Macro

Βαγγέλης Καραμανωλάκης: Ο ελληνικός εμφύλιος: ένας πόλεμος που δεν τέλειωσε το 1949

Σχεδόν 80 χρόνια από την έναρξή του, ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος εξακολουθεί να αποτελεί όχι μόνο αντικείμενο ιστορικής ενασχόλησης, αλλά και δημόσιας συζήτησης. Tη σιωπή που αρχικά τον κάλυψε, διαδέχθηκε, ιδιαίτερα με το 1989, μια έκρηξη μνήμης που γέννησε ένα μοναδικό σώμα προσωπικών μαρτυριών, καθώς και μια σειρά ιστορικών μελετών για την περίοδο. Ο εμφύλιος έγινε αντικείμενο πανεπιστημιακής διδασκαλίας, πηγή έμπνευσης λογοτεχνικών, κινηματογραφικών, θεατρικών έργων, ενώ δεν έπαψαν έως και σήμερα οι αναφορές και οι χρήσεις του στον πολιτικό λόγο, σε ένα συνεχή διάλογο με τις ιστορικές προσεγγίσεις και τις αναθεωρήσεις τους. Μια πλούσια συγκομιδή για έναν πόλεμο που για χρόνια υπήρξε άρνηση του κύριου χαρακτηριστικού του, της εμφύλιας διάστασής του.
 
 
Πότε αρχίζει ένας πόλεμος;
 
 
Ο ελληνικός εμφύλιος, η ένοπλη σύγκρουση για τη διεκδίκηση της εξουσίας, έτσι όπως τον ορίζουμε συμβατικά, από την άνοιξη του 1946 έως το φθινόπωρο του 1949, όταν ο Εθνικός Στρατός κατέλαβε το τελευταίο ύψωμα του Γράμμου και ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας υποχώρησε, αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες στην Ελλάδα του περασμένου αιώνα, πολεμικές αιματοχυσίες. Άφησε πίσω του, δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και από τις δυο πλευρές, ενώ κατά τη διάρκεια του, τουλάχιστον 3.500 χιλιάδες πολίτες οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Εκατοντάδες χιλιάδες κάτοικοι της υπαίθρου εκτοπίστηκαν από τις εστίες τους, ενώ με τη λήξη του χιλιάδες πρόσφυγες, ανάμεσά τους και πολλά παιδιά, μετακινήθηκαν στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και στη Σοβιετική Ένωση δημιουργώντας εκεί εκ νέου τη ζωή τους. Χιλιάδες αριστεροί πολίτες βρέθηκαν σε τόπους εξορίας, καθώς και στο στρατόπεδο της Μακρονήσου όπου στο όνομα της «αναμόρφωσής τους» έζησαν ένα πρωτοφανές καθεστώς βίας.
 
Η αναζήτηση των αιτιών που οδήγησαν στο ξέσπασμά του δεν μπορεί παρά να στραφεί στην κρίση που προκάλεσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και στην όξυνση των αντιθέσεων στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας.[1] Η γερμανική Κατοχή υπήρξε μια περίοδος μείζονων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών, ένα πυκνό διάστημα κρίσιμων συλλογικών μετασχηματισμών μέσα από τη συμμετοχή χιλιάδων πολιτών στην εαμική αντίσταση και την αποδυνάμωση των προπολεμικών πολιτικών δυνάμεων. Η ανατροπή των προηγούμενων κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, η συνεχής χρήση της βίας, η όξυνση των αντιθέσεων αποτυπώθηκαν στις ενδοκατοχικές εμφύλιες συγκρούσεις. Δεν ήταν όμως αυτές που οδήγησαν στον γενικευμένο εμφύλιο· παρά τις κατηγορίες σχετικά με μια σχεδιασμένη από τότε στρατηγική του ΚΚΕ για την κατάληψη της εξουσίας, δεν υπήρξε μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Αντιθέτως, η Απελευθέρωση αποτέλεσε μια νέα σελίδα συνδεδεμένη με τις μεταπολεμικές πραγματικότητες σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Σε αυτή τη νέα σελίδα, βάρυναν πολύ τα γεγονότα της τότε συγκυρίας και η ισχυρή παρουσία του ΕΑΜ. Το ζήτημα της αντιπροσώπευσης των δυνάμεων που εκπροσωπούσε η μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση στο μεταπολεμικό πολιτικό πλαίσιο, ήταν και εκείνο που οδήγησε εν τέλει στα Δεκεμβριανά, στο κρίσιμο γεγονός που όρισε τις νέες συνθήκες.
 
Η έκταση των στρατιωτικών συγκρούσεων και η ένταση της βίας τον Δεκέμβριο του 1944 διεύρυναν το χάσμα ανάμεσα στην Αριστερά και στον αστικό πολιτικό κόσμο, ο οποίος πλέον έθεσε ως κύριο στόχο του την περιθωριοποίησή της και την εξασφάλιση της κυριαρχίας του. Παράλληλα, η παρέμβαση των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων αποτύπωνε τις νέες πραγματικότητες, μετατρέποντας μια εθνική σύγκρουση σε ένα διεθνές γεγονός, ένα πεδίο ανταγωνισμού ανάμεσα στους νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εάν η Συμφωνία της Βάρκιζας, τον Φεβρουάριο του 1945, έμοιαζε να αποτελεί μια νέα αρχή, τα όσα ακολούθησαν διέψευσαν τις όποιες προσδοκίες. Η ατιμωρησία των συνεργατών των κατακτητών και η γρήγορη ενσωμάτωσή τους στον κρατικό μηχανισμό, οι διώξεις με αφορμή τα Δεκεμβριανά εναντίον των αγωνιστών της Αντίστασης, η «λευκή τρομοκρατία» ιδιαίτερα στην επαρχία αποτέλεσαν κινήσεις του κυβερνητικού στρατοπέδου που αποσκοπούσαν στην πλήρη εξόντωση του πολιτικού του αντιπάλου. Απέναντι σε αυτές τις πραγματικότητες, ο συνδυασμός που επιχείρησε το ΚΚΕ ανάμεσα στην «πολιτική και μαζική» και στην «ένοπλη» πάλη, ως μέσα πίεσης για μια καλύτερη διαπραγμάτευση, σκλήρυνε ακόμη περισσότερο την κρατική πολιτική, οδηγώντας εντέλει στον εμφύλιο.[2] Έναν πόλεμο που διήρκεσε δυόμιση περίπου χρόνια και κατέληξε στη στρατιωτική ήττα της Αριστεράς, χάρη και στην υποστήριξη των κυβερνητικών δυνάμεων από τους δυτικούς συμμάχους τους, και την αμέριστη βοήθειά τους σε στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο. Η ένοπλη διεκδίκηση της εξουσίας, η κοινωνική επανάσταση[3] που διεκδίκησε τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας γνώρισε την αποτυχία· στις νέες πραγματικότητες που γεννούσε ο Ψυχρός Πόλεμος, η θέση της Ελλάδας στο δυτικό στρατόπεδο δεν επιτρεπόταν, με όποιο τίμημα, να αμφισβητηθεί.
 
 
Οι κληρονομιές ενός δύσκολου παρελθόντος
 
 
Ο εμφύλιος πόλεμος «δημιούργησε πρωτοφανή σχίσματα ανάμεσα στους νικητές και τους ηττημένους, εξαφάνισε κάθε ανεκτικότητα και οδήγησε σε εκτεταμένη καταπίεση. Όπως όλες οι εμφύλιες συγκρούσεις, θεσμοποίησε την ιδεολογική και πολιτική πόλωση, που οριοθέτησε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής».[4] Και βέβαια δεν τέλειωσε με τη λήξη των εχθροπραξιών. Έως τη Μεταπολίτευση, η διατήρηση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης οδήγησε στη συνέχιση των διώξεων και των διακρίσεων εναντίον της Αριστεράς. Στη μεταπολεμική «καχεκτική» ελληνική μεταπολεμική δημοκρατία, όπως την χαρακτήρισε ο Ηλίας Νικολακόπουλος, ο αντικομμουνισμός αποτέλεσε το κυρίαρχο στοιχείο πολιτικής νομιμοποίησης, ενώ χιλιάδες πολίτες παρέμειναν στις φυλακές και στις εξορίες, λόγω της δράσης τους κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών και του εμφυλίου. Οι κληρονομιές του εμφυλίου επικαθόρισαν και τη ζωή των επόμενων γενεών μέσα από θεσμούς και μέτρα, όπως τα συμβούλια νομιμοφροσύνης, το «φακέλωμα» από την Ασφάλεια, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων κ.ά. Οι εκτοπίσεις, οι φυλακίσεις, οι εξορίες, οι στερήσεις της ιθαγένειας, οι εκτελέσεις αποτέλεσαν τιμωρητικές πρακτικές που χρησιμοποιήθηκαν από την πολιτική εξουσία για την εξουδετέρωση του αντιπάλου. Οι επιπτώσεις του εμφυλίου, υλικές, ιδεολογικές, ψυχολογικές, συνέχισαν για δεκαετίες να ταλανίζουν όσους και όσες βίωσαν τα γεγονότα αλλά και τους επιγόνους τους, οι οποίοι έπρεπε να αναμετρηθούν με ένα βασανιστικό παρελθόν-παρόν.
 
 
H σιωπή για τον εμφύλιο
 
 
Στον δημόσιο λόγο, στη δεκαετία του 1950, κυριάρχησε η λογική της «λήθης», στην πραγματικότητα της σιωπής για τα γεγονότα. Ο εμφύλιος ήταν πανταχού παρών, χωρίς να φαίνεται πουθενά και χωρίς να μπορεί να μιλήσει κανείς, δεδομένου ότι η νικήτρια παράταξη επέβαλλε τη λογοκρισία και τον πολιτικό αποκλεισμό των αντιπάλων της∙ η αναφορά σε εμφύλιο καταδικαζόταν ως αναμόχλευση των πολιτικών παθών. Στο λόγο των κυβερνώντων, ο εμφύλιος έγινε ο τρίτος γύρος μια από τις πλέον σοβαρές προσπάθειες του ΚΚΕ την περίοδο 1940-1949 να καταλάβει την εξουσία, χαρακτηρίστηκε ανταρσία και συμμοριτοπόλεμος. Από την άλλη πλευρά, η ηττημένη Αριστερά, με τη διπλή της παρουσία, μετά το 1951 –εντός Ελλάδας με την ΕΔΑ και στο εξωτερικό με το ΚΚΕ–, παρήγαγε έναν λόγο με διαφορετικές τονικότητες, με κοινή όμως θέση τη συμμετοχή της στη μετεμφυλιακή ειρηνική πολιτική ζωή. Στο πλαίσιο αυτό, ο εμφύλιος άλλοτε αναγνωριζόταν ως λαϊκή επανάσταση εναντίον των πάλαι ποτέ συνεργατών των Γερμανών, άλλοτε γινόταν η αφορμή για κριτική στην κομματική ηγεσία. Η καθαίρεση του Νίκου Ζαχαριάδη, το 1956, και ο στιγματισμός του για την ήττα του Εμφυλίου επέτρεψαν την παραπέρα αποσύνδεση από την αδελφοκτόνα διαμάχη, σε μια εποχή ανόδου της ΕΔΑ και προσπάθειας δημιουργίας πολιτικών συμμαχιών και ευρύτερων μετώπων.
 
 
Η άρνηση της εμφύλιας διάστασης της σύγκρουσης επέτρεπε σε κάθε παράταξη να συγκροτήσει το δικό της ερμηνευτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο νοηματοδείτο η βιωμένη ατομική εμπειρία, έτσι ώστε να συγκροτηθεί η ανάλογη συλλογική μνήμη.[5] Οι άνθρωποι μπορούσαν ατομικά να επεξεργαστούν τα δικά τους τραύματα· στη συλλογική μνήμη, όμως, ο πόλεμος παρέμενε ένα διαιρετικό γεγονός, η εμφύλια διάσταση του οποίου υποβαθμιζόταν. Η συλλογική μνήμη παρέμενε σε μεγάλο βαθμό διχασμένη, συνδεδεμένη με αντιτιθέμενες πολιτικές ταυτότητες.
 
 
Οι πολιτικές ταυτότητες στηρίζονται στη επίκληση του παρελθόντος και των διαφορετικών αναγνώσεων του. Η πολιτική διαιρετική τομή εθνικόφρονες-μη εθνικόφρονες ακουμπούσε στην εμπειρία και στις συνέπειες της εμφύλιας σύγκρουσης.[6] Αυτή η τομή, η οποία διαχώριζε το αστικό στρατόπεδο από τον κόσμο της Αριστεράς, επρόκειτο να μετασχηματιστεί κατά τη δεκαετία του ’60 στο δίπολο Δεξιά-αντιΔεξιά, τοποθετώντας πλέον τη Δεξιά απέναντι στο Κέντρο και στην Αριστερά. Οι ενισχυμένες εκλογικά κεντρώες δυνάμεις προσπάθησαν να διαφοροποιηθούν από τις εμφυλιοπολεμικές αναγνώσεις, διατηρώντας πάντοτε όμως την απόστασή τους από την Aριστερά. Για αυτές τις δυνάμεις – χωρίς όμως να γίνει ποτέ η ανάγνωσή τους κυρίαρχη– ο Εμφύλιος ήταν ο πόλεμος των δύο άκρων που έπρεπε να ξεχαστεί και οι συνέπειες του οποίου έπρεπε να αρθούν, παρόλο που την ίδια στιγμή ο αντικομμουνισμός εξακολουθούσε να αποτελεί μια από τις πλέον ισχυρές συνισταμένες στην παρουσία και στον λόγο τους.[7]
 
Στις σελίδες του αφηγήματος της Αριστεράς για την Αντίσταση προστέθηκαν λιγοστές αφηγήσεις για τα μετέπειτα μαρτύρια από τη Μακρόνησο και τις φυλακές. Η εμπειρία του ένοπλου αγώνα κατά τα χρόνια του Εμφυλίου υποβαθμίστηκε πλήρως γιατί δεν εντασσόταν στην επιλογή της πολιτικής νομιμότητας της Αριστεράς· ανακαλούσε μια βαρύνουσα, στρατηγική ήττα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Η ανάδειξη των διώξεων, εκτελέσεων, βασανιστηρίων λειτουργούσε ως αντίβαρο στη στρατιωτική διάσταση του Εμφυλίου πολέμου, την οποία η συλλογική μνήμη της Αριστεράς ήθελε να απωθήσει. Στον δικαιωτικό λόγο για όσα είχαν υποστεί οι αριστεροί απουσίαζε ο Εμφύλιος και η βία που είχαν προκαλέσει.
 
Από τη σιωπή στον λόγο
 
 
Η επιβολή της δικτατορίας αποτέλεσε την πλέον ακραία συνέπεια του εμφυλίου. Η πτώση της επτά χρόνια αργότερα, αποτέλεσε θεσμικά το τέλος της εμφύλιας σύρραξης. Σε αυτό είχαν συντελέσει οι πολιτικές επεξεργασίες στην περίοδο της χούντας οι οποίες οδήγησαν στην σύγκλιση των πολιτικών δυνάμεων και στην ανασύνταξη του κομματικού χάρτη στη Μεταπολίτευση.
 
Στην οκταετή διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ο εμφύλιος εξακολούθησε να αποτελεί «στάση» κατά του κράτους. Μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου, η νίκη στον εμφύλιο αποτελούσε στοιχείο άξιο μνημόνευσης για την κυβερνώσα παράταξη. Την ίδια ώρα στην Αριστερά, αν και η συμμετοχή στον εμφύλιο αποτελούσε στοιχείο της ταυτότητάς της, παράλληλα και λόγω της διάσπασης του 1968 και της δημιουργίας του ΚΚΕ εσωτερικού διευρύνθηκε η κριτική στη ζαχαριαδική ηγεσία. Η εμφάνιση του ΠΑΣΟΚ έδωσε μια άλλη διάσταση στο δίπολο δεξιά-αντιδεξιά, καθώς σε αντίθεση με την Ένωση Κέντρου τη δεκαετία του ’60, που επιζητούσε ίσες αποστάσεις από τα δύο άκρα, το ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν ως ο κύριος εκφραστής μιας πολύ μεγάλης παράταξης, της προοδευτικής, η οποία περιλάμβανε και την Αριστερά, εκφράζοντας τον κόσμο της· αναδεικνύονταν στο «κόμμα της δικαίωσης των απλών αγωνιστών της κομμουνιστικής και εαμικής Αριστεράς, και ταυτόχρονα της σιωπηλής έμπρακτης κριτικής των ιστορικών λαθών της ηγεσίας του ΚΚΕ».[8]
 
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το 1981, εξασφάλισε στην Αριστερά μια θέση στο πάνθεον των ηρώων της Εθνικής Αντίστασης, αναδεικνύοντας τον ενωτικό και κοινωνικά απελευθερωτικό χαρακτήρα της τελευταίας. Στο ενωτικό αφήγημα του ΠΑΣΟΚ, ο εμφύλιος παρέμεινε στο περιθώριο. Παρόλο που κατήργησε μια σειρά από κατάλοιπα της εμφυλιακής περιόδου, συνδεδεμένα με την κρατική ιδεολογία και την επίσημη μνήμη, δεν προχώρησε στη θεσμική αναγνώρισή της ως εμφύλιας διαμάχης, ούτε στην αποκατάσταση όσων είχαν συμμετάσχει από την πλευρά του ΔΣΕ. Ο Εμφύλιος παρέμεινε ένα ισχυρό σημείο διαφοροποίησης, ένα στοιχείο διχαστικό.
 
Στο τέλος της δεκαετίας του 1980, το 1989, η κοινή απόφαση της κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας-Συνασπισμού, της πρώτης κυβέρνησης συνεργασίας Δεξιάς-Αριστεράς στον 20ό αιώνα, οδήγησε στην νομοθέτηση της άρσης των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου, καταργώντας μια σειρά νομοθετικά κατάλοιπα, ενώ παράλληλα αποφασίστηκε και η καταστροφή 17.500.000 φακέλων κοινωνικών φρονημάτων πολιτών στο πλαίσιο της εξαγγελλόμενης εθνικής συμφιλίωσης. Η επαναδιαπραγμάτευση της συλλογικής μνήμης του εμφυλίου ως τραυματικής αποτέλεσε κρίσιμο στοιχείο της όλης διαδικασίας. Η αναγνώριση του τραύματος του εμφυλίου δεν συνεπαγόταν την μετεξέλιξή του σε αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διεργασίας και μεταμέλειας· η ελληνική κοινωνία δεν άντεχε ή αδιαφορούσε, στη συγκεκριμένη συγκυρία, να προχωρήσει σε μια τέτοια διαδικασία. Στο πλαίσιο των ελληνικών και διεθνών εξελίξεων, οι πολιτικές παρατάξεις δεν ήθελαν να αναδείξουν αυτό το παρελθόν ως ενεργό στοιχείο της ταυτότητάς τους. Η αναγνώριση του τραυματικού παρελθόντος σηματοδότησε και την καταστροφή ενός μέρους του ως ανεπιθύμητου.[9]
 
Καταστράφηκαν τελικά μαζί με τους φακέλους οι τραυματικές μνήμες του παρελθόντος; Προφανώς όχι. Αντιθέτως από το 1989 και μετά έχουμε μια έκρηξη μνήμης γύρω από τον εμφύλιο, συνδεδεμένη με την πτώση του Τείχους. Ο εμφύλιος τον οποίο για δεκαετίες και οι δύο πλευρές αποσιώπησαν, αρνήθηκαν, μετονόμασαν, απώθησαν οικοδομώντας ένα πλέγμα ενοχών, έγινε αντικείμενο αυτοβιογραφικού λόγου. Την ίδια στιγμή έγινε αντικείμενο ιστορικής μελέτης, αλλά και συνεδρίων, ημερίδων, διαλέξεων. Στο τέλος της δεκαετίας του ’90 η εμφάνιση του «νέου κύματος» της ιστοριογραφικής αναθεωρητικής ματιάς του εμφυλίου και των ευθυνών της Αριστεράς για αυτόν, αποτύπωνε όχι μόνο τις συνέπειες της πτώσης του Τείχους αλλά και την πρόθεση ενός τμήματος της ελληνικής κοινωνίας να ξαναδιαβάσει την ιστορία, αποενοχοποιημένο πλέον από τις ηθικές και πραγματικές ευθύνες του παρελθόντος, μακριά από τις επιταγές της Αριστεράς, στο πλαίσιο των νέων ιδεολογικών ρευμάτων που κυριάρχησαν διεθνώς. Από την άλλη πλευρά, τα τελευταία χρόνια, το ΚΚΕ επέστρεψε στον εμφύλιο ως μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της ιστορίας του, ως έναν μοναδικό ταξικό αγώνα, επιλέγοντας να τον συνδέσει με τις σύγχρονες πολιτικές του στρατηγικές.
 
Θα τελειώσει λοιπόν ποτέ η συζήτηση για τον εμφύλιο, θα λήξει ποτέ συμβολικά αυτός ο πόλεμος; Ας μη βιαζόμαστε. Καμιά σύγκρουση και μάλιστα τόσο τραυματική δεν τελειώνει ποτέ συμβολικά, στο μέτρο που ανά πάσα στιγμή μπορεί να γίνει μέρος ενός πολέμου της μνήμης και της ιστορίας, συνδεδεμένου αναπόδραστα με την εκάστοτε συγκυρία.
 
 
 
Σημειώσεις:
 
1. Βλ. και Φίλιππος Ηλιού, Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος. Η εμπλοκή του ΚΚΕ, εκδοτική επιμέλεια: Α. Ματθαίου, Στρ. Μπουρνάζος, Π. Πολέμη, Αθήνα, Θεμέλιο, 2004, σ. 351-358.
 
2. Για την πολιτική του ΚΚΕ, βλ. και Ιωάννα Παπαθανασίου, «Ηττημένος πρωταγωνιστής. Το Κομμουνιστικό Κόμμα στα χρόνια 1945-1950», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τ. Δ1, Ανασυγκρότηση, Εμφύλιος, Παλινόρθωση, 1945-1952, Aθήνα, Βιβλιόραμα, 2009, σ. 229-275.
 
3. Για τη σχετική προβληματική, βλ. Πολυμέρης Βόγλης, Η αδύνατη επανάσταση. Η κοινωνική δυναμική του εμφυλίου πολέμου, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2014.
 
4. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Κράτος, κοινωνία, εργασία στη μεταπολεμική Ελλάδα, Αθήνα, Θεμέλιο, 1987, σ. 17.
 
5. Βλ. Πολυμέρης Βόγλης, «Η δεκαετία του 1940 ως παρελθόν: μνήμη, μαρτυρία, ταυτότητα», Τα Ιστορικά, 47 (Δεκέμβριος 2007), σ. 437-456.
 
6. Βλ. Γεράσιμος Μοσχονάς, «Η διαιρετική τομή δεξιάς-αντιδεξιάς στη Μεταπολίτευση (1974-1990) στο Νίκος Δεμερτζής (επιμ.), Η ελληνική πολιτική κουλτούρα σήμερα, Αθήνα, Οδυσσέας 2000
 
7. Βλ. Άγγελος Ελεφάντης, «Προσλήψεις του εμφυλίου πολέμου μετά τον εμφύλιο» στο Μας πήραν την Αθήνα… Ξαναδιαβάζοντας μερικά σημεία της ιστορίας 1940-1950, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2002, σ. 99-112.
 
8. Γ. Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974-1990. Σταθερή δημοκρατία σημαδεμένη από τη μεταπολεμική ιστορία, Αθήνα, Θεμέλιο, 2008, σ. 155-156.
 
9. Βλ. Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Ανεπιθύμητο παρελθόν, Οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων στον 20ό αιώνα και η καταστροφή τους, Αθήνα, Θεμέλιο, 2019.
 
Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.