Ο πολυκερματισμός της Αριστεράς είναι ένα θέμα που απασχολεί σταθερά τον κόσμο της, καθότι μοιάζει με ενδημικό φαινόμενο. Στην παρούσα φάση, όπου τα κοινωνικά προβλήματα οξύνονται και το ενδιαφέρον αρκετού κόσμου στρέφεται στην Ακροδεξιά, ο εν λόγω πολυκερματισμός αποτελεί αντικείμενο προβληματισμού, ενώ δεν λείπουν οι συζητήσεις για ανασυγκρότηση του αριστερού ημισφαιρίου, δημιουργίας Λαϊκού Μετώπου κ.λπ. Ωστόσο, κανείς δεν θέλει να συνεργαστεί με κανέναν. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να έχουμε καθαρή εικόνα για το τι είναι αυτό που τόσο συστηματικά και διαχρονικά χωρίζει τις αριστερές δυνάμεις. Αν και έχω αναφερθεί αναλυτικά στο θέμα αλλού,[1] θα επανέλθω σε κάποια από τα κύρια σημεία.
Η Αριστερά, ιδίως η βραχμανική, είναι ο κατεξοχήν χώρος της αμφισβήτησης όπου υπεραντιπροσωπεύονται οι μορφωμένοι. Κατά συνέπεια, οι διαφωνίες πλεονάζουν, διότι καθείς και καθεμιά έχει ισχυρή αυτόνομη άποψη για πολλά θέματα.
Αρχικά, οι διαφωνίες είναι ιστορικές και αφορούν τόσο τους στόχους όσο και τα μέσα: επανάσταση ή μεταρρύθμιση, βίαια ή ειρηνικά μέσα, πρωτεύουσες ή δευτερεύουσες αντιθέσεις; Τα διλήμματα αυτά τροφοδότησαν την Αριστερά με διαχωριστικές γραμμές που φτάνουν μέχρι τις μέρες μας. Έτσι διαφορετικές φυλές με διαφορετικές εκτιμήσεις για τα σχετικά θέματα συνωθούνται στα αριστερά του πολιτικού φάσματος: κομμουνιστές, αναρχικοί, σοσιαλδημοκράτες, αριστεριστές, ευρωκομμουνιστές, οικολόγοι, φεμινίστριες, κ.ά.
Εκτός όμως από τις ιστορικές ταυτότητες, οι αντιπαραθέσεις αρθρώνονται γύρω από τις συγκαιρινές εκτιμήσεις για το τι μπορεί να γίνει, με τους ρεφορμιστές, από τη μια, να ισχυρίζονται ότι οι συμβιβασμοί είναι απαραίτητοι γιατί η πλειοψηφία είναι μετριοπαθής και πρέπει συνεχώς να λαμβάνουμε υπόψη μας την αναγκαιότητα και τους ριζοσπάστες, από την άλλη, να θεωρούν ότι μια ριζοσπαστική πρωτοπορία με βολονταρισμό και ιδεολογική συνέπεια μπορεί να φέρει την αλλαγή. Επαναλαμβάνω: στα δίπολα πλειοψηφία – πρωτοπορία, αναγκαιότητα – βολονταρισμός και πολιτικός συμβιβασμός – ιδεολογική καθαρότητα οι μεν ρεφορμιστές τονίζουν το πρώτο σκέλος, οι δε ριζοσπάστες στο δεύτερο. Οι μεν βαρύνονται συχνά με το «αμάρτημα» του «σιδερένιου νόμου της ολιγαρχίας» και την καρτελοποίηση των αριστερών κομμάτων, ενώ οι δε με τα αντίστοιχα του σεχταρισμού και της αδυναμίας επικοινωνίας με ευρύτερα ακροατήρια.
Όμως, πέρα από τις πιο πάνω θεμιτές πηγές διαφωνιών, υπάρχουν και άλλες που αφορούν τις διομαδικές σχέσεις στο εσωτερικό της Αριστεράς. Κοινός τόπος μεταξύ των κοινωνικών ψυχολόγων που μελετούν τις διομαδικές σχέσεις είναι πως αυτές χαρακτηρίζονται από ενδο-ομαδική ευνοιοκρατία και εξω-ομαδική υποτίμηση, δηλαδή από την τάση των μελών μιας ομάδας να αξιολογούν πιο θετικά τη δική τους ομάδα και τα μέλη της από ό,τι την αντίπαλη ομάδα με τα δικά της μέλη. Αυτή η μεγαλοποίηση των διομαδικών διαφορών και η υποτίμηση των ομοιοτήτων βρίσκεται στον πυρήνα κυρίως της διαδικασίας μύησης των νέων μελών των οργανώσεων, είναι δηλαδή βασικό χαρακτηριστικό του ανταγωνισμού για νέα μέλη μεταξύ των οργανώσεων. Αυτός ο ανταγωνισμός ωθεί σε αυτό που στη θεωρία ονομάζεται radical flanking, διαδικασία υπερφαλαγγισμός των άλλων οργανώσεων από τ’ αριστερά ώστε να εμφανιστεί μια οργάνωση ως ο αυθεντικός εκπρόσωπος, η συνεπέστερη δύναμη.
Τι είναι, όμως, αυτό που έλκει τα (νέα ιδίως) μέλη στις πιο αριστερές θέσεις; Είναι ακριβώς η θετική ταυτότητα και η αυτο-εκτίμηση που εξασφαλίζουν οι ομάδες για τα μέλη τους συγκρινόμενες με τις άλλες. Στο πλαίσιο αυτό, οι κοινωνικές διακρίσεις αποτελούν αυτοσκοπό μέσα από την αναζήτηση ενός ή πολλών «εμείς» σε αντιπαράθεση με «άλλους». Και «εφόσον η διομαδική διαφοροποίηση δημιουργείται από τις κοινωνικές συγκρίσεις, η ενδοομαδική διαστρέβλωση θα πρέπει να είναι τόσο μεγάλη όσο περισσότερο συγκρίσιμη εκλαμβάνεται η εξωομάδα».[2] Αυτό εξηγεί και τον μεγαλύτερο ανταγωνισμό μεταξύ οργανώσεων με την ίδια ταυτότητα και ιδεολογία. Με τα λόγια του Καρλ Μανχάιμ, «καταφερόμαστε πολύ δριμύτερα εναντίον του κοντινού μας αντιπάλου παρά εναντίον του μακρινού, επειδή είναι πολύ ισχυρότερος ο πειρασμός να ολισθήσουμε προς την κοσμοαντίληψη του πρώτου και, ως εκ τούτου, επιβάλλεται να θωρακισθούμε κατά του εσωτερικού αυτού πειρασμού».[3]
Ένας άλλος παράγοντας που ενισχύει τις αριστερές ιδεολογικές αντιπαραθέσεις είναι η συνήθεια πολλών ανθρώπων να κρίνουν την πολιτική συμπεριφορά με ηθικά κριτήρια και η αδυναμία τους να εντοπίσουν τις διαφορές μεταξύ ηθικής και πολιτικής. Ήδη, πριν από 500 χρόνια ο Μακιαβέλι εισήγαγε το πρώτο αξίωμα της πολιτικής που τη διαφοροποίησε από την ηθική: από το κακό μπορεί να βγει καλό και από το καλό μπορεί να βγει κακό. Όμως είναι πολλοί οι άνθρωποι που αντιλαμβάνονται την πολιτική ως «υπόθεση καθαρά χέρια». Για τον λόγο αυτό, ο Μαξ Βέμπερ[4] διέκρινε δύο διαφορετικούς τύπους ηθικής που μπορούν να διέπουν την ηθικά προσανατολισμένη πράξη: την «ηθική των απόλυτων σκοπών» και την «ηθική της ευθύνης». Στο πλαίσιο της ηθικής των απόλυτων σκοπών δεν εξετάζονται οι συνέπειες και, όταν μια πράξη με καλή πρόθεση έχει άσχημα αποτελέσματα, στα μάτια του δρώντος δεν ευθύνεται ο ίδιος, αλλά ο κόσμος που δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Αντιθέτως, ο άνθρωπος που πιστεύει σε μια ηθική της ευθύνης υπολογίζει τις ατέλειες των ανθρώπων στον ίδιο το σχεδιασμό του και δεν φορτώνει σε αυτούς τις αποτυχίες των λανθασμένων προβλέψεών του.
Φυσικά, οι πηγές των αντιπαραθέσεων δεν τελειώνουν εδώ. Θα σταματήσω όμως εδώ, αφού προσθέσω μία ακόμα κρίσιμη πηγή: τις ηγετικές φιλοδοξίες που διατηρούν τον ενδοαριστερό ανταγωνισμό.
Στην ελληνική Αριστερά σήμερα είναι ενεργές όλες οι παραπάνω πηγές αντιπαραθέσεων. Είναι εξίσου παρόντες όμως οι παράγοντες εκείνοι που επιτρέπουν τις συνεργασίες; Όπως σημειώνουν οι Μακ Κάμον και Βαν Ντάικ, συνεργάζονται όσοι/ες εκτιμούν ότι αντιμετωπίζουν κοινές απειλές και όσοι/ες έχουν ιδεολογική/αξιακή συγγένεια.[5] Όμως, όπως διευκρινίζει η Μπενίτα Ροθ, οι συμμαχίες πρέπει πρώτα να εκληφθούν ως καλή πολιτική προκειμένου να πραγματοποιηθούν, μιας και αποτελούν προκλήσεις για τις πολιτικές ταυτότητες των δρώντων.[6] Και δυστυχώς, αν και οι αριστερές δυνάμεις αναγνωρίζουν τις κοινές προκλήσεις, δεν θεωρούν πάντα τις συμμαχίες ως καλή πολιτική.
Τέλος, οι συνεργασίες μεταξύ διαφορετικών δρώντων έχουν ανάγκη από διαμεσολαβητές, άτομα ή συλλογικότητες, που αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν, όπως τουλάχιστον υπήρχαν τον καιρό του «Χώρου διαλόγου», του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος και της ίδρυσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Δημήτρης Παπανικολόπουλος