Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Οδηγία για τους κατώτατους μισθούς – Μπορεί να γίνει game changer στην Ελλάδα;

Στις αρχές της ερχόμενης εβδομάδας θα ψηφιστεί από τη Βουλή ο νόμος που ενσωματώνει στην ελληνική νομοθεσία την Οδηγία “για τους επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ε.Ε.”.
Η Οδηγία αυτή είναι η πρώτη ιστορικά παρέμβαση της Ε.Ε. στο πεδίο των μισθών και αποτυπώνει τη στροφή της Ε.Ε. την περίοδο 2019-2022 ως προς την αντιμετώπιση των μισθών.

Εγκαταλείποντας την κυρίαρχη μέχρι τότε νεοφιλελεύθερη θεώρηση των μισθολογικών αυξήσεων ως τροχοπέδη για την ευελιξία της αγοράς εργασίας και τη διατήρηση και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, η Οδηγία έθεσε ως πολιτικό επίδικο το δικαίωμα όλων των εργαζομένων σε δίκαιη αμοιβή και ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.

Επίσης διευκρίνισε, ότι για να είναι «επαρκείς», οι κατώτατοι μισθοί πρέπει να καλύπτουν τις βασικές ανάγκες και να καθορίζονται τουλάχιστον στο 60% του διάμεσου ή στο 50% του μέσου μισθού κάθε χώρας, ενώ για να μειωθούν οι μισθολογικές ανισότητες απαιτείται τουλάχιστον το 80% των μισθωτών να καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Μπορεί λοιπόν η Οδηγία να αποτελέσει «game changer», όπως επιδιώκει η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, για τις χώρες της Ε.Ε. με υψηλά ποσοστά εργαζόμενων φτωχών και χαμηλό βαθμό κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, όπως η χώρα μας; Και πώς αξιολογούμε το υπό συζήτηση νομοσχέδιο στη Βουλή από αυτή τη σκοπιά;

Δεν χωράει αμφιβολία, ότι το «παιχνίδι» που ξεκινάει με την κύρωση της Οδηγίας από τα εθνικά κοινοβούλια, θα έχει στα περισσότερα κράτη μέλη της Ε.Ε. πολλούς γύρους. Οι διαφορετικοί συσχετισμοί δύναμης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, η συνεχιζόμενη ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης σκέψης μεταξύ των οικονομικών και πολιτικών ελίτ, τα συμφέροντα των διαφορετικών μερίδων του κεφαλαίου σε κάθε χώρα, τα διαφορετικά επίπεδα παραγωγικότητας και εξειδίκευσης των χωρών στο διεθνή καταμερισμό εργασίας θα επηρεάσουν την εφαρμογή της Οδηγίας σε κάθε ένα από αυτούς τους γύρους/στάδια.

Είναι όμως σίγουρο, ότι στον πρώτο γύρο του «παιχνιδιού» στη χώρα μας, που λήγει σύντομα με την ψήφιση του νομοσχεδίου που ενσωματώνει στην ελληνική νομοθεσία την Οδηγία και κατατέθηκε στη Βουλή στην εκπνοή της προθεσμίας κύρωσής της, η κυβέρνηση της ΝΔ καταφέρνει προς το παρόν να μεταθέσει χρονικά τις αλλαγές που η εφαρμογή της Οδηγίας επιβάλλει στον τρόπο διαμόρφωσης των μισθών και στο σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα μας.

Αλλαγές που απειλούν να ανοίξουν ρωγμές στο θεσμικό οικοδόμημα που φιλοτέχνησαν με επιμέλεια τα τελευταία πεντέμισι χρόνια οι κυβερνήσεις της ΝΔ, με σειρά νόμων που περιόρισαν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, ακύρωσαν στην πράξη την επέκταση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, συρρίκνωσαν τις συνδικαλιστικές ελευθερίες και εδραίωσαν ένα καθεστώς φθηνής, ευέλικτης και εξατομικευμένης εργασίας ως βάση του «νέου» μοντέλου ανάπτυξης της χώρας.

Στο τέλος αυτό του πρώτου γύρου, θα έχει ψηφιστεί από τη Βουλή ένας νόμος που καθορίζει περισσότερο τις διαδικασίες από τις οποίες θα προκύψουν αργότερα αλλαγές, χωρίς να ασχολείται με το πνεύμα, την ουσία και τους απώτερους στόχους της Οδηγίας, αφού η κυβέρνηση θα έχει πρώτα απορρίψει τις δύο κύριες διεκδικήσεις των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, ως προς τον καθορισμό του κατώτατου μισθού: την επιστροφή στο προ του 2012 καθεστώς διαπραγμάτευσής του στον ιδιωτικό τομέα από τη ΓΣΕΕ και τις εργοδοτικές οργανώσεις και την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στο δημόσιο, ως μέσο εξίσωσης του ετήσιου κατώτατου μισθού σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Βέβαια, με την άρνηση ακόμα και της βαθμιαίας ικανοποίησης του τελευταίου αιτήματος, η κυβέρνηση δεν διστάζει να παραβιάσει το γράμμα της Οδηγίας.

Ιδιαίτερα αρνητικό στοιχείο του νομοσχεδίου, που αποσκοπεί στο να εμποδίσει την Οδηγία να καταστεί πολιορκητικός κριός για την αλλαγή των όρων του παιχνιδιού (game changer), είναι ότι απουσιάζει από αυτό κάθε αναφορά στον κοινωνικό διάλογο, αφού αυτός απειλεί με ανατροπή την μέχρι τώρα κυβερνητική πολιτική καθήλωσης/περιορισμένης αύξησης των μισθών.

Συγκεκριμένα, η διαδικασία διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους για τη διαμόρφωση του σχεδίου δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που προβλέπεται από το σχέδιο νόμου, ταυτίζεται με την πρόσκληση του/της Υπ. Εργασίας προς τους κοινωνικούς εταίρους για εξπρές κατάθεση ξεχωριστών προτάσεων από κάθε συνδικαλιστική και εργοδοτική οργάνωση τις οποίες θα λάβει υπόψη της η κυβέρνηση.

Όμως, η δεινή θέση της χώρας μας ως προς το βαθμό κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (27%-30%) καθιστά λογικά απαραίτητο έναν εκτεταμένο τριμερή κοινωνικό διάλογο που να καταλήξει σε κομβικές νομοθετικές αλλαγές που θα άρουν τα θεσμικά εμπόδια για την διεξαγωγή συλλογικών διαπραγματεύσεων σε εθνικό-κλαδικό επίπεδο και την κάλυψη των μισθωτών από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας (επεκτασιμότητα συμβάσεων, αρχή ευνοϊκότερης ρύθμισης, διαιτησία, δικαίωμα απεργίας). Παρομοίως, ενώ το νομοσχέδιο θεσμοθετεί έναν μαθηματικό τύπο αυτόματης ετήσιας αναπροσαρμογής του νομοθετημένου κατώτατου μισθού, αρχής γενόμενης από το 2028, αυτός δεν έχει προκύψει από κανέναν κοινωνικό διάλογο, ενώ η ετήσια αναπροσαρμογή προβλέπει μια εντελώς τυπική διαδικασία «διαβούλευσης» με τους κοινωνικούς εταίρους.

Βέβαια, ενώ ο νέος νόμος θα έχει βάλει φραγμό στις σημερινές διεκδικήσεις της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ και στον τριμερή κοινωνικό διάλογο, δεν έχει τη δυνατότητα να εμποδίσει την κοινωνική δυναμική και τη συνδικαλιστική παρέμβαση κατά τη διάρκεια του δεύτερου γύρου εφαρμογής της Οδηγίας, που ξεκινάει με τη δημοσίευσή του. Ο δεύτερος γύρος περιλαμβάνει τόσο τη διαμόρφωση, εντός του 2025, του σχεδίου δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων που θα κατατεθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και τη διαδικασία καθορισμού «επαρκούς νομοθετημένου μισθού και ημερομισθίου» για τα έτη 2025, 2026 και 2027, πριν μπει σε εφαρμογή η ετήσια αυτόματη αναπροσαρμογή τους.

Όσον αφορά τη δεύτερη διαδικασία, οι προκλήσεις είναι πολύ μεγάλες, διότι στην Ελλάδα σήμερα το βασικό πρόβλημα δεν είναι η μισθολογική ανισότητα και η σχέση του κατώτατου προς τον μέσο μισθό (66% το 2023), εφόσον οι μισθοί γενικά έχουν καθηλωθεί και συμπιεστεί προς το κάτω άκρο της μισθολογικής κλίμακας επί μια δεκαπενταετία περίπου, ενώ έχουν αυξηθεί με πολύ αργότερο ρυθμό σε σχέση με τον κατώτατο και απωλέσει αγοραστική δύναμη λόγω πληθωρισμού τα τελευταία χρόνια.

Το βασικό πρόβλημα είναι ότι ο κατώτατος μισθός και το κατώτατο ημερομίσθιο δεν καλύπτουν σήμερα τις βασικές ανάγκες που αντιστοιχούν σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο αυτόνομης διαβίωσης. Γι’ αυτό και ο καθορισμός σε εθνικό επίπεδο ενός καλαθιού αγαθών και υπηρεσιών που εξασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής και ο υπολογισμός του σε πραγματικές τιμές είναι καθοριστικής σημασίας και θα πρέπει να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης για τον προσδιορισμό του κόστους (ανεξάρτητης) διαβίωσης, από το οποίο θα προκύψει η εκτίμηση της «επάρκειας» του κατώτατου μισθού.

Όμως, πέραν του ζητήματος του κατώτατου μισθού, είναι πλέον αναγκαίος και επιτακτικός ένας ευρύτερος κοινωνικός διάλογος για το θέμα των μισθών γενικότερα, που δεν θα περιλαμβάνει μόνο τα συνδικάτα και τις εργοδοτικές οργανώσεις, αλλά και άλλους κοινωνικούς φορείς π.χ. ενώσεις καταναλωτών, συνδικάτα ενοικιαστών.

Εντέλει, η «Οδηγία για τους επαρκείς κατώτατους μισθούς» μπορεί να είναι game changer στην Ελλάδα, εφόσον κινητοποιήσει στον «επόμενο γύρο» της εφαρμογής της τους μισθωτούς, τα συνδικάτα, τις εργοδοτικές οργανώσεις, κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, σε ένα διάλογο και πρωτοβουλίες για την βελτίωση της κατάστασης των εργαζόμενων στη χώρα μας σε συνάρτηση και με την παραγωγική προσπάθεια και ανασυγκρότηση που απαιτούνται, ώστε να υπάρξει ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον για όλες και όλους.

Η Μαρία Καραμεσίνη είναι καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην πρόεδρος και διοικήτρια του ΟΑΕΔ (νυν ΔΥΠΑ).

NEWS 24/7