, ορφανό από μητέρα, με τον μικρόαδελφό του τραυματισμένο θανάσιμα από αυτοκίνητο, μια εικόνα που δεν μπορεί να τη σβήσει από μέσα του, και όσο περνούν τα χρόνια, όλο και πιο επίμονα τον τριγυρίζει. Είναι επίσης και η συναισθηματική καχεξία του, δεν είναι ευχαριστημένος από τον εαυτό του, από τη δουλειά του, σε αντίθεση με τη γυναίκα του την «ωραία Ελένη». Η ζήλεια του είναι ψυχοφθόρα. Προσπαθεί, αλλά δεν μπορεί να βάλει σε μια τάξη τα συναισθήματά του.
 
 
Συνειδητά ο Καβουράκης βγαίνει στην αστεγία;
 
Στην αρχή, στο πρώτο βράδυ της «εξόδου» του, όχι βέβαια, δεν είναι αποφασισμένος να φύγει συνειδητά. Έπειτα, καθώς η αδιαφορία της γυναίκας του τον διαποτίζει, αφήνεται στο βουητό μέσα του που δεν τον βοηθάει να σκεφτεί ψύχραιμα. Όσο περνούν οι μέρες, όμως, αποξεχνιέται, αρχίζει να απολαμβάνει, να χαζεύει την πολύβουη ερημιά που τον κυκλώνει. Έρχονται στιγμές που αισθάνεται ήσυχος, προστατευμένος από τη μοναξιά του, τον ευχαριστεί που γλίτωσε από το αφεντικό του και το προγραμματισμένο καθημερινό πήγαινε-έλα…
 
 
Μιλήστε μας για την αντίδραση των τριών παιδιών απέναντι στη συμπεριφορά του πατέρα.
 
Τα παιδιά έχουν βαρεθεί τους καβγάδες, δεν αντέχουν τις κρίσεις ζήλειας του πατέρα, δεν μπορούσαν να υποφέρουν την καθημερινότητα με τους γονιούς, αν και τους αγαπούν, στο πλαίσιο, βέβαια, του δυνατού. Και τα τρία παιδιά, τα δυο αγόρια, ο Παύλος και ο Βαγγέλης και το κορίτσι, η Παρασκευή (Βούλα στο όνομα της μητέρας της Ελένης), έχουν ή προσπαθούν να έχουν τη δική τους ζωή, τα δικά τους σχέδια, τα δικά τους όνειρα. Πρέπει να πω επίσης ότι αν και τον λυπούνται τον πατέρα τους, έχουν οδηγηθεί από τη συμπεριφορά του να αδιαφορούν για την τύχη του, να τον θεωρούν βάρος. Παρόλα αυτά, τα αγόρια του προσπάθησαν να τον λογικέψουν χωρίς αποτέλεσμα, σε αντίθεση με τη Βούλα, που όχι μόνο αδιαφορεί, κι ας ταράζεται μέσα της, αλλά και όταν πέφτει μια μέρα μπροστά του, βιάζεται να απομακρυνθεί… αυτή είναι η άμυνά της.
 
 
Η Βούλα είναι αλήθεια ευτυχισμένη που άφησε το Πανεπιστήμιο για να ανοίξει κομμωτήριο;
 
Ποιος είναι στ’ αλήθεια ευτυχισμένος, ας πω ότι της αρέσει που κάθε μέρα έχει να λούσει, να κουρέψει τις πελάτισσες, να βάψει μια φορά τον μήνα τα μαλλιά τους. Και όλο αυτό έχει να κάνει με το ταμείο της. Προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της ότι οφείλει να είναι ικανοποιημένη, ζει όμως διαρκώς με σχέδια και ονειροπολήσεις, τίποτα δεν θέλει… μόνο ένα διαμερισματάκι κι ένα ιδιόκτητο κομμωτήριο, ενώ βαθιά μέσα της, χωρίς να το ομολογεί, χωρίς να το παραδέχεται, ξέρει ότι αυτό όχι μόνο είναι πολύ δύσκολο, αλλά είναι και ουτοπία. Δεν πτοείται, όμως, την ευχαριστεί να φαντάζεται, να χαίρεται με τις σκέψεις της, να καμαρώνει με τις ονειροπολήσεις, λατρεύει την ιστορία, υπάρχει στη ζωή της η ανάγνωση που την ταξιδεύει στα πίσω χρόνια…
 
 
Το «Φελιτσιτά» του Αλ Μπάνο και της Ρομίνα Πάουερ είναι το σάουντρακ του έργου;
 
Ναι. Θα πρόσθετα μάλιστα ότι είναι η σκαλωσιά του κειμένου. Μια σκαλωσιά έτοιμη από στιγμή σε στιγμή να πέσει. Να πω ότι όσο ανθρώπινοι και τρυφεροί είναι οι στίχοι αυτής της μεγάλης επιτυχίας, άλλο τόσο τρωτοί και ανεδαφικοί είναι.
 
 
Αισθανόμαστε πως ο Καβουράκης είναι ο φακός της συγγραφέως για τον κόσμο των αστέγων, τις συμπεριφορές και τον τρόπο ζωής τους.
 
Ας πούμε ναι, είναι όμως και τα ζητούμενα της μυθοπλασίας. Το ένα φέρνει το άλλο, οι συμπεριφορές και ο τρόπος τη ζωής επιβάλλεται από την καθημερινότητα και τις ανάγκες της… Τη συμπεριφορά και τον τρόπο ζωής των αστέγων, των βασανισμένων, δεν τα έχω βέβαια «σπουδάσει», είμαι όμως σε θέση να εστιάσω στους ήρωές μου και εντελώς αβίαστα να αρχίσω να τους φαντάζομαι.
 
 
Δηλώσατε πως «και αδύναμοι είμαστε και ασύνταχτοι». Πώς μπορούμε να το αλλάξουμε αυτό;
 
Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε και γιατί το είπα αυτό. Το κεντρικό, πάντως, νόημά του δεν διαφέρει και πολύ από τη θέση της Αριστεράς μέσα στην κοινωνία. Και αδύναμοι είμαστε και ασύνταχτοι… Σαν να έχουμε αποκοπεί από τις βασικές αρχές της Αριστεράς. Και ποιες είναι οι βασικές αρχές της Αριστεράς; Θεωρητικά, θέλω να πιστεύω, ότι μπορούμε μέσες-άκρες να τις ορίσουμε, πρακτικά όμως δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Ο καθένας με το σημαιάκι του, λοιπόν, το σύνθημά του, την ομάδα του. Και αυτό ανέκαθεν υπήρξε η αχίλλειος φτέρνα, σαν κατάρα, της Αριστεράς, σε όλες τις εποχές.
 
 
Μιλήστε μας για τους μέντορές σας;
 
Ο Γιάννης Ρίτσος και ο Στρατής Τσίρκας, ο καθένας με τον τρόπο του, ήταν για μένα η μεγάλη τύχη μου. Δεν θα ήταν όμως αληθινό και δίκαιο, αν περιοριζόμουν στην αναφορά μόνο αυτών δύο κορυφαίων. Μέντορες επί της ουσίας θα μπορούσα να αναζητήσω και στη γενιά του ’30, και στους νεότερους και στους ακόμη πιο νέους. Θέλω να πω ότι κυρίως από τα χρόνια της εφηβείας μου και μετά ήμουν αναγνώστρια. Καζαντζάκης, Ξενόπουλος, Καρκαβίτσας, Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Καραγάτσης, Κοτζιάς, Φραγκιάς, Ταχτσής, Χάκκας, Βασιλικός, Κουμανταρέας… από τον έναν συγγραφέα στον άλλο, ανεξαρτήτως ηλικίας και με τους γίγαντες Ρώσους και με τους αναζητητές Αμερικανούς, και με τους πρωτοπόρους Γάλλους, και με τους στοχαστικούς Κεντροευρωπαίους, και με τους αγαπημένους Άγγλους… Με άλλα λόγια είναι πολλοί αυτοί στους οποίους χρωστάω, πώς το λέει ο Γιώργος Σεφέρης; «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας. Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα».
 
 
Από τα μικρά σας είσαστε στον χώρο της Αριστεράς. Παρακολουθείτε ενεργά τις πολιτικές που αναπτύσσονται τις τελευταίες δεκαετίες και, μάλιστα, πολύ πρόσφατα στις ευρωεκλογές συμμετείχατε στο σχήμα της Νέας Αριστεράς.
 
Μιλήστε μας για αυτήν σας την επιλογή αλλά και για τη ζοφερή κατάσταση στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ.
 
Από τα «μικρά μου», όπως λέτε, κουβαλώ μέσα μου την εικόνα του πατέρα μου, ήταν εργάτης στην ΑΒΕΑ, το βιομηχανικό ελαιοτριβείο της πόλης μας. Από το χάραμα, ώς αργά το απόγευμα. Τότε δεν καταλάβαινα, ευτυχώς, τι σημαίνει να είσαι βιομηχανικός εργάτης. Έρχεται έπειτα η μέρα που εμφανίστηκε στο υπόγειο σπιτάκι μας με τα χείλια του ματωμένα, χωρίς μουστάκι. Τον είχαν συλλάβει στην ασφάλεια και τον βασάνιζαν για να τους πει πού κρύβονται τρεις αντάρτες. Δεν μίλησε. Έπειτα από τρία χρόνια πέθανε από καρκίνο. Κι εγώ κατάλαβα ότι είμαι αριστερή, να το πω και αλλιώς, ένιωσα ότι για μένα υπάρχει μόνο η Αριστερά για να με παρηγορεί που έχασα τον πατέρα μου. Κι έτσι κυλούσε ο καιρός. Στην Αθήνα πια ως φοιτήτρια, άρχισα να διαβάζω τα ανάλογα βιβλία, να αποκτώ καλές φίλες. Και αυτό ήταν. Η σχέση μου με την Αριστερά έγινε στο εξής σχέση ζωής. Αλλά ποτέ στα τυφλά. Η όποια συμμετοχή μου περνούσε πάντα από το κόσκινο της δικής μου αίσθησης, της δικής μου ανάγκης να είμαι πάντα δίπλα στην Αριστερά αλλά και πάντα ανένταχτη. Ήμουν στον ΣΥΡΙΖΑ, από ανάγκη να ανταποκριθώ σ’ αυτό το πρωτόφαντο που συνέβαινε, έπειτα λίγο λίγο άρχισα να αποστασιοποιούμαι. Συνέβαιναν πολλά που δεν με εξέφραζαν, έπειτα σιγά-σιγά όλα άλλαζαν. Δεν απομακρύνθηκα από τον ΣΥΡΙΖΑ λόγω της ήττας, αλλά εξαιτίας της ασυναρτησίας…και μέσα σ’ αυτό το απίστευτο αλαλούμ ξεχώριζαν στη συνείδησή μου αυτοί που επρόκειτο να αποτελέσουν λίγο αργότερα τη Νέα Αριστερά. Σωστοί κατά τη γνώμη μου, άξιοι, σταθεροί, οξυδερκείς. Και σ’ όποιον αρέσουν… Έτσι πάει πάντα η Αριστερά, δεν έχω αυταπάτες, ακόμη και τότε που ψήφιζα ΣΥΡΙΖΑ και διαδήλωνα για τον ΣΥΡΙΖΑ, ήξερα πολύ καλά ότι δεν πρόκειται να τον αφήσουν να πάει παραπέρα. Ότι μόνο ως αποτυχημένη παρένθεση εξυπηρετούσε την πολιτική και οικονομική ελίτ (όπως έχουν από καιρό αρχίσει να αποκαλούν τους λογής «γυρολόγους»).
 
Αντώνης Φράγκος