Συνεντεύξεις

Κέιτ Γουίνσλετ: «Η αφήγηση της ιστορίας της Λι Μίλερ είναι το μεγαλύτερο προνόμιο της ζωής μου»

Παρακολουθώντας τη Βρετανή Κέιτ Γουίνσλετ στην ταινία «Lee» –σε σκηνοθεσία της Ελεν Κούρας– ως «Λι Μίλερ», τη φωτογράφο του περιοδικού Vogue που απαθανάτισε την καταστροφή και την οδύνη που έφερε στον κόσμο ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, μου φάνηκε πως το ταίριασμα της ηθοποιού με τον ρόλο ήταν τέλειο. Η πολυβραβευμένη Γουίνσλετ έχει φανεί τολμηρή στην καριέρα της, συχνά απορρίπτοντας τα χολιγουντιανά πρότυπα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ανάμεσα σε πολλαπλές υποψηφιότητες για το Οσκαρ α’ ή β’ ρόλου –«Λογική κι Ευαισθησία» (1995), «Τιτανικός» (1997), «Iris» (2001), «Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού» (2004), «Κρυφές επιθυμίες» (2006), «Steve Jobs» (2015)– κέρδισε το βραβείο με την ταινία «Σφραγισμένα χείλη» (2008), όπου παίζει μια ασυμβίβαστη δικηγόρο που έχει ερωτική σχέση με έναν έφηβο στη μεταπολεμική Γερμανία.

«Προτιμώ να δημιουργώ εικόνες παρά να είμαι εικόνα εγώ», λέει ο χαρακτήρας της Μίλερ στην ταινία, αναφερόμενη στο παρελθόν της ως φωτογραφικό μοντέλο. Παρομοίως, μολονότι εξακολουθεί να είναι μία από τις πιο διάσημες ηθοποιούς της εποχής μας, η Γουίνσλετ δεν διστάζει να φανερώνει τον πραγματικό της εαυτό και τα ζητήματα που την απασχολούν μέσα από τις επιλογές και τους ρόλους της. Ταυτόχρονα, αντιστέκεται στην ωραιοποιημένη εικόνα που θα μπορούσε χωρίς καμία δυσκολία να υιοθετήσει από την ανδροκρατούμενη (ακόμα) βιομηχανία της ψυχαγωγίας. Ο ρόλος της Μίλερ, όπως το ομολογεί και η ίδια εξάλλου, αποτελεί την κορύφωση μιας πορείας την οποία έχουμε δει να ακολουθεί η Γουίνσλετ μέσα στον χρόνο.

Ως παραγωγός ήσασταν κι εκείνη που εμπνεύστηκε την ταινία. Πείτε μας για τις δυσκολίες που συναντήσατε αλλά και τι ήταν αυτό που σας έδωσε τη δύναμη να συνεχίσετε.

Πιστεύω ότι όταν σε ενδιαφέρει κάτι με πάθος, δεν πρέπει να το εγκαταλείπεις. Η δημιουργία του έργου ήταν σίγουρα αγώνας και πρόκληση. Κάτι που μπορεί να οφείλεται, εκτός των άλλων, στο γεγονός ότι επρόκειτο για μια ανεξάρτητη, παλαιού τύπου παραγωγή… Στην προκειμένη περίπτωση, χρειάστηκε πολύς χρόνος για να επεξεργαστούμε το υλικό και να καταλήξουμε στην πιο σημαντική δεκαετία της ζωής της Μίλερ. Τη δεκαετία για την οποία νομίζω ότι και η ίδια θα ήθελε να τη θυμόμαστε, αλλά και αυτήν που κανείς σχεδόν δεν γνώριζε ώς τώρα.

Η χρηματοδότηση μιας ανεξάρτητης παραγωγής είναι πάντα δύσκολη. Αυτό βέβαια το ήξερα, αλλά το να βρεθώ στο επίκεντρο του προβλήματος ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Επιπλέον, ήταν ανασταλτικές για μένα οι στιγμές όταν βρισκόμουν ανάμεσα σε άνδρες, πιθανούς επενδυτές, που με ρωτούσαν «και γιατί να συμπαθήσω εγώ αυτήν τη γυναίκα;». Από την μια καταλάβαινα πόσο παρεξηγημένη ήταν η Λι Μίλερ. Από την άλλη, το γεγονός ότι κάποιος την αποκαλούσε «αντιπαθητική» επειδή ήταν μια γυναίκα που είχε πράξει κάτι σπουδαίο στο όνομα της αλήθειας, φανερώνοντας τις φρικαλεότητες του πολέμου με ατελείωτο πείσμα – το γεγονός, λοιπόν, ότι όλα αυτά την έκαναν αντιπαθητική σε κάποιους, με έκανε ακόμα πιο επίμονη, όπως καταλαβαίνετε.

Η αφήγηση της ιστορίας της Λι Μίλερ είναι ειλικρινά το μεγαλύτερο προνόμιο της ζωής μου. Οχι μέσα από την ανδρική ματιά, ούτε από την πλευρά της σεξουαλικής της ζωής, και χωρίς να την παρουσιάζουμε ως θύμα… αλλά ως αυτό που ήταν: μια τρωτή γυναίκα, μεσήλικη, που πήγε στον πόλεμο απαθανατίζοντας στιγμιότυπα για τις αναγνώστριες του βρετανικού Vogue.

● Είναι φανερό ότι εμπνέεστε από τη δύναμη και το ανεξάρτητο πνεύμα της ηρωίδας σας…

Η Λι Μίλερ μάς θυμίζει πόσο σημαντική είναι η προσφορά στην κοινωνία. Εκανε καλό με τη ζωή της και μάλιστα το έκανε χωρίς να σκεφτεί το ρίσκο που έπαιρνε, ούτε της πέρασε ποτέ από το μυαλό να παραιτηθεί. Πριν από 80 χρόνια, επαναπροσδιόριζε τη γυναίκα με ανθεκτικότητα, δύναμη, συμπόνοια και ακεραιότητα. Και νομίζω ότι όποιος έχει κόρη, θέλει να τη μεγαλώσει έτσι.

Ηθελα το κοινό να νιώσει την ίδια έμπνευση που ένιωσα κι εγώ παίζοντάς την. Στο τέλος μιας ταινίας συνήθως εγκαταλείπω τους χαρακτήρες μου για να ξαναγυρίσω στη ζωή μου, αλλά η Λι έμεινε μέσα μου.

● Πιστεύετε ότι θα συνεχίσετε να εργάζεστε ως παραγωγός;

Του χρόνου θα γίνω 50 χρόνων και το γεγονός ότι μαθαίνω ακόμα καινούργια πράγματα στη δουλειά που κάνω από τα 17 μου… το βρίσκω συναρπαστικό. Οπωσδήποτε θα συνεχίσω την παραγωγή ταινιών. Αυτό κάνω μάλιστα τώρα με ένα δύσκολο πρότζεκτ. Ο ηθοποιός πάει κι έρχεται με μόνη απαίτηση να μάθει τον διάλογο. Ο παραγωγός, όμως, απασχολείται από τη στιγμή που ανοίγει τα μάτια του.

Ενα μεγάλο μέρος της δουλειάς αυτής αποτελεί το να αναπτερώνεις το ηθικό της ομάδας με θετική ενέργεια. Ηταν κάτι που ανακάλυψα: ο ηθοποιός προδιαθέτει τους άλλους στην αρχή της ημέρας λέγοντας «θα περάσουμε πολύ καλά σήμερα», ενώ ο παραγωγός κάνει το ίδιο αλλά εις διπλούν. Ημουν κάθε μέρα παρούσα στο γύρισμα, στο μοντάζ, στην επεξεργασία ήχου… παντού!

● Τι θα θέλατε να αποκομίσει το κοινό από την ταινία σε σχέση με τους τωρινούς πολέμους;

Η Λι Μίλερ αρνούνταν να λογοκρίνει την αλήθεια. Ετσι έζησε και έτσι εργάστηκε. Ηταν έτοιμη να σταθεί θαρραλέα ως μάρτυρας της αλήθειας. Με τη Rolleiflex κάμερά της, η οποία κρέμεται πάνω στην καρδιά του φωτογράφου, έβλεπε πρώτα προς τα κάτω και μετά σήκωνε το βλέμμα για να συναντήσει το βλέμμα αυτών που φωτογράφιζε. Εξάλλου η κάμερα είχε μόνο έναν ευρυγώνιο φακό, οπότε, όταν ήθελε να βγάλει κοντινό πλάνο, έπρεπε να πλησιάσει το αντικείμενό της σε πολύ μικρή απόσταση. Η ιστορία της μάς αναγκάζει να συλλογιστούμε το απίστευτο κουράγιο των φωτορεπόρτερ και το πόσο σημαντική είναι η συνεισφορά τους. Να συλλογιστούμε μάλιστα ότι οι μαρτυρίες τους έρχονται με βαρύ κόστος για τους ίδιους. Αν δεν υπήρχαν άνθρωποι σαν τη Λι, δεν θα γνωρίζαμε όσα γνωρίζουμε τώρα… Και φυσικά η δουλειά του φωτορεπόρτερ είναι πιο σημαντική σήμερα από ποτέ άλλοτε.

● Οσον αφορά το γεγονός ότι η δουλειά του φωτορεπόρτερ γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνη, πιστεύετε ότι προσθέτει αξία στην ιστορία της Μίλερ;

Φυσικά, και μάλιστα ειδικά σχετικά με τις γυναίκες φωτορεπόρτερ. Ημουν τυχερή που είχα την ευκαιρία να μιλήσω με αρκετές κατά τη διάρκεια της ετοιμασίας της ταινίας. Διότι παρόλο που είχα πρόσβαση σε ολόκληρο το αρχείο της Μίλερ… δεν μπορούσα να της μιλήσω. Αλλά οι γυναίκες με τις οποίες συναντήθηκα και για τις οποίες ο κόσμος έχει γίνει απεριόριστα πιο επικίνδυνος μοιράστηκαν μαζί μου τον φόβο και τις τρομακτικές εμπειρίες που έχουν βιώσει. Και όλες μου είπαν το εξής: Οταν ξέρεις ότι αναζητάς την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, το σώμα σου συμπαραστέκεται με αδρεναλίνη και έτσι τα βγάζεις πέρα.

Μία από τις γυναίκες μού είπε ότι επιστρέφοντας από κάποια εμπόλεμη ζώνη αποφάσισε να σταματήσει. Κλείδωσε όλα τα μηχανήματά της σε μια ντουλάπα και από τότε, 15 χρόνια πριν, δεν τα έχει ξαναδεί, ούτε έχει εμφανίσει το φιλμ που έμεινε στην κάμερά της.

Ακούγοντάς τα αυτά, καταλαβαίνεις τον βαθμό στον οποίο υποφέρουν οι φωτορεπόρτερ από μετατραυματικό στρες. Το ίδιο ίσχυε και για τη Λι Μίλερ. Ο γιος της, Anthony Penrose, δεν ήξερε ποια ήταν η μητέρα του, μέχρι μετά τον θάνατό της, το 1977. Ψάχνοντας για παλιές οικογενειακές φωτογραφίες σε μια αποθήκη, ανακάλυψε 60.000 αρνητικά και φωτογραφίες από τον πόλεμο. Από εκείνη τη στιγμή ώς σήμερα ασχολείται με το αρχείο της μητέρας του. Χωρίς τη βοήθειά του δεν θα είχαμε καταφέρει να ολοκληρώσουμε την ταινία.

● Δεν χρειάζεται να βιώσουμε πόλεμο, υπάρχουν σίγουρα και άλλα τραυματικά επεισόδια στη ζωή μας. Ως ηθοποιός, εκτίθεστε, ίσως ακόμα και από αντανάκλαση, στα τραύματα των χαρακτήρων που υποδύεστε;

Ναι, αλλά το κάνεις. Πρέπει να φτάσεις ώς το τέλος. Εισέρχεσαι στο δραματικό γεγονός γνωρίζοντας ότι κάποτε συνέβη πραγματικά – στην περίπτωση της Λι έτσι λειτούργησε το ότι πέρασε μέσα από την πύλη του Νταχάου, ότι φωτογράφησε σωρούς πτωμάτων, ότι ξάπλωσε στην μπανιέρα του Χίτλερ. Για να νιώσει τη βαρύτητα του χαρακτήρα το κοινό, πρέπει κι εσύ ως ηθοποιός να τη νιώσεις μέσα σου.

● Μπορείτε να μας πείτε για κάτι που, ερευνώντας τη ζωή της Μίλερ, λειτούργησε αποκαλυπτικά;

Διείσδυσα βαθιά στην προσωπική ζωή της, στις σχέσεις της με τους γονείς της και τους αδελφούς της. Εμαθα ότι είχε καλές σχέσεις με την οικογένειά της, ακόμα και με τη μητέρα της, παρόλο που η τελευταία βασανιζόταν από ψυχασθένεια και περνούσε μεγάλα διαστήματα στο ψυχιατρείο. Η απουσία της μητέρας της μού έδωσε να καταλάβω ότι η Λι Μίλερ ανέπτυξε μεγάλη ανθεκτικότητα σε μικρή ηλικία. Μάλιστα ανακάλυψα κάτι πολύ μικρά μπλοκάκια που κρατούσε σαν ημερολόγιο όταν ήταν 16-17 χρόνων κι αναφερόταν στην κατάθλιψή της… «Δεν μπορώ να βγω σήμερα, πολλά τα δάκρυα» ή «δεν μπορώ να ντυθώ σήμερα γιατί κλαίω». Συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο για μια γυναίκα που βίωσε ψυχολογικό τραύμα από μικρή ηλικία, αλλά που όμως ως γυναίκα αρνήθηκε να προσδιοριστεί από αυτό. Θαύμασα την ικανότητά της να αποδεχτεί τον εαυτό της, τον σωματικό και συναισθηματικό εαυτό της, να μείνει ανοιχτή, ζεστή και συμπονετική προς τους άλλους. Το θαύμασα γιατί ήξερα πως ήταν κάτι που κέρδισε στη ζωή της.

● Θα λέγατε ότι η ταινία είναι ένα από τα πιο προσωπικά εγχειρήματά στην καριέρα σας;

Ναι, αναμφίβολα. Μάλιστα, μπορώ να πω ότι καθώς περνούσε ο χρόνος η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε μένα και τη Λι, της εμπειρίας μου και της εμπειρίας της, έπαψε να είναι ξεκάθαρη. Εξάλλου ανακάλυψα ότι μοιραζόμαστε κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Εμενα κατάπληκτη όταν συνειδητοποιούσα ότι οι αντιδράσεις μου θα συνέπιπταν με τις δικές της. Στο τέλος αισθανόμουν ότι συμβαδίζαμε απόλυτα.

Έρση Δάνου
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ